Φέτος υποδύεται ίσως έναν από τους πιο απαιτητικούς ρόλους της καριέρας του και το κάνει με μεγάλη επιτυχία. Ο Δημήτρης Γκοτσόπουλος, με σημαντική πορεία στο θέατρο και στην τηλεόραση, είναι ο πατήρ Νικόλαος στον «Άγιο Έρωτα». Μια σειρά του Alpha που έχει κερδίσει το κοινό, καθώς οι εξελίξεις στην επαρχιακή μικρή πόλη της Στέρνας κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον. «Ο Άγιος Έρωτας δεν είναι ο έρωτας απέναντι σε έναν άνθρωπο, αλλά απέναντι στη ζωή σου», λέει ο πρωταγωνιστής σε μια συνέντευξη στην οποία, εκτός από τη σειρά, αποκαλύπτει και πτυχές της καθημερινότητάς του.
Ποια ήταν η πρώτη σας αντίδραση όταν σας ανακοίνωσαν τον ρόλο
του ιερέα στον Άγιο Έρωτα;
Δεν ήμουν πολύ θετικός, γιατί δεν καταλάβαινα τι μπορώ να δώσω σε ένα έργο που μιλάει για τον έρωτα ενός ιερέα με μια κοπέλα. Το θεώρησα κάτι σαν παραπομπή στη σειρά «Τα πουλιά πεθαίνουν τραγουδώντας» ή στο «Άγγιγμα ψυχής». Στο κάστινγκ μου είπαν μόνο την κύρια ιστορία: ότι του βίασαν την αδερφή, την οδήγησαν στην αυτοκτονία και πήγε στο χωριό να εκδικηθεί. Οπότε σκέφτηκα: «Πάω να υποδυθώ έναν άνθρωπο που είναι λουσμένος με ένα αρνητικό πρόσημο και αυτό προσπαθεί να το κρύψει με ό,τι αντιστάσεις και αντίθετες δυνάμεις έχει, το οποίο είναι και ο δρόμος προς την ιεροσύνη».
Κατάλαβα, λοιπόν, ότι ο «Άγιος Έρωτας» δεν είναι ο έρωτας απέναντι σε έναν άνθρωπο. Είναι ένας έρωτας απέναντι στη ζωή σου. Δηλαδή ότι η ζωή καθορίζεται από τις επιλογές μας, από το ποιο μονοπάτι θα διαλέξεις, αν θες να δεις τον κόσμο μισογεμάτο ή μισοάδειο. Και γι’ αυτό το πράγμα να παλέψεις.
Υπάρχει κάποια πτυχή στον χαρακτήρα του πατρός Νικολάου με την οποία ταυτίζεστε και, αν ναι, ποια είναι αυτή;
Υπάρχουν κάποιες πτυχές. Μπορεί, αν τον υποδυόταν άλλος ηθοποιός, να τον έκανε πολύ διαφορετικά. Ήθελα να δω τον ρόλο του Νικολάου σαν έναν άνθρωπο ο οποίος σε μια ζούγκλα του τότε προσπαθεί να είναι άνθρωπος. Προσπαθεί να σταθεί στα πόδια του, παλεύει με τα ένστικτά του. Δεν θέλει να εκδικηθεί, θέλει να αποδοθεί δικαιοσύνη.

Ποιες είναι οι προκλήσεις που αντιμετωπίζετε στην ερμηνεία του ρόλου σας;
Για μένα, η πρόκληση είναι ο πιο βασικός συμπαίκτης: ο αόρατος πρωταγωνιστής, ο Κύριος. Για πρώτη φορά, ίσως και η τελευταία καλούμαι να μιλάω, να απολογούμαι ή να ψάχνω έναν δρόμο σε σχέση με μια αόρατη δύναμη. Αυτό πρέπει να γίνει με ακρίβεια, σκληρή δουλειά και προετοιμασία. Στον «Άγιο Έρωτα» η μεγαλύτερη πρόκληση είναι ότι δεν υποδύομαι ένα άγιο πρόσωπο που μιλάει στα εικονίσματα και πείθει. Υποδύομαι έναν ήρωα ο οποίος φέρει μεν το αξίωμα του ιερέα, αλλά από την άλλη είναι τρωτός, φιλάει μια κοπέλα, εκνευρίζεται. Και ταυτόχρονα πρέπει να πειστεί ο θεατής ότι αυτόν τον άνθρωπο τον ενδιαφέρει να μη «σπάσει» η σχέση του με τον Θεό.
