Η πόλη του Μακόντο δεν υπήρξε ποτέ. Για την ακρίβεια, δεν έπρεπε να υπάρχει. Ωστόσο, υπάρχει. Η ειδυλλιακή πόλη της Κολομβίας ήταν το φανταστικό σκηνικό του Εκατό χρόνια μοναξιά, του μυθιστορήματος που έγραψε το 1967 ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες και για το οποίο δέχτηκε πολλές προσφορές από το Χόλιγουντ για τη δημιουργία μιας κινηματογραφικής ή τηλεοπτικής μεταφοράς. Ο συγγραφέας πάντοτε αρνιόταν, πεπεισμένος ότι το μυθιστόρημά του, όπου το πραγματικό με το φανταστικό συγκλίνουν, δεν θα μπορούσε να αποδοθεί στην οθόνη. Το Μακόντο του δεν θα μπορούσε ποτέ να χτιστεί. Αλλά τώρα, σε ένα ξέφωτο χωράφι έξω από την πόλη Ιμπαγκέ, υπάρχει το Μακόντο. Χτισμένη από το Netflix για την πρώτη τηλεοπτική μεταφορά του μυθιστορήματος, η πόλη έχει αληθινά πουλιά που φωλιάζουν στα δέντρα της και σκύλους που περιφέρονται στα στενά δρομάκια της.
Τα «όχι» που έγιναν «ναι»
Ο «Γκάμπο» είχε απορρίψει προτάσεις του Χόλιγουντ για τη μεταφορά του Εκατό χρόνια μοναξιά, πιστεύοντας ότι οι αγγλόφωνοι ηθοποιοί και η περιορισμένη διάρκεια μιας ταινίας δεν μπορούσαν να αποδώσουν την επική ιστορία και τον μαγικό ρεαλισμό του βιβλίου. Το μυθιστόρημα, που διαδραματίζεται στη φανταστική πόλη Μακόντο, συνδυάζει το καθημερινό με το φανταστικό, αντικατοπτρίζοντας τη σουρεαλιστική πραγματικότητα της Λατινικής Αμερικής. Η αναπαραγωγή αυτού του στιλ στη μεγάλη οθόνη υπήρξε δύσκολη, με αποτυχημένες προσπάθειες, όπως η ταινία Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας.

Ωστόσο, το Netflix κατάφερε να ξεπεράσει αυτά τα εμπόδια, δημιουργώντας μια υψηλού προϋπολογισμού σειρά, στα ισπανικά, γυρισμένη στην Κολομβία, με ντόπιους ηθοποιούς, αποτυπώνοντας την ουσία του Εκατό χρόνια μοναξιά. Η μορφή της σειράς επιτρέπει την πλήρη ανάπτυξη της πλοκής, προσφέροντας μια αυθεντική και πολιτισμικά πιστή προσαρμογή του έργου.
Η οικογένεια του συγγραφέα έδωσε την άδεια και η πρώτη σεζόν, που αποτελείται από οκτώ ωριαία επεισόδια, είναι ήδη διαθέσιμη στο Netflix. Η δεύτερη βρίσκεται σε φάση γυρισμάτων. Ο γιος του συγγραφέα δήλωσε ότι η οικογένεια συμφώνησε εν μέρει, επειδή θεώρησαν ότι μια σειρά θα μπορούσε να δημιουργήσει «την αίσθηση ότι έχεις βιώσει 100 χρόνια ζωής», που είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα του βιβλίου. «Αυτό, για μένα, είναι το σημαντικό, είναι η συνολική εμπειρία τού να βυθίζεσαι μέσα σε αυτόν τον κόσμο». Και έτσι τώρα, το Μακόντο –και ένα επιμελημένο αντίγραφο του σπιτιού της Μπουενδία, προστατευμένο κάτω από ένα υπόστεγο– έχουν γίνει πραγματικότητα. Μάλιστα, είναι τόσο πραγματικό, σε βαθμό που οι ηθοποιοί συγχέουν τη μυθοπλασία με τον ρεαλισμό.
Η πλοκή της σειράς
«Πολλά χρόνια αργότερα, καθώς στεκόταν μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, ο συνταγματάρχης Αουρελιάνο Μπουενδία θα θυμόταν εκείνο το απόγευμα που ο πατέρας του τον πήγε να ανακαλύψει τον πάγο». Έτσι ξεκινάει το μυθιστόρημα. Ό,τι είναι συνηθισμένο αλλού, στο Μακόντο βιώνεται ως μαγικό. Η πρώτη εμφάνιση του πάγου δεν είναι απλώς ένα σύμβολο προόδου, αλλά ένα εξωπραγματικό θέαμα. Οι δημιουργοί, πιστοί στο κείμενο, παρουσιάζουν τη στιγμή αυτή με φωτισμούς και σκιές που προσδίδουν θρησκευτική χροιά. Η άφιξη του πάγου σηματοδοτεί την είσοδο ξένων στο Μακόντο. Οι τσιγγάνοι φέρνουν μαζί τους μαγικές γνώσεις και επιστημονικά εργαλεία, γοητεύοντας τον πατριάρχη Χοσέ Αρκάδιο. Αυτός, βυθισμένος στην αλχημεία, παραμελεί την οικογένειά του, ενώ και τα παιδιά του επηρεάζονται από τους επισκέπτες. Σκηνές όπως όταν η κόρη του σχεδόν αιωρείται παρουσιάζονται με φυσικότητα, χωρίς υπερβολές, όπως στο μυθιστόρημα.

