Οι τάσεις στην πραγματική οικονομία της Ευρωζώνης και ο πληθωρισμός προσφέρουν ερείσματα για να υποθέσει κανείς ότι είναι αναγκαία τα χαμηλότερα επιτόκια.
Στην τελευταία συνεδρίασή της στις 12 Σεπτεμβρίου η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είχε ήδη αναθεωρήσει προς τα κάτω τις προβλέψεις της για την αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ για κάθε έτος την περίοδο 2024-2026 κατά 0,1 της ποσοστιαίας μονάδας. Εκτοτε ο PMI για την Ευρωζώνη μειώθηκε περαιτέρω, από 51 μονάδες τον Αύγουστο σε 49,6 μονάδες τον Σεπτέμβριο, υποχωρώντας κάτω από το όριο των 50 μονάδων, που διαχωρίζει την ανάπτυξη από τη συρρίκνωση. Η νέα οπισθοδρόμηση οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε μια αρνητικότερη αξιολόγηση των βιβλίων παραγγελιών στη μεταποίηση. Αυτό ώθησε το κλίμα στον ιδιαίτερα κυκλικό βιομηχανικό τομέα στις -10,9 μονάδες, ήτοι στα χαμηλότερα επίπεδά του από τον Ιούλιο του 2020.
Βοηθούμενος από τις χαμηλότερες τιμές του πετρελαίου, ο πληθωρισμός επιβραδύνθηκε από 2,2% τον Αύγουστο σε 1,8% σε ετήσια βάση τον Σεπτέμβριο, αγγίζοντας τα χαμηλότερα επίπεδά του από τον Απρίλιο του 2021. Ενώ ο δομικός πληθωρισμός παραμένει σταθερός, υποχωρώντας μόλις στο 2,7% σε ετήσια βάση τον Σεπτέμβριο, έπειτα από 2,8% τον Αύγουστο, διατηρείται σε καθοδική πορεία.
Η μεγάλη αύξηση των μισθών για να αντισταθμισθούν οι απώλειες στην αγοραστική δύναμη από την προηγούμενη άνοδο στις τιμές της ενέργειας και των τροφίμων φαίνεται να εξασθενεί. Αν και η ΕΚΤ είχε δηλώσει στις 12 Σεπτεμβρίου ότι ίσως αναμείνει τις νέες προβλέψεις για ανάπτυξη και πληθωρισμό τον Δεκέμβριο, πριν μειώσει ξανά τα επιτόκια, πολλά στελέχη της υπαινίσσονται μία κίνηση τον τρέχοντα μήνα. Ακόμη και ο πρόεδρος της Bundesbank, Γιοακίμ Νάγκελ, δήλωσε «ανοιχτός» σε μια μείωση τον Οκτώβριο. Οι κεντρικές τράπεζες συχνά ενεργούν πολύ αργά και κατόπιν υπερβολικά. Οταν η ΕΚΤ άρχισε καθυστερημένα να αυξάνει τα επιτόκια από τον Ιούλιο του 2022 και μετά ως απάντηση στην απότομη και αιφνίδια ανάκαμψη από την πανδημία και την επακόλουθη εκτίναξη του πληθωρισμού, είχαμε επανειλημμένα υποστηρίξει ότι δεν ενδείκνυται η ΕΚΤ να υπερβεί ένα επιτόκιο καταθέσεων 3,5%, ελαφρώς πάνω από το περίπου ουδέτερο ποσοστό τού 3%. Ατενίζοντας το μέλλον, η ΕΚΤ διατρέχει τον κίνδυνο, μετά τη μείωση των επιτοκίων, να κάνει το αντίστροφο λάθος με την υπερβολική χαλάρωση της πολιτικής της ως απάντηση στην ανάπτυξη, η οποία εμφανίζει σχεδόν επίμονα χαμηλότερες επιδόσεις από τις προβλέψεις της ΕΚΤ τα τελευταία δύο χρόνια.
* Ο κ. Χόλγκερ Σμίεντινγκ είναι οικονομολόγος της Berenberg Bank.

