Η Ευρωπαϊκή Ενωση έφερε ειρήνη και ευημερία σε μια ταραγμένη περιοχή μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σήμερα η οικονομία της είναι στάσιμη, ενώ μπορεί η ίδια να απειληθεί πολλαχόθεν. Αν και υπάρχει περιθώριο βελτίωσης, όπως με το σχέδιο ευρωπαϊκής αναζωογόνησης του πρώην προέδρου της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, η Ε.Ε. και τα μέλη της είναι απίθανο να το εφαρμόσουν. Η παραγωγικότητα της Ε.Ε. αυξήθηκε μόλις 0,7% κατά μέσον όρο ετησίως από το 2015. Η Ρωσία αποτελεί στρατιωτική απειλή, ενώ από την Κίνα και τις ΗΠΑ υπάρχει κίνδυνος εμπορικής υφής. Εάν δε, αναδειχθεί νικητής των προεδρικών εκλογών των ΗΠΑ ο Ντόναλντ Τραμπ, ίσως επιβάλει δασμούς στους συμμάχους, καθώς και στην Κίνα. Κι αν η Ε.Ε. και οι ΗΠΑ εμπλακούν σε εμπορικό πόλεμο, μειώνονται οι πιθανότητες να συμπράξουν για να αναχαιτίσουν το Πεκίνο.
Ο Ντράγκι κατήρτισε το ανωτέρω σχέδιο, που προϋποθέτει επιπλέον επενδύσεις 800 δισ. ευρώ ετησίως, σχεδόν το 5% της παραγωγής της Ε.Ε. Πολλά από αυτά θα χρηματοδοτούσαν μια βιομηχανική πολιτική για τον ανταγωνισμό με τις ΗΠΑ και την Κίνα με έμφαση στην καθαρή τεχνολογία και την τεχνητή νοημοσύνη. Ο Ντράγκι θέλει, επίσης, η Ε.Ε. να ακολουθήσει μια συλλογική προσέγγιση της οικονομίας, ώστε η βιομηχανική πολιτική να συνδυάζεται με πρωτοβουλίες για την πρόληψη του αθέμιτου ανταγωνισμού από την Κίνα και πολιτικές για την εξασφάλιση εναλλακτικών αλυσίδων εφοδιασμού σε καίρια προϊόντα και υλικά. Ο πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας ζητεί και αναβάθμιση της ενιαίας αγοράς για να τονωθεί η παραγωγικότητα, καθώς και μεταρρυθμίσεις στη διακυβέρνηση της Ε.Ε., ώστε τα 27 κράτη-μέλη να μην ασκήσουν βέτο σε τόσες πολλές πρωτοβουλίες. Εντούτοις, οι πολιτικές συνθήκες δεν ευνοούν την υλοποίηση των αξιέπαινων προτάσεών του. Ο Γερμανός καγκελάριος Ολαφ Σολτς και ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν είναι πολιτικά αδύναμοι, ενώ μάχονται με δημοφιλή ακροδεξιά και ακροαριστερά κόμματα εντός των χωρών τους.
Επιπροσθέτως, είναι δύσκολο να δούμε πώς η Ε.Ε. θα συγκεντρώνει επενδύσεις 800 δισ. ευρώ τον χρόνο. Υποθετικά θα μπορούσε να δανειστεί ένα μέρος τους, αλλά η Γερμανία αμέσως το απέρριψε. Ο ιδιωτικός τομέας θεωρητικά θα είχε τη δυνατότητα να παρέχει τη μερίδα του λέοντος. Ωστόσο, η Κομισιόν και το ΔΝΤ αναμένουν ότι ένα επιπλέον 5% του ΑΕΠ για επενδύσεις θα τονώσει την οικονομία μόνο 6% έπειτα από 15 χρόνια. Για να ρέει η επένδυση στις απαιτούμενες ποσότητες, το κόστος κεφαλαίου του ιδιωτικού τομέα θα πρέπει να μειωθεί περίπου 2,5 ποσοστιαίες μονάδες, σύμφωνα με το μοντέλο της Επιτροπής. Επομένως, ο δημόσιος τομέας οφείλει να παράσχει δημοσιονομικά κίνητρα, κάτι που παραπέμπει και πάλι το ζήτημα στους προϋπολογισμούς της Ε.Ε.

