Ιωάννα Ασημακοπούλου: «Είμαστε η Τζο»

Η νεαρή ηθοποιός πρωταγωνιστεί στη δημοφιλή και νούμερο ένα σειρά του Top 10 του ελληνικού Netflix, Είμαι η Τζο. Οκτώ επεισόδια που τολμούν να περιγράψουν ωμά την αλήθεια για την επιθετική στάση της κοινωνίας απέναντι στη γυναίκα του σήμερα

ιωάννα-ασημακοπούλου-είμαστε-η-τζο-563488336

Απο μικρή, η Ιωάννα Ασημακοπούλου παρατηρούσε τις ζωές των γυναικών γύρω της. Τη συμπεριφορά απέναντί τους και όλα όσα τους έλεγαν όταν απευθύνονταν σε αυτές. Φράσεις όπως: «Μεγάλωσε, χάθηκε το τρένο», «Με τη δουλειά θα κοιμάσαι τα βράδια;», «Πάρε μια γάτα να έχεις παρέα», «Τι κατάλαβες που δεν έκανες παιδιά;»… Ως παιδί όλα αυτά της φάνταζαν ακατανόητα.

Όπως λέει και η ίδια: «Περνώντας από την εφηβεία στην ενήλικη ζωή, ένιωθα ότι έπρεπε συνέχεια και εγώ να υπηρετώ διάφορους ρόλους όπως όριζε η πατριαρχική μας κοινωνία. Να υπηρετώ απλώς ρόλους χωρίς να μετράει τι πραγματικά ήθελα να ήμουν, τι ένιωθα. Κάπως έτσι μου ήρθε η ιδέα να κάνω αυτή τη σειρά». 

Μεταξύ των σεναριογράφων της σειράς, Παναγιώτη Χριστόπουλου, Αρτέμιδος Γρύμπλα, και του σκηνοθέτη Κωνσταντίνου Πιλάβιου υπήρχε καθόλου αυτολογοκρίσια για τους διαλόγους και το σκηνοθετικό κομμάτι της Τζο;

Όχι. Πρώτα ως άνθρωποι και έπειτα ως καλλιτέχνες, ξέραμε ακριβώς τι θέλαμε να πούμε και το συζητήσαμε σε βάθος. Είχαμε απόλυτη ελευθερία, δεν γράψαμε την Τζο για την τηλεόραση, αλλά για τον ANT1+, όπου μπορούσαμε να το πάμε όσο πιο edgy θέλαμε. Και το κάναμε.

Οι πλατφόρμες σε σχέση με την ελεύθερη τηλεόραση δίνουν χώρο σε δημιουργούς που τολμούν, και αυτό βοηθά το αποτέλεσμα να είναι πιο κοντά στο όραμα του δημιουργού.

Στάθηκα στις σκηνές της Τζο, όπου αποτυπωνόταν αυτό το παγωμένο χαμόγελο, η εσωτερική «βράση», όπου κάτι την ενοχλεί, αλλά δεν λέει τίποτα. Σαν να αποδέχεται τις άβολες καταστάσεις και τις προσβολές όπως είναι. Αναρωτιέμαι αν έχετε βρεθεί και εσείς σ’ αυτή τη θέση.

Πολλές φορές, από τότε που ήμουν παιδί, τότε που δεν ήξερα καν τι σημαίνει να βάζεις όρια. Στο σχολείο, στις παρέες, όταν κάτι με ενοχλούσε, απλώς το άφηνα να περάσει. Δεν ήξερα πώς να αντιδράσω. Αυτό το κουβάλησα και στην Τζο, το έβαλα στον τρόπο που στέκεται, που σιωπά. Το βλέπω γύρω μου συνεχώς, σε ανθρώπους πιο εσωστρεφείς, που δεν έχουν τη δύναμη ν’ απαντήσουν. Αλλά μεγαλώνοντας, κάτι αλλάζει. Πλέον ξέρω να μιλήσω. Και μπορεί να μη δίνω σημασία σε πολλά, αλλά δεν ξεχνάω ποτέ.

