Ο πρωτοπόρος του σύγχρονου θεάτρου Ρόμπερτ Ουίλσον, τον οποίο οι New York Times χαρακτήρισαν «εξερευνητή της χρήσης του χρόνου και του χώρου στη σκηνή», έφυγε από τη ζωή στις 31 Ιουλίου, σε ηλικία 84 ετών. Αψηφώντας τις θεατρικές συμβάσεις, ο Oυίλσον δεν επιδίωξε ποτέ την αναπαραγωγή της πραγματικότητας, αλλά τη δημιουργία αυτόνομων, ονειρικών κόσμων, όπου η εικόνα, ο ήχος και η κίνηση συνθέτουν ένα ολοκληρωμένο, υποβλητικό μωσαϊκό. Η σκηνή του δεν ήταν ένας χώρος για ψυχολογικές ερμηνείες, αλλά ένας καμβάς όπου ο χρόνος διαστέλλεται, τα αντικείμενα αποκτούν ψυχή και η παραμικρή χειρονομία μετατρέπεται σε ένα μνημειώδες γεγονός.
Η αφετηρία αυτής της μοναδικής οπτικής γλώσσας εντοπίζεται στα παιδικά του χρόνια στο Γουάκο του Τέξας, όπου γεννήθηκε το 1941. Μια σοβαρή δυσλεξία τον εμπόδισε να επεξεργαστεί τον κόσμο μέσα από τον γραπτό λόγο, αναγκάζοντάς τον να αναπτύξει μια οξυμένη αντίληψη του οπτικού και του χωρικού. Ο λόγος ήταν για εκείνον μια ασταθής κατασκευή, και έτσι στράφηκε στην εικόνα, το σχέδιο και τη δομή για να εκφραστεί. Στα τέλη του ’60 μετοίκησε για σπουδές στη Νέα Υόρκη, όπου σπούδασε αρχιτεκτονική στο περιώνυμο Pratt Institute. Εκεί, ίδρυσε τη θεατρική κολεκτίβα «Byrd Hoffman School of Byrds», δίνοντάς της τιμητικά το όνομα της χοροθεραπεύτριας που τον είχε βοηθήσει στην εφηβεία του με τη δυσλεξία. Το 1969 παρουσίασε μαζί με την ομάδα αυτή τα πρώτα του θεατρικά έργα, «The King of Spain» και «The Life and Times of Sigmund Freud».
Η φιλοσοφία του εμπλουτίστηκε περαιτέρω από την παράλληλη ενασχόλησή του με παιδιά με αυτισμό, μέσω της οποίας διέκρινε όχι μια αδυναμία επικοινωνίας, αλλά μια διαφορετική, άμεση και ασυμβίβαστη μορφή έκφρασης. Αυτή η βαθιά κατανόηση της μη λεκτικής επικοινωνίας βρήκε την πρώτη της μνημειώδη έκφραση στο επτάωρο, βουβό έπος «Deafman Glance» (1970), εμπνευσμένο από τη γνωριμία του με τον κωφό έφηβο Ρέιμοντ Αντριους. Μη μπορώντας να του εξηγήσει την ιδέα του με λόγια, ο Ουίλσον σχεδίασε ολόκληρη την παράσταση καρέ καρέ, σαν ένα γιγαντιαίο storyboard. Το αποτέλεσμα ήταν ένα έργο χωρίς διάλογο, μια αργή, τελετουργική διαδοχή από εικόνες που μάγεψαν την ευρωπαϊκή πρωτοπορία, με τον Γάλλο ποιητή Λουί Αραγκόν να γράφει πως επρόκειτο για «αυτό που εμείς, από όπου ξεκίνησε ο σουρεαλισμός, ονειρευτήκαμε ότι θα ερχόταν μετά από εμάς και θα μας ξεπερνούσε».
Κεντρικό στοιχείο του σύμπαντός του υπήρξε πάντα το φως, το οποίο έλεγε πως είναι «ο πιο σημαντικός ηθοποιός» επί σκηνής, και που στα χέρια του γινόταν αρχιτεκτονική, δραματουργία και γλυπτική. Παράλληλα, ανέπτυξε μια μοναδική σχέση με τα αντικείμενα, τα οποία στη σκηνή του αποκτούσαν τη δική τους ζωή, λειτουργώντας ως σιωπηλοί πρωταγωνιστές. Η πεμπτουσία αυτής της φιλοσοφίας είναι η θρυλική συλλογή του από καρέκλες. Αριθμώντας πάνω από 8.000 κομμάτια από κάθε εποχή και πολιτισμό, η συλλογή αυτή δεν ήταν μια απλή εμμονή με τα έπιπλα. Για τον Ουίλσον, κάθε καρέκλα ήταν ένα πορτρέτο, ένα γλυπτό σχεδιασμένο για την ανθρώπινη απουσία, που έφερε τη δική του δομή, προσωπικότητα και ιστορία.
