Ο θάνατος του Γιώργου Σταυρόπουλου, που σταδιοδρόμησε ως «Mr εθνικά μπούτια» στη μεταμεσονύκτια ζώνη της πρώιμης ιδιωτικής TV, προκάλεσε κύμα νοσταλγίας. Τι συγκινεί από εκείνα τα σόου φθηνού εντυπωσιασμού;
Νοσταλγία για τη μη πολιτική ορθότητα
Του Βασίλη Βαμβακά
Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, ενώ βρισκόταν σε πλήρη ανάπτυξη το άναρχο ξεπέρασμα του κρατικού μονοπωλίου στις ραδιοτηλεοπτικές συχνότητες (ονομάστηκε καθεστώς απορρύθμισης), εμφανίστηκε η ελληνική Weird TV. Εκπομπές όπως το «Αυτόφωρο», το «Ερωτοδικείο», τα «Παιδιά της νύχτας», το «Καφενείο των φιλάθλων» κ.ά. αποτέλεσαν για πολλούς παραδείγματα της αναφυόμενης και στην Ελλάδα Trash TV, δηλαδή το είδος εκείνο που με ξεκάθαρα εμπορικούς όρους προβάλλει καταστάσεις και πρωταγωνιστές «χαμηλής ποιότητας» προς άγραν θεαματικότητας.
Για άλλους, ιδίως τους νεότερους εκείνης της εποχής, οι ίδιες εκπομπές δημιούργησαν τις πρώτες τηλεοπτικές καλτ αναμνήσεις τους, δηλαδή συνθήκες μιας απενοχοποιημένης διασκέδασης είτε με πρόσωπα-σύμβολα, που στο παρελθόν δεν θα μπορούσαν να διανοηθούν να δουν το φως της τηλεοπτικής δημοσιότητας, είτε με θέματα που λίγο-πολύ ήταν απαγορευμένα στις σοβαροφανείς συζητήσεις των τηλεοπτικών πάνελ και παραθύρων.
Τρεις δεκαετίες, περίπου, μετά, αυτό το σύντομο αλλά σημαντικό παράδειγμα της ελληνικής τηλεόρασης μπορούμε να το καταλάβουμε καλύτερα βλέποντας και το κλίμα πένθιμης νοσταλγίας που επικράτησε στα social media με τον θάνατο του Γιώργου Σταυρόπουλου, του περιβόητου «Μίστερ Μπούτια». Βίκυ Μιχαλονάκου, Πέτρος Λεωτσάκος, Πέπη Τσεσμελή, Ελένη Λουκά, Εύα Κουμαριανού, Ανδρέας Ευαγγελόπουλος (εθνικός σταρ), Διονύσης ο έφηβος, πατήρ Νάκος και τόσες άλλες «τρελές» και «παράξενες» φυσιογνωμίες παρήλασαν από «μικρά» κανάλια της εποχής (New Channel και Κανάλι 5) και έγιναν πρωταγωνιστές της μεταμεσονύχτιας τηλεθέασης ενός νέου κοινού. Ενός κοινού που σταδιακά, αλλά συστηματικά, αποκτούσε μια σχέση κυνική με την ίδια την ιδέα του τηλεοπτικού θεάματος.
Καλτ αναμνήσεις – Για τους νεότερους εκείνης της εποχής, οι ίδιες εκπομπές δημιούργησαν τις πρώτες τηλεοπτικές καλτ αναμνήσεις τους, δηλαδή συνθήκες μιας απενοχοποιημένης διασκέδασης.
Είναι η εποχή που ο πλουραλισμός έχει μπει για τα καλά στον κόσμο των ελληνικών μίντια και η ανάγκη ανάδειξης καθημερινών, απλών ανθρώπων έχει στρέψει το ενδιαφέρον των ιδιωτικών καναλιών στο είδος της reality τηλεόρασης. Οι εκπομπές του Ανδρέα Μικρούτσικου «Επιτέλους μαζί» (ΑΝΤ1) έχουν ήδη κάνει την εμφάνισή τους από το 1992, δίνοντας εξομολογητικό βάθρο σε ανθρώπους με κοινωνικά και ψυχολογικά προβλήματα. Σε αντίθεση όμως με αυτές τις εκπομπές, που προσκαλούν τον κάθε «πονεμένο» να καταθέσει την ιστορία του και την ειλικρίνειά του στον τηλεοπτικό φακό και να νουθετηθεί, οι «παράξενες» εκπομπές κάνουν κάτι εντελώς διαφορετικό.