«Η Τζο είναι μυθοπλασία, ναι. Αλλά μέσα της υπάρχουν τόσο εγώ όσο και πολλές φίλες μου». 

Σε ποια σημεία η Ιωάννα συναντά την Τζο;

Σχεδόν παντού. Σε όλα αυτά που αφορούν κάθε γυναίκα: το πώς διεκδικούμε τη ζωή μας, το πώς παίρνουμε ρίσκα, το να μάθουμε ν’ ακούμε τον εαυτό μας, να μιλάμε για τα συναισθήματά μας, να εκφράζουμε τον θυμό μας όταν κάτι μας πνίγει. Ναι, η Τζο είναι μυθοπλασία, αλλά μέσα της υπάρχουν τόσο εγώ, όσο και πολλές φίλες μου.

Αισθάνθηκα πως η Τζο σηματοδοτεί κάτι σαν την τηλεοπτική σας ενηλικίωση. Ξεκινήσατε ως μαθήτρια στο Δεληγιάννειο Παρθεναγωγείο των Ρώμα – Χατζησοφιά και φτάσατε μέχρι το Netflix. Γυρνώντας πίσω, πώς κοιτάτε αυτό το ταξίδι;

Ήμουν ένα κλειστό, ανασφαλές παιδί που βρήκε καταφύγιο στην τέχνη. Και το ταξίδι είχε απ’ όλα, ματαιώσεις, δυσκολίες, αμφιβολίες. Τίποτα δεν ήρθε εύκολα. Διεκδίκησα αυτό που ονειρευόμουν, χωρίς καμία εγγύηση ότι θα πετύχει. Κάποια στιγμή, όμως, μετά από σκληρή δουλειά, συνειδητοποιείς ότι μπορείς να το κάνεις και τότε πρέπει να πάρεις τον εαυτό σου αγκαλιά και να του πεις: «Είμαστε οι δυο μας τώρα». Όταν το πιστέψεις, πάντα σε πάει κάπου. Αρκεί να μη φοβηθείς.

Να σας πάω πίσω, στο Δεληγιάννειο Παρθεναγωγείο;

Ήταν μια σημαντική πρώτη τηλεοπτική εμπειρία, μια μεγάλη παραγωγή, ένα καλό ξεκίνημα. Πηγαίναμε Βαρυμπόμπη ώρες πριν από το γύρισμα, γιατί υπήρχε μια ολόκληρη ιεροτελεστία για να γίνει η προετοιμασία των ηθοποιών. Είχα και τα περίτεχνα κοτσίδια βλέπεις, έπρεπε να θυμίζω τη Σίρλεϊ Τεμπλ. Ήταν έντονο, απαιτητικό, αλλά νιώθω τυχερή που η διαδρομή μου ξεκίνησε έτσι.

Πώς αντιδράτε όταν ο κόσμος σάς ταυτίζει με τον ρόλο της Αντωνίας στο Σόι σου;

Στην αρχή δεν το συνειδητοποιούσα. Με φώναζαν «Αντωνία» στον δρόμο και φυσικά δεν γύριζα, ίσως γιατί Αντωνία-Τόνια λένε και την αδερφή μου. (Γέλια) Η αλήθεια είναι πως το αποτύπωμα που άφησε το Σόι και το πόσο αγαπήθηκε δεν ήταν τυχαίο. Είχε στοιχεία που έκανε τον καθένα να ταυτιστεί ανεξαρτήτως ηλικίας. Δεν έχω κανένα θέμα να με αποκαλέσει κάποιος «Αντωνία», γιατί ξέρω πως έτσι εκφράζει την αγάπη του, όπως έκανα κι εγώ μικρή με τους ηθοποιούς που αγαπούσα. Το Σόι μού έδωσε ώθηση, μου έμαθε πολλά και θα είναι ένας σημαντικός σταθμός στην πορεία μου. 

Και στο θέατρο; Φαντάζομαι ότι περιμένουν να δουν και πάλι την «Αντωνία». 