Ιδανικά, ποια εξέλιξη θα θέλατε να έχει ο πατήρ Νικόλαος; Πού θα τον οδηγούσατε αν γράφατε εσείς το σενάριο;
Θα ήθελα να έχει πιο δραστικό ρόλο όσον αφορά το κοινωνικό μάθημα που κάνει. Θα μου άρεσε ο Έλληνας θεατής να αρχίσει να βλέπει λίγο πιο σφαιρικά και όχι τόσο συγκεκριμένα τα πράγματα που αφορούν την αγάπη στον άνθρωπο. Θα με ενδιέφερε να υπήρχε η διαδρομή που περνάει ένας άνθρωπος μέσα από την κάθαρση και την μετάνοια.
Είναι αμαρτία ο έρωτας του ιερωμένου, κατά τη γνώμη σας;
Για τον πατέρα Νικόλαο, ασφαλώς είναι αμαρτία. Κι αυτό επειδή ήξερε εξαρχής ότι από τη στιγμή που θα χειροτονηθεί, δεν μπορεί να απολαύσει τη σαρκική ηδονή. Ο ήρωάς μου έχει τρομερές ενοχές γι’ αυτό που έχει κάνει. Νιώθει και ένα είδος αχαριστίας απέναντι στη σχέση με τον Θεό, που τον έχει βοηθήσει να σταθεί στα πόδια του. Ως Δημήτρης, δεν θεωρώ ότι είναι αμαρτία ο έρωτας οποιουδήποτε ανθρώπου, είτε είναι ιερέας είτε ιερομόναχος, βουλευτής κ.λπ. Ίσα ίσα, η μεγαλύτερη απόδειξη ότι αγαπάς τον Θεό είναι να μπορείς να προσφέρεις τη σάρκα σου σε κάποιον άνθρωπο και να συναινέσετε στο να γίνετε ένα. Είναι δύο διαφορετικά πράγματα.

«Άγιος Έρωτας», «Ο παράδεισος των κυριών», «Άγριες Μέλισσες». Τι είναι εκείνο που σας γοητεύει στις σειρές εποχής; Ταιριάζουν στην ιδιοσυγκρασία σας;
Εγώ τους ταιριάζω σίγουρα, θα έλεγα. Είμαι ένας άνθρωπος που μεγάλωσε με το ένα πόδι στην πόλη και με το άλλο στο χωριό. Όταν μιλάμε για χωριό στην Ελλάδα του 1990, έχω εικόνες που σιδερώναμε με κάρβουνο, άρμεγα τις κατσίκες, τυροκομούσα, ξέρω πώς είναι να κόβεις τριφύλλι, πώς μυρίζει το ποτάμι το βράδυ, τι σημαίνει να περπατάς και να ακούς τα τριζόνια. Ξέρω τι σημαίνει να έχεις ένα καλό πουκάμισο, ένα καλό κυριακάτικο ρούχο. Ήξερα την εποχή στις «Άγριες Μέλισσες», στον «Παράδεισο των κυριών», αλλά και εκείνη που ζούσε ο ιερέας στον «Άγιο Έρωτα».
