Το Pitchfork, το διαδικτυακό μέσο που την τελευταία τριαντακονταετία αναδείχθηκε στη «Μέκκα» του εναλλακτικού ήχου, ανακοίνωσε πρόσφατα ότι θα προσθέσει, πιλοτικά, από το 2026, τη βαθμολογία κοινού δίπλα στη βαθμολογία των μουσικοκριτικών του. Ετσι, κάθε αναγνώστης θα μπορεί να αφήνει την κριτική και τη βαθμολογία του για κάθε νέο άλμπουμ ή τραγούδι, που θα συμψηφίζεται σε έναν δεύτερο μέσο όρο/βαθμολογία μαζί με την «επίσημη» κριτική.
Το Pitchfork γίνεται ακόμη ένα μέσο, μουσικό αυτή τη φορά, που αλλάζει τους παραδοσιακούς κανόνες και γίνεται κομμάτι μιας ευρύτερης συζήτησης για το μέλλον της κριτικής, κάτι που απασχόλησε αυτή τη χρονιά και άλλους μεγάλους δημοσιογραφικούς οργανισμούς.
Στο άρθρο του με τίτλο «How Music Criticism Lost Its Edge», που έγραψε πίσω στον Αύγουστο στο New Yorker, ο Κέλεφα Σάνε παρατηρούσε ότι μουσικά μέσα όπως το Pitchfork έχουν χάσει μέσα στα χρόνια την αιχμή τους και κινούνται σε αυτό που ονομάζει «poptimism», στο να πηγαίνουν δηλαδή απλά «με τα νερά» της εμπορικότητας. Ενα μήνα νωρίτερα, οι κριτικοί τηλεόρασης, μουσικής και θεάτρου των New York Times, Μάργκαρετ Λάιονς, Τζον Παρέλες, Τζέσι Γκριν και Ζακ Γούλφ είδαν τα επαγγελματικά τους καθήκοντα να αλλάζουν από αυτά του «παραδοσιακού κριτικού» και κλήθηκαν να προσαρμοστούν σε νέες μορφές «storytelling» γύρω από το αντικείμενό τους.
Μπορεί, λοιπόν, σε αυτό το τοπίο μια πρακτική σαν αυτή του Pitchfork να ανανεώσει ουσιαστικά μια ασθμαίνουσα γωνιά της δημοσιογραφίας και μαζί μια βιομηχανία που βασίζεται κυρίως στο περιεχόμενο για να αυξήσει τις ακροάσεις της;
Μπορούμε να επαναπαυόμαστε στο «engagement» του κοινού και σε μια βαθμολογία που ενδεχομένως να μη λαμβάνει υπ’ όψιν της καλλιτεχνικά κριτήρια, αλλά το εάν ο εκάστοτε μουσικός έκανε εκείνη την εβδομάδα το λάθος tweet ή δήλωσε Δημοκρατικός ή Ρεπουμπλικανός;
Ή μήπως οι κριτικοί θα ήταν προτιμότερο να παραμείνουν οι τελευταίοι πυλωροί-επιμελητές της χαώδους σε όγκο πληροφορίας;
Ζητήσαμε την άποψη τεσσάρων δισκοκριτικών και συντακτών στον τομέα της μουσικής.
ΜΑΡΚΟΣ ΦΡΑΓΚΟΣ
Avopolis
Πιθανή επικράτηση των ακραίων απόψεων
Πάντα ένας εκδημοκρατισμός της γνώμης είναι ευπρόσδεκτος. Η ορατότητα των «κριτικών» σκέψεων του κοινού σίγουρα εμπλουτίζει με «πραγματική ζωή» μια μουσική σκοπιά. Αντιμετωπίζω θετικά αυτή την εξέλιξη. Και με επιφυλάξεις, βέβαια.
Ωστόσο, οι κίνδυνοι που υπάρχουν για δημιουργία μιας «Βαβέλ» στον αντίκτυπο ενός άλμπουμ είναι πραγματικοί. Κατ’ αρχάς, δεν μπορείς να έχεις πολλές προσδοκίες «κριτικού λόγου» από ένα κοινό που στην πλειονότητά του είναι λίγο ή πολύ αδαές περί του τι σημαίνει κριτική, ποιοι είναι οι κανόνες της, γιατί γράφεται κ.λπ. Αυτό που σίγουρα μπορείς να περιμένεις είναι σωρούς από κείμενα fandom από ένα κοινό που αισθάνεται την ανάγκη να εξυψώσει το αγαπημένο μουσικό σχήμα του και, αντίστοιχα, να περιμένεις κύματα από hate mails και cancel που θέλουν να καταβαραθρώσουν κάποιον που αισθάνονται ότι αξίζει να εξαφανιστεί. Σε μία ακόμη χειρότερη περίπτωση, μπορείς να περιμένεις πλήρη απουσία του feedback του αναγνωστικού κοινού.
Το κοινό δεν είναι εκπαιδευμένο. Και δεν είναι υποχρεωμένο να βγει από τη θέση του φαν (ή του ακροατή-δέκτη) και να μπει στη θέση ενός ψύχραιμου παρατηρητή και κριτικού. Απαιτείται μεγάλη εμβάθυνση στην κριτική και θεωρία. Και ο απλός ακροατής δεν είναι σε θέση να έχει οποιοδήποτε τέτοιο εφόδιο εφόσον δεν του χρησιμεύει σε κάτι. Δεν αποκλείω πάντως εκπλήξεις. Σίγουρα θα προσδώσει μαζική ενέργεια η συμμετοχή του κοινού στα reviews, αλλά οπωσδήποτε πρέπει οι όποιες απόψεις του να μην μπερδεύονται με την επίσημη θέση του μουσικοκριτικού.