Αντίθετα από τη δραματοποίηση που υπάρχει συνήθως στη reality ανάδειξη της λαϊκής αυθεντικότητας και στην έμμεση αλλά σαφή εξιδανίκευσή της, εκπομπές όπως το «Ερωτοδικείο» και το «Αυτόφωρο» διακωμωδούσαν κάθε έννοια απλότητας και κανονικότητας των καθημερινών ανθρώπων. Οι πρωταγωνιστές τους, πραγματικά ή εικονικά, φέροντας σαφή στοιχεία ψυχοκοινωνικής διαταραχής, δύσκολα μπορούσαν να αποτελέσουν πρόσωπα ταύτισης, πόσο μάλλον αναζήτησης μιας λαϊκής, περιθωριακής ή άλλης αυθεντικότητας.
Επίσης δεν υπήρχε κανένας χαρακτήρας σε αυτές τις εκπομπές που να εκπροσωπεί τη νηφάλια (ειδικευμένη ή μη) φωνή που θα έρθει να συμβουλέψει τους άλλους και το τηλεοπτικό κοινό για την πρέπουσα αντιμετώπιση της όποιας κατάστασης. Με θέματα που κυρίως είχαν να κάνουν με σεξουαλικές συμπεριφορές, ανοιχτά ή κεκαλυμμένα παρεκκλίνουσες για την εποχή, οι εκπομπές υποτίθεται ότι δίκαζαν αλλά σπάνια καταδίκαζαν οποιαδήποτε επιλογή. Αλλωστε, αυτοί που έπαιζαν τον ρόλο του δικαστή ή εισαγγελέα, υπέσκαπταν τον εαυτό τους με γελοίες δόσεις υπερβολής, ενώ η σύνθεση των πάνελ αποσκοπούσε ακριβώς στο να αναδείξει τα άκρα του «συντηρητισμού» και του «φιλελευθερισμού», και ταυτόχρονα να τα διακωμωδήσει.
Αμφιβολία για όλα – Οι «παράξενοι» πρωταγωνιστές της μεταμεσονύχτιας ζώνης έθεταν –άθελά τους πιθανότατα– σε αμφιβολία οποιαδήποτε ηθική κρίση,
οποιαδήποτε βεβαιότητα οποιασδήποτε ορθότητας.
Με τα μάτια της σημερινής «πολιτικής ορθότητας», είναι αδιανόητο το γεγονός ότι αυτές οι εκπομπές υπήρξαν και είχαν σημαντικότατη τηλεθέαση. Το ότι με προφανή τρόπο όλοι αυτοί οι χαρακτήρες είχαν χρησιμοποιηθεί τηλεοπτικά για να γίνουν αντικείμενο κοροϊδίας ζητήματα σεξουαλικής ετερότητας ή ψυχικής διαταραχής, σήμερα θα προκαλούσε λογοκριτικό σοκ. Εκείνη την εποχή, όμως, οι «παράξενοι» πρωταγωνιστές της μεταμεσονύχτιας ζώνης, μέσα από τις πηγαίες και όχι σκηνοθετημένες καρικατούρες τους, έθεταν –άθελά τους πιθανότατα– σε αμφιβολία οποιαδήποτε ηθική κρίση, οποιαδήποτε βεβαιότητα οποιασδήποτε ορθότητας.
Τα χρόνια που ακολούθησαν, οι πρωταγωνιστές της μεταμεσονύχτιας ζώνης της δεκαετίας του 1990 ξαναμπήκαν στο περιθώριο. Η διαδικτυακή δημόσια σφαίρα δίνει πλέον σε όλους βήμα, αλλά η πολύπλευρη κουλτούρα της ακύρωσης είναι έτοιμη να παρέμβει και να φιμώσει οποιοδήποτε ατόπημα. Η «ακρότητα» και το «παράξενο» έγιναν μέρος της mainstream «ενημερoδιασκέδασης», ενώ σε αρκετές περιπτώσεις βρήκαν εκπροσώπηση και στην ελληνική Βουλή υπό τη σημαία του ριζοσπαστισμού.