Αυτές οι αρχές αποτυπώθηκαν με απόλυτο τρόπο στο magnum opus του, την όπερα-πορτρέτο «Einstein on the Beach» (1976). Σε αυτή τη μνημειώδη συνεργασία με τον μινιμαλιστή συνθέτη Φίλιπ Γκλας και τη χορογράφο Λουσίνια Τσάιλντς, δημιούργησε ένα ολιστικό έργο τέχνης (Gesamtkunstwerk) που τίναξε στον αέρα τις συμβάσεις της όπερας. Χωρίς πλοκή ή παραδοσιακούς χαρακτήρες, η παράσταση ήταν μια αφηρημένη εξερεύνηση του κόσμου του Αϊνστάιν μέσα από εικόνες, ήχο και κίνηση, όπου το φως δημιουργούσε απόκοσμα γεωμετρικά τοπία και ο χρόνος έμοιαζε να κάμπτεται. Μετά το «Einstein on the Beach», συνεργάστηκε κυρίως με ευρωπαϊκές σκηνές και λυρικά θέατρα –από τη Σκάλα του Μιλάνου και την Οπερα της Βαστίλλης μέχρι τις λυρικές σκηνές του Αμβούργου και του Σάλτσμπουργκ– παρουσιάζοντας έργα από Βάγκνερ και Γκλουκ μέχρι Γιάνατσεκ και Βέρντι. Παράλληλα, δημιούργησε θεατρικές εκδοχές πάνω σε έργα Γουλφ, Σάιξπηρ, Ιψεν, Μπέκετ και Γκαίτε, ενώ το 2013 σκηνοθέτησε μια δική του εκδοχή της Οδύσσειας με Ελληνες πρωταγωνιστές (και μουσική επίβλεψη του σπουδαίου Χαλ Γουίλνερ), που έκανε πρεμιέρα στο Εθνικό Θέατρο το 2012, για να ταξιδέψει μετέπειτα στο Μιλάνο και σε άλλους προορισμούς του εξωτερικού.
Η δουλειά του άγγιξε επίσης τον κόσμο της τηλεόρασης και του βίντεο με τα «Voom Portraits», μια σειρά βίντεο-πορτρέτων που δημιουργήθηκαν από το 2004 και στην οποία πρωταγωνιστούν διασημότητες όπως ο Μπραντ Πιτ και η Lady Gaga, αλλά και άστεγοι.
Η ριζοσπαστική και απόλυτα προσωπική αισθητική του προσείλκυσε μερικούς από τους σπουδαιότερους καλλιτέχνες του κόσμου, οι οποίοι αναζητούσαν να ωθήσουν τα όρια της δικής τους τέχνης. Η Γαλλίδα ηθοποιός Ιζαμπέλ Ιπέρ, μία από τις πιο πιστές του συνεργάτιδες, πρωταγωνίστησε σε εμβληματικά έργα όπως το «Ορλάντο» και το «Mary Said What She Said», δηλώνοντας πως η αυστηρή, μαθηματική δομή του Ουίλσον παραδόξως την απελευθέρωνε ως ερμηνεύτρια.
Αντίστοιχα, ο θρύλος του χορού Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ πρωταγωνιστώντας στο «The Old Woman» και το «Letter to a Man», περιέγραψε το θέατρο του Ουίλσον ως «απόλυτο χορό», αναγνωρίζοντας πώς κάθε στοιχείο στη σκηνή, από μια φωνή μέχρι μια κίνηση, ήταν μέρος μιας σχολαστικά χορογραφημένης ολότητας.
Στην Ελλάδα, η σφραγίδα του έλαμψε κυρίως μέσα από το έργο του Δημήτρη Παπαϊωάννου, ο οποίος στα πρώτα του βήματα μαθήτευσε συνειδητά δίπλα στον Ουίλσον στη Γερμανία (και συγκεκριμένα στα έργα «The Black Rider» με τη σύμπραξη των γιγάντων Τομ Γουέιτς και Γουίλιαμ Μπάροουζ, αλλά και στο «Ορλάντο» με την Ιζαμπέλ Ιπέρ) μια εμπειρία που αποτέλεσε ένα από τα βασικά θεμέλια πάνω στα οποία έχτισε τη δική του παγκοσμίως αναγνωρισμένη οπτική γλώσσα.
Παράλληλα, η αντίληψη του Ουίλσον για το φως ως δραματουργικό εργαλείο άνοιξε τον δρόμο για καλλιτέχνες όπως η σχεδιάστρια φωτισμών Ελευθερία Ντεκώ, που αντιμετωπίζει το φως σαν έναν αυτόνομο δημιουργό. «Μπορώ να χτίσω ένα ολόκληρο σύμπαν μέσα στο φως», έγραφε ο ίδιος στο βιβλίο-κατάλογο της έκθεσης «Robert Wilson’s Vision» (1991), που εκδόθηκε από το Μουσείο Καλών Τεχνών της Βοστώνης. «Είναι το πρωταρχικό υλικό», συμπλήρωνε. «Το σημείο από όπου ξεκινάς».