ΕΥΗ ΧΟΥΡΣΑΝΙΔΗ
Ακου Αυτό
Η αυτοκατάργηση ενός χώρου αυθεντίας
«Παρωχημένη χίπστερ ιστοσελίδα εκλιπαρεί το Ιντερνετ να του πει τι είναι κουλ σήμερα». Το αμερικανικό σάιτ τεχνολογίας και ποπ κουλτούρας The Verge δεν μάσησε τα λόγια του. Δίνοντας βήμα στους αναγνώστες του, το Pitchfork προσαρμόζεται στο σήμερα ή πασχίζει ματαίως να «κάτσει με τη νεολαία»; Είναι προφανές πως το σάιτ, που αποτελεί πλέον υπο-brand του ανδρικού περιοδικού GQ, αναζητάει τρόπους να συγκεντρώσει δεδομένα χρηστών και να πολλαπλασιάσει τις ανανεώσεις σελίδας σε κάθε δισκοκριτική. Η ιδέα δεν είναι ακριβώς επαναστατική. Το ζήτημα είναι ότι όταν σήμερα κυριολεκτικά οι πάντες δύνανται να εκφέρουν (ανειδίκευτη) γνώμη δημοσίως για οτιδήποτε, με την κίνηση αυτή η «Βίβλος του indie» δημιουργεί μεν (άλλον) ένα χώρο συνάντησης για διαξιφισμό, αλλά συνάμα αυτοκαταργείται ως αυθεντία και απαξιώνει περαιτέρω την κριτική ως –επιτρέψτε μου τον ρομαντισμό– τέχνη.
ΑΓΓΕΛΟΣ ΚΥΡΟΥΣΗΣ
Avopolis, Olafaq
Κίνδυνος μετατροπής σε «πολεμική αρένα»
Το σκέλος των «κριτικών του κοινού» στημένο άδολα ως παρελκόμενο, όπως συμβαίνει στο allmusic, χωρίς τα άγχη του engagement και τη διάθεση αλγοριθμικού μαντρώματος που βλέπω ως ντεσού στην κίνηση του Pitchfork, είχε μια de facto ανοιχτωσιά με πτυχές αξιολογικής αξίας, ανάλογες με την ευρύτητα των «στα χαρτιά» μη ειδικών.
Πιθανό είναι το Pitchfork να καταλήξει ως μία ακόμη ανέξοδη πολεμική αρένα α λα Rotten Tomatoes, με την οποία κανείς δεν θα ασχολείται, πέραν των εμπλεκομένων καβγατζήδων, όπως ακριβώς συμβαίνει σε όλα τα υπόλοιπα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ακόμη κι έτσι, κανείς δεν αποκλείει ότι ένα χαμένο στον σωρό σχόλιο θα έχει προκύψει από μεγαλύτερη σπουδή από αυτή της «επίσημης» κριτικής.
Δυστυχώς, η κριτική ισοπεδώνεται από την ανυποληψία των «αυθεντιών» που εξακολουθούν να πλασάρονται συγχυσμένοι, δίχως γωνίες, μεταξύ μικρών και μεγάλων μεγεθών. Επιλέγουν συχνότερα τον υποβαθμιστικό ρόλο του καλλωπισμού των δελτίων Τύπου, που βολεύει δισκογραφικές και μιντιακές διευθύνσεις, από το να μπουν στον κόπο και να εξηγήσουν στον δυνητικό ακροατή εάν στα αλήθεια αξίζει να δαπανήσει χρόνο και χρήματα για την κυκλοφορία που παντού διαβάζει ως αριστουργηματική.
ΒΥΡΩΝΑΣ ΚΡΙΤΖΑΣ
Περιοδικό «Κ»
Ενα «μπαστουνάκι» για καλύτερη ισορροπία
Κάθε φορά που αναρωτιέμαι αν αξίζει ή όχι να δω μια ταινία, παίρνω τη βοήθεια του κοινού: συμβουλεύομαι το IMDb. Δυστυχώς, στη μουσική δεν υπάρχει κάτι αντίστοιχο. Οταν λοιπόν διάβασα πως το Pitchfork θα βάλει το αναγνωστικό κοινό στο παιχνίδι της δισκοκριτικής, ομολογώ ότι χάρηκα. Ξεχνάω εγώ πόσα 8,3 έχουν μπει σε αδιάφορους δίσκους; Ξεχνάω πόσες φορές αναρωτήθηκα αν ένα άλμπουμ «θάβεται» ή επαινείται με βάση τη woke ατζέντα, τις εμπορικές σχέσεις του μέσου κ.λπ.;
Προς Θεού, δεν υποστηρίζω ότι η άποψη ενός διαπιστευμένου συντάκτη έχει την ίδια βαρύτητα με εκείνη του φαν. Απλώς πιστεύω ότι το σχόλιο ενός αναγνώστη και ο βαθμός του ίσως προσφέρουν ένα μπαστουνάκι για καλύτερη ισορροπία. Το allmusic.com το εφαρμόζει χρόνια τώρα. Τα social media δίνουν βήμα μέχρι και στον θείο μου. Προσωπικά, δεν εμπιστεύομαι κανέναν – οπότε ακούω τους πάντες.