Ο σκηνοθέτης Άλεξ Γκαρσία Λόπεζ σημειώνει ότι η προσέγγιση αντικατοπτρίζει την κουλτούρα της Καραϊβικής, όπου ο Καθολικός μυστικισμός συναντά αυτόχθονες και αφροκαραϊβικές πεποιθήσεις για τη ζωή και τον θάνατο. Στο Μακόντο, το γνώριμο θεωρείται δεδομένο, ενώ το νέο γοητεύει και καταστρέφει. Η μεταμόρφωση της πόλης συνεχίζεται με την άφιξη ενός δικαστή και ενός ιερέα, οι οποίοι φέρνουν πολιτική και οργανωμένη θρησκεία. Παρά τις αντιρρήσεις των Μπουενδία, μεταμορφώνουν το Μακόντο, καθορίζοντας την πορεία της οικογένειας και της πόλης προς την καταστροφή.
Ένα μαγικό Μακόντο
Η πόλη Μακόντο ενσαρκώνει τη δέσμευση που ανέλαβε το Netflix απέναντι στην οικογένεια του συγγραφέα όταν απέκτησε τα δικαιώματα του βιβλίου, το 2018. Καμία σειρά αυτής της κλίμακας δεν είχε γυριστεί στην Κολομβία στο παρελθόν. Χτίζοντας την πόλη, μια προσπάθεια που υλοποιήθηκε σε περισσότερο από έναν χρόνο με τη δουλειά εκατοντάδων εργατών, το Netflix αναπαρέστησε την Κολομβία που είχε δημιουργήσει ο Γκαρσία Μάρκες μέχρι και τις λεπτομέρειες.

Πρόσφατα, ένα καυτό απόγευμα, η σχεδιάστρια παραγωγής Μπάρμπαρα Ενρίκες περπάτησε στο Μακόντο. Έδειξε ένα πανύψηλο δέντρο καουτσούκ, το οποίο ήταν το μόνο που υπήρχε προηγουμένως στο χωράφι. Τώρα έγινε το κέντρο μιας πόλης γεμάτης με κτίρια που είχαν ως πρότυπο τα αρχιτεκτονικά στιλ του 19ου αιώνα (λαϊκό, αποικιακό, ρεπουμπλικανικό). Υπήρχε ο οίκος ανοχής και το μπαρ του βιβλίου, το σχολείο, το ξενοδοχείο και η εκκλησία. Δεκάδες είδη φυτών εστάλησαν από τον σχεδιαστή τοπίου για να αναπαραστήσει τη χλωρίδα των ακτών της Καραϊβικής.
Η Ενρίκες, η οποία σχεδίασε το σκηνικό της ταινίας Ρόμα του Αλφόνσο Κουαρόν, μπήκε στο γενικό κατάστημα της πόλης. Η ομάδα της έψαξε σε όλη τη χώρα για τα έπιπλα-αντίκες, για υφαντά καλάθια, για καπέλα, αιώρες και τις χαρακτηριστικές τσάντες ώμου που είναι γνωστές ως mochilas. Για να αναπαραστήσει το Μακόντο, το Netflix βασίστηκε σε μουσεία, έγγραφα, ερευνητές και ιστορικούς. Ο σχεδιαστής κοστουμιών χρησιμοποίησε σχέδια που έκανε ένας ταξιδιώτης του 19ου αιώνα και μια κυβερνητική παραγγελία για να δημιουργήσει μια γκαρνταρόμπα με χιλιάδες ενδύματα. «Τελικά, το Εκατό χρόνια μοναξιά είναι ένας φόρος τιμής στην Κολομβία», δήλωσε.

