Οταν ανακοινώθηκε πριν από δύο χρόνια το πακέτο Μπάιντεν –όπως έγινε ευρύτερα γνωστό το πακέτο επιδοτήσεων και φοροαπαλλαγών ύψους 360 δισ. δολ. για τις πράσινες επενδύσεις εντός ΗΠΑ– προκάλεσε κινητοποίηση των επιχειρήσεων και των αμερικανικών πολιτειών που έσπευσαν να αδράξουν την ευκαιρία. Σε συνδυασμό με το νομοσχέδιο για την ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής μικροεπεξεργαστών, τα δύο αυτά μέτρα της κυβέρνησης υποσχέθηκαν πάνω από 400 δισ. δολ. σε φοροαπαλλαγές, εγγυήσεις και δάνεια με στόχο να τονώσουν τη βιομηχανική παραγωγή της υπερδύναμης και να αναθερμάνουν τις τοπικές οικονομίες των άλλοτε βιομηχανικών πολιτειών της.
Σε ένα πρώτο στάδιο πέτυχαν να επαναφέρουν την οικονομική δραστηριότητα και την ανάπτυξη σε περιοχές όπως η κομητεία Τσέστερ στη Νότια Καρολίνα, που παρήκμαζαν επί δεκαετίες. Οι πολιτείες ανταγωνίζονταν για να προσελκύσουν τις επενδύσεις και να διασφαλίσουν την οικονομική ενίσχυση του αμερικανικού κράτους, που σε ορισμένες περιπτώσεις ήταν απεριόριστη. Οπως αποκαλύπτει, όμως, σχετικό ρεπορτάζ των Financial Times, τώρα που το πακέτο Μπάιντεν κλείνει δύο χρόνια ζωής, τα πράγματα δεν δείχνουν να πηγαίνουν και τόσο καλά.
Τα δύο τρίτα των κατασκευαστικών έχουν ανακοινώσει ότι αναβάλλουν ή ματαιώνουν τα σχέδιά τους.
Αστάθμητοι παράγοντες έχουν ανατρέψει το σκηνικό: από την πτώση των τιμών του λιθίου μέχρι τα υψηλά επιτόκια και τον πληθωρισμό, τις γραφειοκρατικές λεπτομέρειες που δυσκολεύουν πρακτικά την πρόσβαση των βιομηχανιών στα κεφάλαια των επιδοτήσεων, αλλά και την αβεβαιότητα για τις πολιτικές εξελίξεις από τις οποίες θα εξαρτηθεί το μέλλον του πακέτου Μπάιντεν, έχουν αναγκάσει πολλές από τις επενδύσεις, που ανακοινώθηκαν με ενθουσιασμό, να διακοπούν μέχρι νεωτέρας ή και να ακυρωθούν οριστικά. Ανάμεσά τους η μονάδα που ανακοίνωσε πέρυσι η μεγαλύτερη βιομηχανία λιθίου στον κόσμο, η Albemarle Corp, με την επένδυση να ανέρχεται σε 1,3 δισ. δολ. Μόλις 10 μήνες αφότου ανακοινώθηκε η εταιρεία διέκοψε τις εργασίες, καθώς είχε προηγηθεί η κατάρρευση των τιμών του λιθίου εξαιτίας υπερπροσφοράς σε παγκόσμιο επίπεδο.
Επειτα από σχετική έρευνα οι FT διαπίστωσαν πως το 40% των επενδύσεων, ύψους τουλάχιστον 100 εκατ. δολ. που ανακοινώθηκαν μέσα στο πρώτο έτος του πακέτου Μπάιντεν, έχουν είτε καθυστερήσει σημαντικά είτε έχουν διακόψει τις εργασίες επ’ αόριστον. Από τα 114 μεγάλα σχέδια που εξέτασε η βρετανική εφημερίδα, συνολικού κόστους 227,9 δισ. δολ., όσα έχουν καθυστερήσει έχουν συνολικό κόστος 84 δισ. δολ. Σύμφωνα με την Ενωση Γενικών Εργολάβων Αμερικής, τα δύο τρίτα των κατασκευαστικών που ανέλαβαν έργα στο πλαίσιο του πακέτου Μπάιντεν έχουν ανακοινώσει ότι αναβάλλουν ή ματαιώνουν τα σχέδιά τους. Σύμφωνα με τη Νάταλι Κουίλιαν, αναπληρώτρια υπεύθυνη προσωπικού του Μπάιντεν, ο ιδιωτικός τομέας έχει επενδύσει 900 δισ. δολ. στις αμερικανικές βιομηχανίες και τον τομέα της ενέργειας στη διάρκεια της θητείας του απερχόμενου προέδρου. Η ίδια επιμένει πως τα έργα θα προχωρήσουν, όπως για παράδειγμα η μονάδα που υποστηρίζει η Volskwagen στη Νότια Καρολίνα αξίας 2 δισ. δολ., που αναμένεται να είναι έτοιμη το 2027 και να δημιουργήσει 4.000 θέσεις εργασίας.
Οπως τονίζει η βρετανική εφημερίδα, το πακέτο Μπάιντεν στόχευε σε μια αναθέρμανση της αμερικανικής βιομηχανίας και της οικονομίας των βιομηχανικών πολιτειών, από το Ιλινόι και την Ιντιάνα μέχρι το Μίσιγκαν, το Μισούρι, τη Νέα Υόρκη, το Οχάιο, την Πενσιλβάνια και τη Δυτική Βιρτζίνια. Το 1979 η απασχόληση στις βιομηχανίες ανερχόταν σε 19,55 εκατ. άτομα, τότε που ο ένας στους πέντε εργαζομένους στις ΗΠΑ απασχολείτο στη βιομηχανία. Μεσολάβησαν πάντως δεκαετίες, στη διάρκεια των οποίων οι αμερικανικές βιομηχανίες εκχωρούσαν υπεργολαβίες στις βιομηχανίες της Κίνας και άλλων ασιατικών χωρών που παρήγαγαν με χαμηλό κόστος. Ετσι, σήμερα ο αριθμός των εργαζομένων στις βιομηχανίες των ΗΠΑ έχει μειωθεί στα 12,96 εκατ. άτομα, που αντιπροσωπεύουν λιγότερο από το 10% του εργατικού δυναμικού της υπερδύναμης.

