Οι υποσχέσεις από επίσημα χείλη στη Βρετανία ότι ο επικείμενος προϋπολογισμός, που θα παρουσιαστεί στις 30 Οκτωβρίου, θα έχει κίνητρα για επενδύσεις, καθώς και η όλη δημόσια συζήτηση για χαλαρούς δημοσιονομικούς κανόνες, υποδηλώνουν ότι η κυβέρνηση των Εργατικών θα προβεί σε σημαντικές αυξήσεις των κρατικών δαπανών. Παρά ταύτα, κατά την εκτίμησή μας, οι φόβοι ότι ο τρόπος για να χρηματοδοτηθούν είναι μια ευρέος φάσματος αύξηση στη φορολογία έχουν δόση υπερβολής. Αλλωστε την άνοιξη του 2025 αναμένεται δυναμική αύξηση στους μισθούς, όπερ σημαίνει ότι το Δημόσιο θα αποκομίσει επαρκή έσοδα για να καλύψει πλήρως τη «μαύρη τρύπα» των συνολικών δαπανών που έχει αναφέρει η υπουργός Οικονομικών Ρέιτσελ Ριβς. Πάντως, δεν έχει αποκλεισθεί το ενδεχόμενο να υπάρξουν ορισμένες φορολογικές αυξήσεις, ώστε να αποκατασταθούν τα κίνητρα που χρησιμοποιήθηκαν στις πιο μεγάλες επενδύσεις, αλλά και να αποτραπεί η περικοπή κονδυλίων για τα υπουργεία. Ωστόσο, οι εν λόγω αυξήσεις θα είναι μετριοπαθείς, όπως προβλέπουμε.
Σχετικά με την τροποποίηση του μέτρου υπολογισμού του δημοσίου χρέους, όπως χρησιμοποιείται από τους δημοσιονομικούς κανόνες, αυτή δεικνύει ότι η κυβέρνηση ίσως να έχει κατά νου μια πολύ μεγάλη χαλάρωση της σχετικής πολιτικής. Η αλλαγή του μέτρου για το χρέος, στο οποίο βασίζονται οι δημοσιονομικοί κανόνες, δυνητικά θα ενίσχυε την ικανότητα του κράτους να δανείζεται και να δαπανά 50 δισ. στερλίνες περισσότερα τον χρόνο, δηλαδή το 2% του ΑΕΠ. Ωστόσο, μια τέτοια αξιοπρόσεκτη χαλάρωση θα αγγίξει τα όρια του τι θα μπορούσε να είναι αποδεκτό και ανεκτό από την αγορά ομολόγων, όπως το βλέπουμε εμείς. Ακόμα και στην περίπτωση κατά την οποία η ομολογιακή αγορά παρέμενε ήρεμη, θα δινόταν περιορισμένος χώρος στη δημοσιονομική πολιτική να ανταποκριθεί σε μελλοντικούς κραδασμούς. Εξ ου και περιμένουμε από την κυβέρνηση να μην αποκλίνει της πορείας της να καλύψει το υπάρχον δημοσιονομικό έλλειμμα μέσω και της αύξησης των δαπανών και των φόρων, αλλά και να αναβαθμίσει δραστικά τα σχέδιά της για αυξημένες κρατικές δαπάνες. Η αύξηση των κρατικών δαπανών και η ενίσχυση της ιδιωτικής κατανάλωσης θα αντισταθμίσουν το πλήγμα από την υψηλότερη φορολογία. Κι αυτό θα αποδειχθεί ρεαλιστικό ειδικά τώρα, που οι καταναλωτές αποταμιεύουν ασυνήθιστα υψηλό ποσοστό των εισοδημάτων τους.
Συνολικά μιλώντας, η δημοσιονομική πολιτική του Ηνωμένου Βασιλείου θα συσφιγχθεί αλλά πιο σταδιακά, ενώ το μεγαλύτερο βάρος θα το επωμισθεί το «πάγωμα» στα κατώτατα όρια για τη φορολογία εισοδήματος. Οπότε, η οικονομία θα αναπτύσσεται με ρυθμό πλησίον της δυναμικής της, συμβάλλοντας, όπως πιστεύουμε, στο να μη μεταβληθεί ο πληθωρισμός.
* Ο κ. Αντριου Γουίσαρτ είναι οικονομολόγος της Berenberg Bank.