Συχνά, ναι. Έρχονται με αυτή την προσδοκία, αλλά μετά βλέπω την έκπληξη στα μάτια τους. Εκεί ξεκινά μια νέα συνομιλία μεταξύ μας. Μια αναμέτρηση με τις εικόνες που είχαν στο μυαλό τους. Είναι κάτι που παρατηρώ, μελετώ και απολαμβάνω. Γιατί το θέατρο είναι ακριβώς αυτό, η δυνατότητα να ξανασυστήνεσαι κάθε φορά από την αρχή. 

Συμπρωταγωνιστείτε με την Κατιάνα Μπαλανίκα στο καταλανικό έργο Δύο γυναίκες χορεύουν, σε σκηνοθεσία Πυγμαλίωνα Δαδακαρίδη. Ένα βαθιά ανθρώπινο έργο που μιλάει για το τραύμα, την απομόνωση και τον αποκλεισμό. Πώς αισθάνεστε γι’ αυτή τη συνύπαρξη;

Η ιδέα για το έργο ήταν του Πυγμαλίωνα, που μας σκηνοθετεί με τον δικό του μοναδικό τρόπο. Με είχε φανταστεί σε αυτόν τον ρόλο. Μετά μπήκε στην ομάδα η εμβληματική Κατιάνα Μπαλανίκα και σε αυτό το όραμα πίστεψε και η Ελένη Ράντου, που κάνει την παραγωγή. Από την πρώτη στιγμή με την Κατιάνα νιώσαμε μια σπάνια χημεία. Υπάρχει αλληλοστήριξη, εμπιστοσύνη και μια επικοινωνία που δεν χρειάζεται πολλά λόγια. Είναι τιμή μου να μοιράζομαι τη σκηνή μαζί της. Το έργο είναι βαθιά συναισθηματικό, γεμάτο αντιθέσεις, γέλιο και συγκίνηση, όπως ακριβώς και η ζωή. Δεν είναι ούτε καθαρή τραγωδία ούτε απλή κωμωδία. Είναι ένα καθαρά κοινωνικό έργο με όλη τη σημασία της λέξης. Και μέσα σε αυτό η συνύπαρξή μας γίνεται κάτι πολύτιμο. 

Σας εκνευρίζει κάτι στην Αθήνα; 

Η καθημερινότητά της. Ο εκνευρισμός είναι διάχυτος, το βλέπεις στους δρόμους, στον τρόπο που οι άνθρωποι οδηγούν. Ο κόσμος έχει πιεστεί αφόρητα και είναι λογικό με όσα ζούμε. Και όμως, μέσα σε όλο αυτό το χάος υπάρχουν κι εκείνες οι βραδιές που περπατάς, παρατηρείς παρέες να γελάνε, να πίνουν, να γεμίζουν τα μαγαζιά και τα θέατρα. Εκεί σκέφτεσαι «Εντάξει! Ακόμα αντέχουμε».

Τέλος, ακούτε podcasts, όπως η Τζο;

Είμαι εθισμένη. Όπως άλλοι δεν μπορούν χωρίς καφέ, εγώ δεν μπορώ χωρίς podcasts. Ακούω σε διάφορα μέρη όταν έχω τον χρόνο, κυρίως βέβαια στο αυτοκίνητο. Λατρεύω τις Σκληρές αλήθειες του Άρη Δημοκίδη, το Γιατί όχι της Δέσποινας Κανάκογλου και οτιδήποτε αγγίζει την ψυχανάλυση. Είναι σαν ένα νέο είδος ραδιοφώνου, η άλλη μου αγάπη, αλλά με πιο στοχευμένη, προσωπική αφήγηση. Είναι περίεργο το πώς γίνονται κομμάτι της σκέψης σου. Βέβαια, τώρα που το λέμε, ίσως πρέπει να βάζω και λίγη μουσική πού και πού. Αυτές τις μέρες έχω «κολλήσει» με τη Μαρίκα Νίνου και τα fados.

Φωτογραφία: Νίκος Κουστένης

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT