Η Τράπεζα της Ιαπωνίας προχώρησε χθες σε αύξηση των επιτοκίων της στο 0,25%, ακολουθώντας με καθυστέρηση ενός και πλέον έτους τις Fed, ΕΚΤ και Τράπεζα της Αγγλίας, κι ενώ οι κεντρικές τράπεζες των μεγαλύτερων οικονομιών έχουν ήδη αρχίσει να μειώνουν το κόστος του δανεισμού. Με την κίνησή της δίνει οριστικό τέλος στην περίοδο των μηδενικών επιτοκίων σε παγκόσμιο επίπεδο, ενώ από τον Μάρτιο έχει εγκαταλείψει την πολιτική των αρνητικών επιτοκίων, όταν όρισε τα επιτόκια του γιεν σε διακύμανση από 0,0% έως 0,1%. Πρόκειται εν ολίγοις τυπικά για τη δεύτερη αύξηση επιτοκίων που αποφασίζει μετά 17 χρόνια, αλλά σαφώς έρχεται πολύ αργότερα από τις αυξήσεις των άλλων κεντρικών τραπεζών, καθώς αυτές μάχονται τον πληθωρισμό εδώ και περισσότερο από ένα έτος. Η Τράπεζα της Ιαπωνίας έκρινε έως τώρα πως η ιαπωνική οικονομία παρέμενε εύθραυστη και απέφευγε να αυξήσει το κόστος του δανεισμού.
Επειτα από δεκαετίες αποπληθωρισμού, όμως, η τέταρτη οικονομία στον κόσμο καταγράφει αυξήσεις τιμών, με τον πληθωρισμό να βρίσκεται σε επίπεδα άνω του στόχου του 2% επί δύο και πλέον χρόνια και σύμφωνα με τις εκτιμήσεις θα κλείσει το τρέχον τρίμηνο στο 2,8%. Η κεντρική τράπεζα, που έχει τονίσει ότι τη νομισματική πολιτική της θα καθορίσουν οι αυξήσεις των μισθών εάν και εφόσον παγιωθούν, ανέφερε χθες ότι οι μισθοί έχουν αυξηθεί όχι μόνο στις μεγάλες επιχειρήσεις, αλλά έχουν επεκταθεί και στις μικρότερες επιχειρήσεις της χώρας. Στις μεγάλες επιχειρήσεις οι μισθοί έχουν αυξηθεί κατά 5,19% κατά μέσον όρο και στις μικρότερες επιχειρήσεις κατά 4,45%. Και όπως τόνισε η Τράπεζα της Ιαπωνίας, πρόκειται για τις μεγαλύτερες αυξήσεις των τελευταίων 33 ετών. Παράλληλα, η κεντρική τράπεζα σχεδιάζει να περιορίσει τις αγορές ομολόγων στα 3 τρισ. γιεν μηνιαίως στις αρχές του 2026, δηλαδή σε ποσό αντίστοιχο περίπου των 20 δισ. δολ. τον μήνα, που είναι περίπου το ήμισυ των μηνιαίων αγορών ομολόγων στις οποίες προέβαινε έως τώρα.
Η αλλαγή στη νομισματική πολιτική της Ιαπωνίας, κι ενώ αναμένεται πως η Fed θα προχωρήσει σε μείωση των επιτοκίων του δολαρίου, έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον των διεθνών επενδυτών, καθώς η θεωρητικά απόμακρη Ιαπωνία είναι ο υπ’ αριθμόν ένα πιστωτής των ΗΠΑ. Η Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου έχει αγοράσει κολοσσιαίο όγκο ομολόγων του αμερικανικού δημοσίου αξίας 1,1 τρισ. δολ. και η διαφορά ανάμεσα στο επίπεδο των επιτοκίων της Ιαπωνίας και των ΗΠΑ μπορεί να οδηγήσει σε αντιστροφή των ροών επενδυτικών κεφαλαίων. Και δεν έχει μόνον αμερικανικό χρέος, αλλά και γενικότερα Ιάπωνες επενδυτές ελέγχουν ξένους τίτλους αξίας πολλών τρισ. δολ. και με την αύξηση των επιτοκίων του γιεν ενδέχεται να επαναπατρίσουν τα κεφάλαιά τους αν θεωρήσουν πιο προσοδοφόρες τις επενδύσεις σε γιεν. Οι αγορές αντέδρασαν θετικά στην είδηση, με τους δείκτες Nikkei και Topix να σημειώνουν άνοδο και το ιαπωνικό νόμισμα να ενισχύεται οριακά.
Η τέταρτη οικονομία στον κόσμο καταγράφει αυξήσεις τιμών, με τον πληθωρισμό να βρίσκεται σε επίπεδα άνω του στόχου του 2% επί δύο και πλέον χρόνια.
Δεδομένου, πάντως, ότι οποιαδήποτε αύξηση του κόστους δανεισμού αναμένεται πάντα να ανακόψει την ανάπτυξη, η Τράπεζα της Ιαπωνίας συνόδευσε την απόφασή της με μια προς τα κάτω αναθεώρηση των προβλέψεών της. Εκτιμά τώρα πως το τρέχον οικονομικό έτος η ανάπτυξη θα κυμανθεί από 0,5% έως 0,7%, ενώ η προηγούμενη πρόβλεψή της, τον Απρίλιο, μιλούσε για αύξηση ΑΕΠ από 0,7% έως 1,0%. Διατήρησε, πάντως, αμετάβλητες τις προβλέψεις για ανάπτυξη και πληθωρισμό τόσο για το 2025 όσο και για το 2026.

