Ηταν απλώς ένα παιδί, που γεννήθηκε στο Κουίνς από Ιταλούς γονείς, γνώριμους οπτικά στο μεσογειακό μάτι. «Απλώς», βέβαια, στη συνοικία της Νέας Υόρκης της δεκαετίας του ’40 σήμαινε, κυρίως, πως οι… φαμίλιες έκαναν κουμάντο και τα πτώματα στους δρόμους ήταν εικόνες καθημερινές. Ο μικρός Μάρτιν, καθότι ασθματικός, συχνά παρακολουθούσε όλα αυτά τα σκηνικά από το παράθυρο του σπιτιού του και έπειτα έβρισκε καταφύγιο στις κλιματιζόμενες κινηματογραφικές αίθουσες, που επέτρεπαν στον ίδιο και στη φαντασία του να συνεχίσουν να αναπνέουν.
Ο μικρός Αμερικανοϊταλός ήθελε να γίνει ιερέας, γιατί στον Καθεδρικό του Αγίου Πατρικίου βρήκε την τάξη που του έλειπε. Επειδή όμως η αγιοσύνη προϋποθέτει και την αμαρτία, και ο ίδιος ελκόταν και από τα δύο, όπως απέδειξε πάρα πολλές φορές αργότερα με τις ταινίες του, το παιδί αυτό δεν χωρούσε στα στενά όρια της Εκκλησίας και μεγάλωσε για να γίνει ο μάλλον καθοριστικότερος Αμερικανός σκηνοθέτης.

Η ιστορία του «κ. Σκορσέζε», όπως τον προσφωνεί το νέο ντοκιμαντέρ πέντε επεισοδίων που σκηνοθέτησε η Ρεμπέκα Μίλερ για το Apple TV+, δεν είναι μια ιστορία άγνωστη – σχετικά βιβλία και ντοκιμαντέρ έχουν προηγηθεί. Είναι όμως μια ιστορία που έμοιαζε απαραίτητο να ξαναειπωθεί σε βάθος, λίγο πριν ο Σκορσέζε κλείσει τα 83 του, όπως επιχειρεί η σκηνοθέτις να κάνει στις σχεδόν πέντε ώρες που της δίνονται. Και το κάνει με τον σωστό τρόπο: με τις ταινίες στο επίκεντρο και την ίδια τη ζωή του Σκορσέζε να τις κυκλώνει σε φυγόκεντρη δύναμη και να τις νοηματοδοτεί. Γιατί αν εκείνο το παιδί στο Κουίνς δεν κοιτούσε κάθε μέρα από το παράθυρο, θα επιδιδόταν ο Σκορσέζε στα χαρακτηριστικά του πλάνα που ξεκινούν από ένα νοητό παράθυρο και καταλήγουν στο ύψος του δρόμου;
Το «φιλμικό πορτρέτο» μιας ζωής

Ως ένα «φιλμικό πορτρέτο», λοιπόν, μας προτρέπουν οι τίτλοι αρχής να δούμε την πενταμερή αυτή ανακεφαλαίωση της ιστορίας του Μάρτιν Σκορσέζε. Οσοι αναπνέουν σινεμά, θα αισθανθούν στα πρώτα ειδικά επεισόδια πως παίρνουν ένα μίνι κινηματογραφικό σεμινάριο δωρεάν. Είτε βλέποντας τα σκίτσα που σχεδίαζε καρέ καρέ μικρός, φτιάχνοντας ταινίες στο χαρτί, είτε με την ανατομία σκηνών όπως αυτή του αγώνα στο «Οργισμένο είδωλο», που ο Σκορσέζε γύρισε υιοθετώντας ιδέες από το «Ψυχώ» του Χίτσκοκ.
Ο ίδιος υπήρξε περισσότερο αμαρτωλός από ό,τι άγιος και έτσι και το ντοκιμαντέρ δεν αγιοποιεί τον Σκορσέζε, παρά τον δείχνει ως αυτό που πραγματικά ήταν: ένας τρομερά ταλαντούχος και επίμονος τύπος, που όπως λέει σε κάποιο σημείο και η τρίτη σύζυγός του, Ιζαμπέλα Ροσελίνι, σκεφτόταν συνεχώς τα μεγάλα ερωτήματα της ζωής, όσο εκείνη μπορεί απλώς να σκεφτόταν τι θα φάνε το βράδυ. Αλλά και ένας τύπος που στις αρχές της δεκαετίας του ’80 συνάντησε την κοκαΐνη, η οποία κόντεψε να τον αφανίσει – δημιουργικά και κυριολεκτικά. Ενας τύπος που δεν μπορούσε πάντα να κοντρολάρει τον θυμό του, στη ζωή και στο σετ – και έτσι έφτανε να πετάει το γραφείο του Χάρβεϊ Γουάινστιν από το παράθυρο στο σετ από τις «Συμμορίες της Νέας Υόρκης» (για να ενημερωθεί λίγο αργότερα πως πέταξε λάθος γραφείο). Ο Τζέικ Λα Μότα, τα «Κακά παιδιά», ο Τζόρνταν Μπέλφορντ δεν ήταν ήρωες που ο σκηνοθέτης είδε με εξωτισμό, αλλά ως κάποιοι που του έμοιαζαν.


