Η απροσδόκητα μεγάλη πτώση στον σύνθετο δείκτη διευθυντών προμηθειών της Ευρωζώνης υποχρεώνει το επενδυτικό κοινό και τους αναλυτές να προεξοφλήσουν μια νομισματική χαλάρωση από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έως και κατά 43 μονάδες βάσης από τις 38 νωρίτερα μέχρι τη λήξη του 2024. Κι αυτό υποδηλώνει ότι πιθανολογούν ένα μεγαλύτερο βήμα από την ΕΚΤ στη συνεδρίασή της τον Δεκέμβριο. Παρόμοιο ήταν και το κλίμα χθες, αφότου δημοσιοποιήθηκαν τα στοιχεία για τη δραστηριότητα του ιδιωτικού τομέα της Ευρωζώνης από τη S&P Global. Ενα βασικό τμήμα της καμπύλης αποδόσεων των γερμανικών ομολόγων εξομαλύνθηκε, ενώ το ευρώ διολίσθησε προς το δολάριο. «Τα τωρινά δεδομένα του δείκτη διευθυντών προμηθειών (PMI) σίγουρα αυξάνουν τις ανησυχίες για την ανάπτυξη και τις πιθανότητες μιας νέας μείωσης επιτοκίων τον Οκτώβριο», δήλωσε ο Τζούσι Χιλτζάνεν, στρατηγικός αναλυτής της SEB. Παράλληλα, εντείνονται οι φόβοι ότι η ανάκαμψη της Ευρώπης, η οποία παρατηρήθηκε στην αρχή του έτους, πλέον έχει εξαντληθεί. Η παραγωγή στα 20 κράτη-μέλη της Ευρωζώνης άρχισε ήδη να εξασθενεί το δεύτερο τρίμηνο, διότι οι καταναλωτές διστάζουν να ανοίξουν το πορτοφόλι τους, ακόμη και όταν επωφελούνται από τη μείωση του πληθωρισμού και την αύξηση των μισθών. Η αδύναμη εξωτερική ζήτηση ειδικά από την Κίνα επιβαρύνει επίσης τα ευρωπαϊκά εργοστάσια. Τα προβλήματα σε γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες, όπως η Volkswagen, προβάλλουν έτι περαιτέρω το ζήτημα αυτό.
Τα στοιχεία της S&P Global έδειξαν ότι μεγάλο μέρος της οικονομικής αδυναμίας του Σεπτεμβρίου οφείλεται στην εκτόνωση της ώθησης που έλαβε η Γαλλία χάρη στη διοργάνωση των θερινών Ολυμπιακών Αγώνων. Ως αποτέλεσμα, ο δείκτης της δραστηριότητας στον κλάδο παροχής υπηρεσιών υποχώρησε πολύ κάτω από το όριο των 50 μονάδων, που διαχωρίζει την ανάπτυξη από τη συρρίκνωση.
Η εξασθένηση του κλάδου της μεταποίησης στη Γερμανία επιδεινώθηκε, εν τω μεταξύ, συμβάλλοντας στην πτώση του συνολικού δείκτη για την Ευρωζώνη στις 48,9 μονάδες έναντι προβλέψεων για 50,5 μονάδες. Κι ενώ το προσωπικό της ΕΚΤ έχει ήδη περικόψει τις φετινές προβλέψεις του για την οικονομική ανάπτυξη, ωστόσο εξακολουθεί να διαβλέπει ρυθμό στο 0,8%, κυρίως με μοχλό την ανάκαμψη των καταναλωτικών δαπανών. Τα νοικοκυριά παρέμειναν επιφυλακτικά μέχρι στιγμής, διότι οι συγκρούσεις στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή και η γενικευμένη πολιτική αστάθεια επιβαρύνουν την κατάστασή τους.
Ορισμένοι από τους αξιωματούχους της ΕΚΤ προειδοποιούν πως η οικονομία ενδέχεται να υποστεί αχρείαστη βλάβη, εάν τα επιτόκια παραμείνουν πολύ υψηλά για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Το μέλος του εκτελεστικού συμβουλίου της τράπεζας, Πιέρο Τσιπολόνε, είχε επισημάνει πρόσφατα ότι «υπάρχει πραγματικός κίνδυνος η τοποθέτησή μας να γίνει πολύ περιοριστική». Πάντως, από τη δική τους πλευρά οι σκληροπυρηνικοί ή «γεράκια» δεν βιάζονται για περαιτέρω μειώσεις, επικαλούμενοι τον επίμονα υψηλό πληθωρισμό στον τομέα των υπηρεσιών, που θα μπορούσε να καθυστερήσει την επιστροφή στον στόχο του 2% για τον πληθωρισμό. Ο πρόεδρος της Κεντρικής Τράπεζας της Λετονίας, Μάρτινς Καζάκς, δήλωσε χθες πως οι απειλές για τις τιμές εξακολουθούν να υπερισχύουν των ανησυχιών για την ανάπτυξη. Τέλος, ο Τζέιμι Ρας, επικεφαλής οικονομολόγος Ευρώπης στο Bloomberg Economics, υπογραμμίζει ότι κατά τις προβλέψεις του η Ευρωζώνη θα αναπτυχθεί 0,2% το τρίτο τρίμηνο, αμετάβλητη από το δεύτερο, όταν για την ΕΚΤ μια έντονη επιβράδυνση της οικονομίας θα ήταν ανεπιθύμητη».

