Ο όρος Παγκόσμιος Νότος είναι υποβλητικός, αλλά προκαλεί και αντιδράσεις. Αντιπροσωπεύει ένα έργο που βρίσκεται σε εξέλιξη από τα φτωχότερα κράτη και τις πρώην αποικίες, που ζητούν παγκόσμια δικαιοσύνη, αλληλεγγύη και ισότητα. Αλλοι αποδοκιμάζουν περισσότερο τις δυνατότητες συλλογικής δράσης, επισημαίνοντας τη μεγάλη ποικιλομορφία και τα διαφορετικά συμφέροντα στον «αναπτυσσόμενο» κόσμο. Ορισμένοι πάλι θεωρούν τον όρο μια κατασκευή με επίκεντρο το κράτος, που δεν λαμβάνει υπόψιν τη διακρατική αλληλεγγύη των φυλετικών μειονοτήτων παντού, συμπεριλαμβανομένου του πλούσιου κόσμου. Ωστόσο, υποστηρίζω ότι ο Παγκόσμιος Νότος είναι χρήσιμη κατασκευή, διότι στην εποχή μας περιγράφεται καλύτερα ως ένα αναλυτικό πλαίσιο βασισμένο κυρίως στη γεωπολιτική λογική. Κι αυτή αποκαλύπτει μια τεράστια δέσμη κρατών στη Λατινική Αμερική, την Αφρική, τη Νότια Ασία, τη Νοτιοανατολική Ασία και τα νησιά του Ειρηνικού, που βρίσκονται έξω από τον πυρήνα του συστήματος των τριών μεγάλων δυνάμεων, μιλώντας για τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Κίνα και τη Ρωσία, αλλά και τους βασικούς τους συμμάχους. Τα κράτη στον πυρήνα του συστήματος εξουσίας απολαμβάνουν αυξημένη αίσθηση ασφάλειας, θέσης και οικονομικών ευκαιριών. Αλλά ο Παγκόσμιος Νότος πρέπει να ανταποκριθεί μόνος του σε ένα διεθνές σύστημα, στο οποίο δεν κυριαρχεί και το οποίο διέπεται από κανόνες, τους οποίους ως επί το πλείστον δεν κατάρτισε.
Δύο είναι οι βασικές επιδιώξεις του. Πρώτον, οι χώρες του Παγκόσμιου Νότου θέλουν να ανέλθουν στο διεθνές σύστημα με κριτήριο την οικονομία και τη θέση τους. Ακόμη και τα κράτη μεσαίου εισοδήματος, που τα έχουν πάει καλύτερα από άλλα, θέλουν περισσότερα. Αυτό περιλαμβάνει τη συμμετοχή τους στον καθορισμό των κανόνων της εξελισσόμενης παγκόσμιας τάξης, τη μελλοντική προστασία τους έναντι των οικονομικών κυρώσεων και τη διασφάλιση της εθνικής κυριαρχίας τους. Το τελευταίο στοιχείο αφορά την ημιτελή συγκρότηση κρατών και εθνών, που χαρακτηρίζει τα μετα-αποικιακά κράτη. Δεύτερον, πρακτικά όλα τα κράτη του Παγκόσμιου Νότου είναι θεμελιωδώς αποστασιοποιημένα από τον «ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων» – ούτε συνέβαλαν στην ενεργοποίησή του ούτε θέλουν να διαλέξουν στρατόπεδο. Επιπροσθέτως, τα περισσότερα κράτη του Παγκόσμιου Νότου δεν ενδιαφέρονται για μια ριζική ανατροπή της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων. Ούτε βλέπουν την Ουάσιγκτον ως αντίπαλο. Αυτή η πιο ρεαλιστική και βασισμένη στα εθνικά συμφέροντα κατανόηση του Παγκόσμιου Νότου σημαίνει ότι τα ιδεαλιστικά οράματα έχουν πεθάνει; Οχι εντελώς. Οι προσπάθειες συντονισμού μικρότερης κλίμακας για την επίτευξη πρακτικών αποτελεσμάτων σε ορισμένους τομείς παραμένουν ζωντανές, όπως για παράδειγμα οι BRICS.
Οι χώρες του Παγκόσμιου Νότου θέλουν να ανέλθουν στο διεθνές σύστημα με κριτήριο την οικονομία και τη θέση τους.
Ο Παγκόσμιος Νότος θα προτιμούσε να έχει άριστες σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες, αν και σε έναν κόσμο χωρίς αμερικανική πρωτοκαθεδρία. Η αυξανόμενη αποξένωσή του από την υπό την ηγεσία των ΗΠΑ παγκόσμια τάξη οφείλεται σε συστημικούς περιορισμούς, που περιστέλλουν την αναβάθμισή του, και στις παραβάσεις και τα διπλά μέτρα και σταθμά της Ουάσιγκτον. Ενα συγκεκριμένο παράδειγμα αυτών των περιορισμών είναι το καθεστώς διεθνών κυρώσεων, το οποίο επεκτείνεται σε τέτοιο σημείο, ώστε περισσότερες από το ένα τέταρτο των χωρών και σχεδόν το ένα τρίτο της παγκόσμιας οικονομίας αποτελούν σήμερα στόχο του – διεθνείς νομομαθείς τις θεωρούν παράνομες.
* O κ. Σαράνγκ Σιντόρε είναι διευθυντής του Προγράμματος για τον Παγκόσμιο Νότο στο Ινστιτούτο Κουίνσι και ανώτατος ερευνητής στο Συμβούλιο Στρατηγικών Κινδύνων. Το άρθρο δημοσιεύεται στην ιστοσελίδατου Ινστιτούτου Φρίντριχ Εμπερτ https://www.ips-journal.eu/topics.

