Μια νέα γενιά εκατομμυριούχων εμφανίζεται στις ΗΠΑ και είναι οι ιδιοκτήτες μικρών οικογενειακών επιχειρήσεων, που τις έχουν ιδρύσει οι ίδιοι ως υδραυλικοί, ψυκτικοί ή ως συντηρητές καλοριφέρ, συστημάτων εξαερισμού και κλιματιστικών ή και ως ηλεκτρολόγοι. Τη δημιουργεί όμως περισσότερο το ενδιαφέρον των επενδυτών που τοποθετούν σ’ αυτές τα κεφάλαιά τους ή τις αγοράζουν έναντι αδρού τιμήματος και τελευταία δείχνουν όλο και περισσότερο ενδιαφέρον γι’ αυτές τις μικρές επιχειρήσεις της σκληρής δουλειάς. Σύμφωνα με την εταιρεία δεδομένων PitchBook, από το 2022 έως σήμερα ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια έχουν αγοράσει σχεδόν 800 εταιρείες αυτών των τομέων και ο αριθμός αυτός αφορά τις σημαντικότερες και μεγαλύτερες εξαγορές της κατηγορίας αυτής. Στο μεταξύ έχουν αλλάξει χέρια πολλές άλλες μικρότερες οικογενειακές εταιρείες και οι εξαγορές τους δεν είναι εξίσου γνωστές.
Σχετικό ρεπορτάζ της Wall Street Journal επισημαίνει πως η νέα αυτή τάση σηματοδοτεί μια σημαντική στροφή των επενδυτών, που προσφέρουν επταψήφιες τιμές για να αγοράσουν μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις, αλλά και μια ευρύτερη αλλαγή στο επιχειρηματικό τοπίο, καθώς οι ιδιοκτήτες οικογενειακών επιχειρήσεων δεν τις μεταβιβάζουν πλέον στα παιδιά τους ή ακόμη και στο προσωπικό τους, όπως έκαναν στο παρελθόν. Δεδομένων των υψηλών τιμημάτων που είναι πρόθυμοι να καταβάλουν οι επενδυτές, οι ιδιοκτήτες μικρών επιχειρήσεων λένε ότι η νέα τάση προσδίδει κάποια λάμψη στην παραδοσιακά υποτιμημένη σκληρή εργασία. Μιλώντας στην αμερικανική εφημερίδα, ο Μπράιαν Ράσελ, συνεργάτης της Huron Capital του Ντιτρόιτ που επενδύει σε εταιρείες υπηρεσιών, δηλώνει χαρακτηριστικά: «Δεν χρειάζεται να πάτε στη Σίλικον Βάλεϊ για να έχετε μια επιτυχημένη καριέρα και επιχειρηματικές ευκαιρίες».
Ο Τεντ Πολκ, διευθυντικό στέλεχος της επενδυτικής Capstone Partners, επισημαίνει πως πριν από μια δεκαετία οι 9 από τους 10 ιδιοκτήτες μικρών επιχειρήσεων αναζητούσαν ενδιαφερόμενο αγοραστή για την εταιρεία τους προκειμένου να συνταξιοδοτηθούν. Σήμερα, αντιθέτως, όλο και περισσότεροι δεν θέλουν να εγκαταλείψουν και περίπου ένα τρίτο δηλώνουν ότι θέλουν να παραμείνουν ενεργοί στην εταιρεία τους ώστε να μπορέσουν να την αναπτύξουν με τη βοήθεια των επενδυτών. Οπως τονίζει ο Πολκ, που έχει κλείσει συμφωνίες αγοράς τέτοιων επιχειρήσεων έως και άνω των 200 εκατ. δολαρίων, τονίζει πως οι μικροί αυτοί επιχειρηματίες «βλέπουν πως όσα μπορούν να κάνουν μόνοι τους δεν είναι παρά ένα μικρό τμήμα όσων θα μπορούσαν να κάνουν αν έχουν κάποιον επενδυτή πίσω τους» και ιδιαιτέρως αν αυτός ο επενδυτής υπόσχεται πως θα τους βοηθήσει «να εξαγοράσουν εκείνη την εταιρεία». Στο μεταξύ, ωφελούνται και οι υπάλληλοι των μικρών εταιρειών, όπως επισημαίνει ο Γκράχαμ Γουίβερ, ιδρυτής της επενδυτικής Alpine Investors, που αναφέρει ότι οι τεχνικοί στις εταιρείες κλιματιστικών, συντήρησης, εξαερισμού και θέρμανσης που εξαγόρασε η εταιρεία του πήραν αύξηση 20% μέσα στο πρώτο έτος μετά την εξαγορά της επιχείρησης από μισθούς, μπόνους και προμήθειες.
Οι επενδυτές έχουν εφαρμόσει αυτή τη στρατηγική σε πολλούς και διάφορους κλάδους, από τις εταιρείες πλυντηρίων αυτοκινήτων μέχρι τους οίκους ευγηρίας. Με τη στρατηγική αυτή έχουν κατορθώσει να δημιουργήσουν μεγαλύτερες εταιρείες και να διευρύνουν τα περιθώρια κέρδους τους. Οι επικριτές αυτού του μοντέλου επένδυσης, πάντως, υπογραμμίζουν πως οδηγεί σε υψηλότερες τιμές για τους καταναλωτές και μείωση του ανταγωνισμού. Δεν λείπουν, πάντως, και οι πολύ αισιόδοξοι που εκτιμούν ότι οδηγεί σε βελτίωση της ποιότητας των υπηρεσιών.

