Από την πρώτη προβολή, η μαύρη κωμωδία μυστηρίου «Γιατί ρε πατέρα;» τάραξε ευχάριστα την καθημερινότητα της ελληνικής τηλεόρασης, συνδυάζοντας χιούμορ, απρόοπτα, αισθητική πλατφόρμας και μια οικογένεια που δεν ξέρει ποτέ τι την περιμένει. Όταν ο Λευτέρης Τσατσάνης πεθαίνει, τρεις άγνωστοι μεταξύ τους νέοι, ένας έμπορος αυτοκινήτων, ένας φιλόλογος και μία σερβιτόρα, συναντιούνται στην κηδεία του. Ωστόσο, κάθε άλλο παρά άγνωστοι είναι, καθώς τους συνδέουν αδερφικοί δεσμοί και τρία εκατομμύρια ευρώ. Η Θεανώ Κλάδη, ο Κωνσταντίνος Λιάρος και ο Μιχάλης Μιχαλακίδης που ερμηνεύουν τους ρόλους μοιράζονται τις πρώτες εντυπώσεις τους από το σενάριο, τα κοινά που βρίσκουν με τους ρόλους τους και όσα πιστεύουν πως κάνει μια καλή κωμωδία να ξεχωρίζει. Με ειλικρίνεια και χιούμορ, μας βάζουν στον κόσμο της σειράς και μας προετοιμάζουν για μια ιστορία που – όπως λένε και οι ίδιοι – καλύτερα να τη γνωρίσει κανείς χωρίς πολλές πληροφορίες.
Ποιες ήταν οι πρώτες σκέψεις σας μόλις λάβατε το σενάριο στα χέρια σας; Ανυπομονούσατε για το πώς θα προχωρήσει η ιστορία;
Θ.Κ.: Μόλις πήρα το κείμενο στα χέρια μου, δεν μπορούσα να σταματήσω να το διαβάζω. Είμαι από τους δύσκολους θεατές στις κωμωδίες και χρειάζομαι κάτι πραγματικά έξυπνο για να γελάσω. Η σειρά έχει καλοφτιαγμένες ατάκες με ωραίο ρυθμό που με κέρδισε αμέσως. Ακόμα και τώρα ανυπομονώ κάθε φορά να δω πώς θα εξελιχθεί όλο αυτό το χάος.
Κ.Λ.: Το σημαντικότερο όμως είναι ότι ένιωσα από την πρώτη κιόλας επαφή πως αυτή η ιδιόρρυθμη ιστορία έχει την ανάλογη αισθητική και την απαραίτητη φροντίδα που χρειάζεται για να πετύχει. Αυτό οφείλεται στην χημεία που αναπτύχθηκε από την αρχή μεταξύ του σεναριογράφου Αντώνη Ανδρή, και του σκηνοθέτη Γιάννη Παπαδάκου, αλλά και στην εμπιστοσύνη που έδειξε το κανάλι και η παραγωγή στο όραμα τους.
Μ.Μ.: Η πρώτη μου σκέψη γεννήθηκε πριν καν διαβάσω το κείμενο· μου αρκούσε να ακούσω ότι πρόκειται για κωμωδία. Αγαπώ βαθιά αυτό το είδος, οπότε αμέσως ένιωσα χαρά και ανυπομονησία να το κρατήσω στα χέρια μου. Μόλις ξεκίνησα, κατάλαβα πως «κάτι ωραίο συμβαίνει εδώ». Ο Αντώνης Ανδρής μού σύστησε τον Φώντα, μου περιέγραψε πώς τον φαντάζεται και τι ζητά από εμένα. Σιγά-σιγά άρχισα να γλιστράω μέσα στον χαρακτήρα, και από σενάριο σε σενάριο ο ενθουσιασμός μου ολοένα μεγάλωνε. Κάθε φορά που μπαίνω σε έναν νέο ρόλο, με πιάνει το γνώριμο άγχος ότι δεν θα τα καταφέρω· όλα μοιάζουν βουνό στην αρχή. Ο Φώντας δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Από την πρώτη στιγμή, η ανυπομονησία μου είχε έναν καθαρά πρακτικό παλμό: πότε θα αρχίσω επιτέλους να λέω αυτή την ιστορία; Ήθελα να βουτήξω μέσα της και να αρχίσω να παίζω. Το παράξενο είναι πως αυτό το συναίσθημα δεν με εγκατέλειψε ποτέ.
