Κάνοντας έναν απολογισμό της πορείας της παγκόσμιας οικονομίας τους πρώτους εννέα μήνες του έτους, η γενική εικόνα δείχνει διατήρηση του θετικού μομέντουμ. Σίγουρα δεν διανύει περίοδο «δυναμικής άνθησης», ωστόσο ο ρυθμός μεγέθυνσης διατηρείται υψηλότερος από τις αρχικές εκτιμήσεις. Σύμφωνα με την τρέχουσα μέση εκτίμηση της αγοράς, η ανάπτυξη για το σύνολο του έτους αναμένεται στο 3%, έναντι πρόβλεψης 2,6% στις αρχές του χρόνου. Η εξέλιξη αυτή αποδίδεται κυρίως στην απρόσμενη ανθεκτικότητα της οικονομίας των ΗΠΑ απέναντι στην περιοριστική νομισματική πολιτική της Fed, καθώς η σημαντική αύξηση των εισοδημάτων, ιδιαίτερα από περιουσιακά στοιχεία, συνεχίζει να υποστηρίζει την καταναλωτική δαπάνη. Εντούτοις ελλοχεύουν κίνδυνοι για τη διεθνή οικονομία, θέτοντας ερωτήματα για το αν η δυναμική αυτή μπορεί να διατηρηθεί.
Ο δείκτης για τον τομέα της μεταποίησης μειώθηκε για τρίτο συνεχόμενο μήνα (48,8), υποχωρώντας ακόμη χαμηλότερα από το κρίσιμο όριο των 50 μονάδων που διαχωρίζει την ανάπτυξη από τη συρρίκνωση, ενώ ο τομέας των υπηρεσιών συνέχισε να αναπτύσσεται, αν και με χαμηλότερο ρυθμό (52,9). Παρά τη νέα πτώση, ο σύνθετος δείκτης εκτιμάται ότι συνεχίζει να υποδηλώνει θετικό ρυθμό μεγέθυνσης για την παγκόσμια οικονομία, όχι πολύ χαμηλότερο από τον μακροχρόνιο μέσο. Εντούτοις, μετά από συνολική μείωσή του κατά 1,7 μονάδες από τον Μάιο υπάρχουν ανησυχίες για πιθανή συνέχιση της καθοδικής τροχιάς, ειδικά εάν η αδυναμία του τομέα της μεταποίησης αρχίσει να επηρεάζει αισθητά τον τομέα των υπηρεσιών. Επίσης, οι αναδυόμενες οικονομίες συνεχίζουν να καταγράφουν καλύτερα αποτελέσματα στη σχετική έρευνα σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο, ενώ η μερική αποδυνάμωση των συνθηκών στην αγορά εργασίας τους τελευταίους μήνες στις μεγάλες ανεπτυγμένες οικονομίες (με εξαίρεση την Ευρωζώνη) εντείνει τις ανησυχίες για τις βραχυ-μεσοπρόθεσμες προοπτικές της διεθνούς οικονομίας. Η κλιμακούμενη ένταση στη Μέση Ανατολή επίσης αποτελεί σημαντική πηγή ανησυχιών, αν και οι μέχρι τώρα επιπτώσεις εκτιμώνται ως σχετικά περιορισμένες (π.χ. τιμή πετρελαίου brent παραμένει χαμηλότερα από τη μέση τιμή των τελευταίων δύο ετών, 82,6 δολάρια/ανά βαρέλι). Οι εξελίξεις αυτές λαμβάνουν χώρα εν μέσω συνεχιζόμενης σταδιακής υποχώρησης των πληθωριστικών πιέσεων, γεγονός που επιτρέπει στις μεγάλες κεντρικές τράπεζες να προχωρήσουν σταδιακά σε μια λιγότερο περιοριστική νομισματική πολιτική, συμβάλλοντας στον μετριασμό των κινδύνων που αντιμετωπίζει η παγκόσμια οικονομία.
*ΕUROBANK RESEARCH