Τα χρόνια της κρίσης το «weird» έγινε κινηματογραφικό ρεύμα με ελληνικές υπογραφές, εξιδανικεύοντας τη σεξουαλική διαφορά και το κοινωνικό περιθώριο. Η εποχή της αποδόμησης της πολιτικής ορθότητας, που έφτασε στην κορύφωσή της με τις εκπομπές της πρώιμης Τrash ΤV, έχει παρέλθει οριστικά. Σήμερα ακόμη και το γέλιο πρέπει να είναι σοβαρό, δηλαδή ιδεολογικά στρατευμένο.
Ο κ. Βασίλης Βαμβακάς είναι αναπληρωτής καθηγητής Κοινωνιολογίας της Επικοινωνίας στο Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ.

Μικροί αντιστάρ, μεγάλα αποτυπώματα
Της Ορσαλίας Ελένης Κασσαβέτη
Η ανακοίνωση του θανάτου του Γιώργου Σταυρόπουλου, της γνωστής τηλεοπτικής περσόνας του «Μίστερ Εθνικά Μπούτια», πρώην μοντέλου του Γιάννη Τσαρούχη και drag showman, που παρήλασε με τις εξεζητημένες εμφανίσεις του σε μικρά ιδιωτικά κανάλια, ενεργοποίησε σχεδόν συνειρμικά στο μυαλό μας τις μνήμες από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, λίγο μετά την απορρύθμιση του πολύπαθου τηλεοπτικού μονοπωλίου. Κυριολεκτικά εν μια νυκτί, ένα ασύδοτο ραδιοτηλεοπτικό πανηγύρι ξεκίνησε να γιορτάζει την οπτικοακουστική ελευθερία του με απίθανους και μη λογοκριμένους τρόπους.
Πέρα από την προβολή τηλεοπτικής και κινηματογραφικής μυθοπλασίας, τα μικρά τηλεοπτικά κανάλια επέλεξαν για λόγους προγραμματισμού, αλλά και εντυπωσιασμού που συχνά κατέληγε σε κιτρινισμό (sensationalism), να καταφύγουν σε πρόχειρες, ευτελείς και οριακές λύσεις. Κάποιες από αυτές συνίσταντο σε εκπομπές, όπως «Καρακορτάδα» (1997), «Ερωτοδικείο» (1998) και, αργότερα, «Made in Greece» (2006), με καλεσμένους μεθοριακές προσωπικότητες που αναδείκνυαν τα ποικίλα ταλέντα τους. Προφανώς, οι εμπνευστές των εν λόγω τηλεοπτικών εκπομπών δεν ανακάλυψαν τον τροχό· το πρότυπο προϋπήρχε σε διαφορετικές μορφές της δημοφιλούς κουλτούρας, αλλά οπωσδήποτε ανδρώθηκε στις ΗΠΑ από τα talk-shows των Τζεράλντο Ριβέρα και Τζέρι Σπρίνγκερ, τους τηλε-πάστορες, το telemarketing κ.ά.
Σαφώς και τα μεγαλύτερα ελληνικά ιδιωτικά κανάλια ακολούθησαν τη «συνταγή», κυρίως σε καθημερινές εκπομπές σχέσεων, όπως «Επιτέλους μαζί» (1992) με τον Ανδρέα Μικρούτσικο και «Μια νέα αρχή» (1997) με τη Σία Λιαροπούλου, και τύποις τηλεπαιχνίδια, όπως «Χρυσό κουφέτο» ή «Λογοδοσμένοι». Ωστόσο, το αληθινά «ψυχαγωγικό» σκέλος της ελεύθερης ιδιωτικής τηλεόρασης ανέλαβαν οι μικροί «παίκτες» (Κανάλι 29, ΙΤΑ 8, New Channel, High TV), πολλές φορές με φαιδρά αποτελέσματα: η ουσιαστική έλλειψη προϋπολογισμού και οι ευφάνταστες λύσεις παραγωγών και σκηνοθετών οδήγησαν σε μια κιτς παλινωδία, όπου παρήλαυνε μια σειρά από πολύχρωμες και συχνά υπερβολικές φυσιογνωμίες. Με την ετοιμολογία, τη σωματικότητα, το ταλέντο και τις ποικίλες ιδιοτροπίες τους, κατάφερναν να ξεπεράσουν κάθε οικονομικό περιορισμό και να αναδυθούν ως εναλλακτικοί μικροί αυτόφωτοι αστέρες σε ένα αχαρτογράφητο σκηνικό.