Υπάρχει κάτι κοινό ανάμεσα σε εσάς και στους ήρωες που καλείστε να ερμηνεύσετε;
Θ.Κ.: Θα μπορούσα να πω ότι – μέχρι ένα βαθμό – έχω κάτι κοινό με τη Βιβή και αυτό είναι η οξύθυμη πλευρά της.Όταν νιώσω ότι μια συμπεριφορά με κάνει να νιώθω άβολα, δε διστάζω να γίνω λίγο πιο απότομη.
Κ.Λ.: Υπήρχαν εξ΄αρχής κοινά σημεία με τον Νίκο. Αν και δεν έχω αδέρφια στην ζωή, τείνω και να φροντίζω και να προστατεύω τους κοντινούς μου ανθρώπους με παρόμοια διάθεση. Στις στιγμές που η ένταση χτυπάει κόκκινο, συνηθίζω όπως και αυτός να είμαι ο πιο ψύχραιμος και λογικός. Τουλάχιστον φαινομενικά.
Μ.Μ.: Με τον Φώντα εντοπίζω δύο βασικά χαρακτηριστικά: την αγάπη για τους δικούς του ανθρώπους και την αθωότητα. Οι «δοσολογίες» μπορεί να διαφέρουν, αλλά τα βασικά συστατικά είναι τα ίδια.
Πώς συνεργάζεστε με το σεναριογράφο Αντώνη Ανδρή όταν έχετε αμφιβολία για μια ατάκα ή μια αντίδραση;
Θ.Κ.: Ο Αντώνης είναι πραγματικά εξαιρετικός, και ως άνθρωπος και ως σεναριογράφος. Το κείμενό του είναι ξεκάθαρο και σαφές, με σχόλια που βοηθούν πολύ τους ηθοποιούς, αφού συχνά περιγράφει και τη συναισθηματική κατάσταση του ήρωα σε κάθε στιγμή. Παρ’ όλα αυτά, αν έχω κάποια αμφιβολία ή θέλω να προτείνω κάτι διαφορετικό, είτε στον τόνο είτε σε μια ατάκα, είναι πάντα εκεί για να ακούσει, να συζητήσει και, πολλές φορές, να αγκαλιάσει την πρόταση.
Κ.Λ.: Αν είναι κάτι που δεν μπορώ να απαντήσω μόνος μου μελετώντας, πηγαίνω στο γύρισμα και ρωτάω επί τόπου τον σκηνοθέτη μας, τον Γιάννη Παπαδάκο. Αν τύχει και εκείνος να έχει κάποια αμφιβολία, καλεί αμέσως σε ανοιχτή ακρόαση τον Αντώνη, ο οποίος είναι πάντα εκεί για να μας ξεκαθαρίζει το τοπίο και να συνεχίζουμε.
Μ.Μ.: Με τον Αντώνη είχαμε ήδη δουλέψει μαζί, οπότε υπάρχει μια αμοιβαία εμπιστοσύνη και θαυμασμός. Είμαι τυχερός που έχω κάποιον να με «ταΐζει» έτσι με τα σενάριά του και τις ατάκες του. Η μισή δουλειά είναι ήδη εκεί και με περιμένει. Όταν έχω αμφιβολία, είτε επικοινωνούμε και το βρίσκουμε μαζί, είτε παίρνω την ευθύνη και αλλάζω την ατάκα. Υπάρχουν στιγμές που «τα έχω ακούσει», υπάρχουν στιγμές που εισπράττω ένα πονηρό χαμόγελο στο αποτέλεσμα.
Τα χρήματα στην πλοκή: ευκαιρία ή κατάρα;
Κ.Λ.: Στην προκειμένη περίπτωση, δηλαδή για τα τρία αδέρφια και για όλους τους δικούς τους, είναι κατάρα. Τα χρήματα μπορούν να γίνουν ένα πολύ επικίνδυνο πράγμα ειδικά όταν πέσουν σε χέρια λάθος άνθρώπου, πόσω μάλλον όταν δεν ανήκουν μόνο σε έναν.
Θ.Κ.: Αυτά τα λεφτά δεν θα φέρουν λύσεις, αλλά μόνο προβλήματα. Σταδιακά καταστρέφουν τις ζωές των ηρώων μας. Όσο πιο πολύ προσπαθούν να τα διαχειριστούν, τόσο πιο πολύ μπλέκονται στο κυνηγητό και στα μυστικά.
Μ.Μ.: Πιστεύω πως στη ζωή όλα έχουν μια διττή σημασία. Την ίδια στιγμή που κάτι μοιάζει ιδανικό, μπορεί να μοιάζει και με κατάρα. Ίσως είναι ζήτημα συγκυρίας και οπτικής.