Από τον πρωταθλητισμό, στην τέχνη. Πώς έγινε η μετάβαση; Τι ήταν αυτό
που σας κέρδισε και αφοσιωθήκατε στην υποκριτική;
Κάποιες φορές «βουτάω» με τα μούτρα στα πράγματα. Τον πρωταθλητισμό τον σταμάτησα, γιατί εκείνα τα χρόνια, το 2006, έπρεπε να έχω οικονομική στήριξη από την οικογένειά μου. Δεν υπήρχε η δυνατότητα να κάνω πρωταθλητισμό, να μη δουλεύω, να είμαι στην Αθήνα, να έχω μια οικογένεια που να μπορεί να πληρώνει το σπίτι μου και να κάνω τις προπονήσεις. Αυτό δεν υπήρχε. Έπρεπε να επιλέξω να ασχοληθώ με κάτι άλλο. Όταν αυτό το άλλο σχετίζεται με την τέχνη, το μόνο που κράτησα από τον πρωταθλητισμό για να το φέρω στην τέχνη, είναι η πειθαρχία. Έκανα στίβο, όπου εκεί παλεύεις με τα προσωπικά σου ρεκόρ. Αυτό κάπως σχετίζεται και με τη δουλειά μου. Κάθε φορά που κάτι δεν πάει καλά, λέω «εγώ τι δεν κάνω σωστά;». Αυτό έχει την αξία του.
Τηλεόραση ή θέατρο; Πού αισθάνεστε περισσότερο ο εαυτός σας;
Στο τραγούδι (γέλια). Έχω παίξει στην Επίδαυρο και σε όλες τις μεγάλες σκηνές, αλλά όταν στάθηκα στο Ηρώδειο και τραγούδησα ένα τραγούδι και ο κόσμος ανέπνεε ή τραγουδούσε μαζί μου, είχα την ευθύνη να το συντονίσω και δεν εξαρτιόμουν από τα φώτα. Από το αν θα μου δώσει σωστή πάσα ο συμπαίκτης μου, αλλά και από τα δυόμισι λεπτά που μπορεί να διαρκέσει μια μουσική. Ο τρόπος που μπορείς να ερμηνεύσεις ένα τραγούδι είναι κάτι μαγικό.
Μια θεατρική παράσταση δεν συγκρίνεται με ένα γύρισμα. Το γύρισμα είναι κάτι άψυχο, με την έννοια ότι ο θεατής είναι το συνεργείο και εσύ βλέπεις ένα αποτέλεσμα στην τηλεόραση. Η θεατρική σκηνή, από τη στιγμή που θα ξεκινήσει η παράσταση, δεν μπορεί να σταματήσει. Οπότε αυτό είναι κάτι πολύ πιο έντονο, γιατί σου δημιουργεί την αίσθηση ότι είσαι στο εδώ και τώρα. Η τηλεόραση σου δίνει και την αναγνωρισιμότητα, αλλά και ο κόσμος βλέπει τη δουλειά σου, που θα την έβλεπε αλλιώς στο θέατρο σε δέκα χρόνια. Την αγαπάω την τηλεόραση γι’ αυτά που μου δίνει, χωρίς να σημαίνει ότι δεν δίνω κι εγώ, αλλά αγαπάω και το θέατρο. Δεν μπορώ να τα συγκρίνω. Το ένα τροφοδοτεί το άλλο.
Το θεατρικό έργο «Το δάσος», στο οποίο θα πρωταγωνιστήσετε, πραγματεύεται επίκαιρα θέματα. Τι θα αποκομίσει ο θεατής, λοιπόν, για τις σχέσεις και την ανθρώπινη μοναξιά;
Προσωπικά, θα ήθελα ο θεατής φεύγοντας από αυτή την παράσταση να βγει πιο θαραλλέος απέναντι στη ζωή, σε μια συνάντηση του εαυτού του με τον κόσμο. Με ό,τι και αν σημαίνει αυτό. Θα ήθελα να έχει λιγότερο φόβο στη ζωή του.
Ο «Άγιος Έρωτας» προβάλλεται Δευτέρα έως Παρασκευή στις 21.00, στον Αlpha. Η θεατρική παράσταση «Το δάσος», παρουσιάζεται στο θέατρο Ελένη Ερήμου από 19/03 έως 13/04.