Με την ετοιμολογία, τη σωματικότητα και τις ιδιοτροπίες τους, κατάφεραν να αναδυθούν ως εναλλακτικοί μικροί αυτόφωτοι αστέρες σε ένα αχαρτογράφητο σκηνικό.
Ακριβώς τότε γεννιέται η ελληνική Τrash TV (τηλεόραση-σκουπίδι), η οποία προπονούνταν για δεκαετίες χάρη στους τόνους τού (για ορισμένους) κιτς της εγχώριας ποπ κουλτούρας. Και, παρόλο που οι εκπομπές ήταν φτωχές από άποψη μέσων, η θρασύτητα και η χαρακτηριστική παρουσία των trash αστέρων τους δεν περνούσαν απαρατήρητες. Μάλιστα, κάποιοι από αυτούς, όπως ο «Μίστερ Εθνικά Μπούτια» ή ο αυτοαποκαλούμενος «Εθνικός Σταρ», κατάφεραν να κεφαλαιοποιήσουν την παρουσία τους σε trash εκπομπές και να μετασχηματίσουν το συμβολικό κεφάλαιό τους σε οικονομικό. Και πέρα από αυτό, να αυτοανακηρυχθούν σε αντιήρωες, που, ενώ έμαθαν να παίζουν με τον κόσμο του θεάματος, συγχρόνως μπορούσαν να παραμένουν πάντα προσιτοί στα ακροατήριά τους – τα τελευταία τούς λάτρευαν για αυτή την ντομπροσύνη και την εκζήτηση.
Καθώς οι καιροί αλλάζουν, ίσως η δεκαετία του 2000 να σηματοδοτεί, εάν όχι τον θάνατο, την επαγγελματικοποίηση αντίστοιχων οριακών περιπτώσεων με σκοπό το καθαρό κέρδος – μια τάση που είχε αχνά διαγνωσθεί στο «Χρυσό κουφέτο», για να γιγαντωθεί στο «Je t’ aime» (2006). Εκεί μια μίνι βιοτεχνία αντιηρώων είχε στηθεί με εβδομαδιαία συμμετοχή, ηχογράφηση cd και κραυγαλέες εμφανίσεις.
Πλέον, στην τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα, με το Διαδίκτυο να υποσκελίζει τα παραδοσιακά ΜΜΕ, η παλιά Τrash TV επιβιώνει μόνο σε ορισμένα περιφερειακά κανάλια ή σε επιλεγμένα προγράμματα γνωστών ιδιωτικών καναλιών (π.χ. οι σειρές scripted reality), ενώ η δυσμορφική, τρελούτσικη ή υπερφίαλη αντι-περσόνα έχει αντικατασταθεί από στρατιές καλλωπισμένων και όμορφων εφήμερων νέων που σκηνοθετούν και εκείνοι τους εαυτούς τους, αδιαφορώντας κυνικά για την καρναβαλική –σχεδόν μπαχτινική– υπέρβαση.
Χωρίς όμως να το ξέρουν, τροφοδοτούν συχνά με πλούσιο υλικό κανάλια μετα-σχολιασμού στο Διαδίκτυο, μα η προσπάθειά τους να γίνουν celebrity δεν αφήνει κανένα κατάλοιπο. Αντιθέτως, η υποδοχή του θανάτου του «Μίστερ Εθνικά Μπούτια» από εκατοντάδες κόσμου υπήρξε συγκινητική: με υπερβολή και θράσος, τα μικρά κανάλια της δεκαετίας του 1990 τον λάτρεψαν. Και εμείς ακόμη γελάμε και συγκινούμαστε, ανακαλώντας τη φρενήρη, υπερβολική και απροσδόκητη μαγεία της παλαιότερης Τrash TV.
Η κ. Ορσαλία-Ελένη Κασσαβέτη είναι καθηγήτρια – σύμβουλος ΕΑΠ/συντονίστρια τεκμηρίωσης, Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.