Για τον Φώντα, όλη αυτή η ιστορία είναι η καλύτερη ευκαιρία να έρθει σε επαφή με τα δύο αδέλφια του και, ταυτόχρονα, ο μεγαλύτερος εφιάλτης του. Δεν τον ενδιαφέρουν τα χρήματα. Τον ενδιαφέρουν οι άνθρωποι, οι σχέσεις τους. Του αρκεί ότι ξαναβρέθηκε με τα αδέλφια του.
Τι θα κάνατε αν αυτό που συμβαίνει στη σειρά συνέβαινε στην πραγματική σας ζωή;
Θ.Κ.: Γενικά είμαι άνθρωπος που θέλει να κοιμάται ήσυχος τα βράδια, οπότε δεν νομίζω ότι θα μπορούσα να ζήσω με την ιδέα πως κάποιος μου άφησε 3 εκατομμύρια ευρώ από μια ληστεία. Νομίζω πως απλώς θα τα παρέδιδα στην αστυνομία ή θα τα μοίραζα σε δωρεές, για να μην μπορεί κανείς να μου προσάψει το παραμικρό.
Κ.Λ.: Θα το έλεγα στους πιο έμπιστους, στους πιο κοντινούς μου ανθρώπους και, αφού εξασφάλιζα τα χρήματα, θα κρυβόμουν σε ένα απομακρυσμένο χωριό, κάπου σε ένα βουνό της Κρήτης ή της Πίνδου. Εκεί θα περίμενα να κουραστούν όσοι με κυνηγούν, να τα παρατήσουν και να με αφήσουν επιτέλους ήσυχο να ζήσω τη ζωή μου!
Μ.Μ.: Δεν έχω ιδέα. Θα ακολουθούσα το ένστικτό μου και θα προσπαθούσα να βρω λύση. Δεν ξέρω αν θα τα κατάφερνα, αλλά θα το πάλευα.
Γιατί πιστεύετε ότι λείπει η κωμωδία από την ελληνική τηλεόραση; Ο κόσμος την αποζητά;
Θ.Κ.: Φυσικά και ο κόσμος αποζητά την κωμωδία. Με όλα όσα συμβαίνουν γύρω μας, το κοινό θέλει κάτι που να τον βοηθήσει να ξεχαστεί και να ηρεμήσει και τι πιο ωραίο από το να δεις μια καλή κωμωδία. Πιστεύω ότι τα τελευταία 2-3 χρόνια έχουν γίνει πολύ καλές δουλειές και η κωμωδία αρχίζει σιγά-σιγά να επιστρέφει στην ελληνική τηλεόραση, όπως της αξίζει.
Κ.Λ.: Αυτή την περίοδο δε νομίζω ότι λείπει η κωμωδία από την ελληνική τηλεόραση. Λείπει όμως η καλή κωμωδία με καλογραμμένα σενάρια, προσεγμένα πλάνα, φροντισμένες παραγωγές και ηθοποιούς γεμάτους όρεξη να θέλουν να μοιραστούν την ιστορία με πίστη και ακρίβεια.
Μ.Μ.: Νιώθω πως έχουμε απομακρυνθεί από το απλό και το καθημερινό, αυτό που πραγματικά αγγίζει. Συχνά λέμε καλοφτιαγμένες ιστορίες, αλλά χωρίς παλμό. Ο κόσμος, όμως, έχει ανάγκη να δει κάτι που τον αφορά. Από τα μηνύματα που παίρνω και όσα ακούω γύρω μου, ναι· την αποζητά. Θέλει αλήθεια και ουσία. Και όταν του τη δίνεις, ανταποκρίνεται αμέσως.
Τι θα λέγατε σε έναν θεατή που μόλις ανακάλυψε τη σειρά και δεν ξέρει τίποτα για την πλοκή;
Θ.Κ.: Άμα θα ήθελε να δει μια σειρά που να παραπέμπει σε στιλ Ταραντίνο και Γκάι Ρίτσι και να γελάσει χωρίς να χρειάζεται να κοιτά υπότιτλους, το «Γιατί ρε Πατέρα;» είναι η τέλεια λύση.
Κ.Λ.: Κάτι που λέμε μεταξύ μας, σχεδόν από την αρχή και γελάμε πονηρά: «Δεν είστε έτοιμοι γι’ αυτό».
Μ.Μ.: Θα του έλεγα να μην ψάξει τίποτα. Να μην διαβάσει ούτε περίληψη. Να την παρακολουθήσει χωρίς προσδοκίες. Αυτή η σειρά λειτουργεί καλύτερα όταν την ανακαλύπτει κανείς μόνος του.
Γιατί ρε πατέρα; κάθε Τρίτη, στις 22.30 στον ΑΝΤ1.