Κάτι ακόμα που μας υπενθυμίζει το ντοκιμαντέρ εμφατικά είναι πως ο Σκορσέζε δεν αντιμετωπιζόταν πάντα ως ο θρύλος που είναι σήμερα, μα και κινηματογραφικά η πορεία του διαγραφόταν σε τροχιά ρόλερ κόστερ. Ξεκίνησε κάνοντας πασέ μελοδράματα («Who’s that knocking at my door», 1967) και ανάξιες λόγου ταινίες στο πλευρό του Ρότζερ Κόρμαν («Boxcar Bertha», 1972), και απογοητεύτηκε κάμποσες φορές από το box office και την κριτική («Νέα Υόρκη, Νέα Υόρκη») – κάποιες από αυτές κινδυνεύοντας το Χόλιγουντ να του γυρίσει την πλάτη ολοκληρωτικά (όπως μετά το κακό σερί των «Kundun» και «Bringing out the dead»).
Με τον «Τελευταίο πειρασμό» (1988) έβγαλε εξαγριωμένες και προσβεβλημένες καλόγριες στους δρόμους, ενώ το «Βασιλιάς για μια νύχτα» (1982), μια ταινία που πραγματεύεται την εμμονή, δεν είχε και το καλύτερο timing: βγήκε στον απόηχο της απόπειρας δολοφονίας του Ρίγκαν από τον Τζον Χίνκλεϊ, ενός εικοσιπεντάχρονου που είχε εμμονή με την Τζόντι Φόστερ και τον «Ταξιτζή» και έστελνε απειλητικά γράμματα στον Σκορσέζε.
«Υπάρχουν και άλλοι σπουδαίοι σκηνοθέτες, αλλά ο Μάρτι θα το έκανε και τσάμπα»

Η Ρεμπέκα Μίλερ (σύζυγος του Ντάνιελ Ντέι Λιούις, που εμφανίζεται εδώ, και κόρη του Αρθουρ Μίλερ) καταφέρνει τελικά να δομήσει ένα ουσιαστικό, καλλιτεχνικό προφίλ του Σκορσέζε, έχοντας απόλυτα σωστή αίσθηση του υλικού της. Το προφίλ ενός ανθρώπου που εδώ και πάνω από μισό αιώνα κάνει ταινίες απλώς για να καταλάβει καλύτερα τον εαυτό του, τα επίγεια αλλά και τα ερωτήματα που πάνε πέρα από αυτά. Στρέφοντας την κάμερα σε όλες αυτές τις εκδοχές του «ανθρώπου του υπογείου».
Η αφήγηση, αν και παραμένει σε κάθε της στιγμή βαθιά προσωπική, δεν ξεφεύγει παρά ελάχιστα προς εύκολες συγκινήσεις, κυρίως στο κομμάτι που αφορά την ασθένεια της νυν συζύγου του Σκορσέζε, Χέλεν Μόρις. Και δείχνει επιπλέον μια μεγαλύτερη αδυναμία στο πρώτο μισό της καριέρας του Σκορσέζε, διατρέχοντας με μικρότερη εμβάθυνση τα ύστερα έργα του.


Δεν θα μπορούσε όλο αυτό να γίνει χωρίς τη σωστή παρέα. Το «Mr. Scorsese» δεν κάνει εκπτώσεις στους καλεσμένους του: από την οθόνη παρελαύνουν από τους εκλεκτούς του σκηνοθέτη Ρόμπερτ Ντε Νίρο και Λεονάρντο Ντι Κάπριο μέχρι άλλα ιερά τέρατα της μεγάλης οθόνης (Στίβεν Σπίλμπεργκ, Μπράιαν Ντε Πάλμα, Πολ Σρέιντερ), συνεργάτες, παλιόφιλοι από το Κουίνς, η οικογένειά του.
«Υπάρχουν και άλλοι σπουδαίοι σκηνοθέτες, αλλά ο Μάρτι θα το έκανε και τσάμπα», λέει σε ένα σημείο ο Ντι Κάπριο. Και δεν μπορεί κανείς να μη σκεφτεί, όταν οι τίτλοι πέφτουν υπό το άκουσμα του «Gimme Shelter» (αν όχι Rolling Stones, ποιοι;), πόσο δύσκολος θα είναι ο τελικός αποχαιρετισμός όλης αυτής της γενιάς του ’70, που όρισε το αμερικανικό σινεμά όπως το ξέρουμε και το αγαπήσαμε.
Το «Mr. Scorsese» της Ρεμπέκα Μίλερ είναι διαθέσιμο στο Apple TV+.
