«Ο συμφωνικός Θεοδωράκης δεν είναι παράπλευρη περιοχή του έργου του», λέει στην «Κ» ο πιανίστας και μαέστρος Κορνήλιος Μιχαηλίδης. «Είναι ένα πλήρες και βαθιά προσωπικό σύμπαν, όπου η μνήμη, η κοινότητα, η κίνηση και το τραγούδι μεταμορφώνονται σε συμφωνική σκέψη». Με αφορμή τη νέα δισκογραφική παραγωγή της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών (ΚΟΑ) με συμφωνικά έργα του σπουδαίου συνθέτη, στο πλαίσιο του Αφιερωματικού Ετους Μίκη Θεοδωράκη η «Κ» συνομίλησε μαζί του επιχειρώντας να φωτίσει όψεις του δημιουργού που παραμένουν υποφωτισμένες στο ευρύ κοινό.
Υπό τη διεύθυνση του κ. Μιχαηλίδη και με τη συμμετοχή των σολίστ Στάθη Καραπάνου (φλάουτο), Τίτου Γουβέλη (πιάνο), Ορέστη Καλαμπαλίκη (κιθάρα) και Τιμόθεου Γαβριηλίδη-Πέτριν (βιολοντσέλο), η ΚΟΑ επιχειρεί μια νέα ερμηνευτική προσέγγιση στο έργο του μεγάλου δημιουργού. Το cd που θα κυκλοφορήσει σύντομα από τη δισκογραφική Genuin Classics περιλαμβάνει την πρώτη παγκόσμια ηχογράφηση της «Συμφωνιέτας για φλάουτο, πιάνο και έγχορδα» (1948), έργο που παρουσιάστηκε το 1995 στη Μελβούρνη υπό τη διεύθυνση του ίδιου του Θεοδωράκη. Δίπλα της στέκουν δύο ραψωδίες –για κιθάρα και για βιολοντσέλο– που σηματοδοτούν διαφορετικές περιόδους της δημιουργικής του πορείας: η πρώτη (1995) βασίζεται στο «Romancero Gitano», ενώ η δεύτερη αποτελεί το τελευταίο συμφωνικό έργο του συνθέτη.
«Η διαδικασία αυτής της ηχογράφησης υπήρξε για όλους μας μια ευκαιρία να προσεγγίσουμε τον συμφωνικό Θεοδωράκη με ανανεωμένη προσοχή και σεβασμό. Πρόκειται για έργα μεγάλης δεξιοτεχνίας για τους σολίστ, που τα καθιστά απολύτως αντάξια των αντίστοιχων κλασικών κοντσέρτων για τα εκάστοτε όργανα», εξηγεί ο κ. Μιχαηλίδης. Ειδικότερα, στη «Συμφωνιέτα» η έμφαση δόθηκε στην ανάδειξη της ανάγλυφης αρχιτεκτονικής της και του βαθιού συναισθηματικού της περιεχομένου. «Είναι μουσική με μεγάλη εσωτερική ένταση αλλά και χιούμορ: μια κίνηση συχνά χορευτική, αλλά και στιγμές στοχασμού και υλικότητας», σχολιάζει.
Τον ρωτάμε ποιες ήταν οι μεγαλύτερες καλλιτεχνικές και τεχνικές προκλήσεις που αντιμετώπισαν κατά την ηχογράφηση αυτών των τριών έργων του Θεοδωράκη. «Ενα ζήτημα που συναντά κανείς συστηματικά στο συμφωνικό έργο του Θεοδωράκη αφορά το διαθέσιμο υλικό· πολλές παρτιτούρες έχουν περάσει από αλλεπάλληλες αντιγραφές και παρουσιάζουν λάθη ή ασάφειες. Σε αυτή την ηχογράφηση –και στα τρία έργα– προχωρήσαμε σε ουσιαστική αποκατάσταση και καθαρισμό του υλικού, μέσα από μελέτη πηγών, συγκριτική προσέγγιση και ερμηνευτική ευθύνη».
Σύμφωνα λοιπόν με τα λεγόμενα του μαέστρου που τα τελευταία χρόνια έχει εντρυφήσει συστηματικά στο συμφωνικό έργο του Θεοδωράκη, τόσο μέσα από τη συναυλία όσο και μέσω ηχογραφήσεων είναι σαφές πως σε αυτό το cd αποτυπώνεται ίσως για πρώτη φορά δισκογραφικά μια εκδοχή των τριών έργων, που πλησιάζει με μουσική σαφήνεια και ακρίβεια την πρόθεση του συνθέτη. Αναρωτιόμαστε εάν υπάρχει μια «γέφυρα» που συνδέει τον «λαϊκό» Θεοδωράκη των τραγουδιών με τον «κλασικό» των συμφωνικών έργων. «Θα είμαι ειλικρινής: δεν είχα πλήρη επίγνωση του βάθους της συνοχής, της συνθετικής τεχνικής και της σπάνιας μελωδικής και ρυθμικής περιεκτικότητας αυτής της μουσικής. Και ταυτόχρονα, έχω συνειδητοποιήσει πόσο λίγο την γνωρίζουμε στην Ελλάδα συλλογικά», υπογραμμίζει ο μαέστρος. «Είναι καιρός αυτό να ακουστεί».

