Μετά τις τζαζ αναγνώσεις πάνω στη μουσική των Ελλήνων συνθετών του Μεσοπολέμου, του Μάνου Χατζιδάκι και του Μίκη Θεοδωράκη –πολύτιμα μαθήματα για το πώς μπορείς να πλησιάσεις το έργο ενός μεγάλου δημιουργού με σεβασμό και ελευθερία–, ο Δημήτρης Καλαντζής ένιωσε πως είχε έρθει η στιγμή να επιστρέψει σε έναν άλλο «δάσκαλο», τον Βασίλη Τσιτσάνη.
Ετσι γεννήθηκε ένα νέο μουσικό άλμπουμ που θα κυκλοφορήσει σύντομα με τον τίτλο «Με τη φωνή του δασκάλου: Τσιτσάνης», και η ομώνυμη παράσταση που παρουσιάζει στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών το κουαρτέτο του Δημήτρη Καλαντζή.
«Πιστεύω ότι κάθε μουσική έχει μια μοναδική κεντρική ύλη. Αν καταφέρεις να εντοπίσεις τον πυρήνα, τότε μπορείς να μεταφέρεις το έργο από ένα μουσικό ιδίωμα σε ένα άλλο χωρίς να προδώσεις τίποτα. Είναι σαν να χρησιμοποιείς έναν μεγεθυντικό φακό: βλέπεις αλλιώς τη φόρμα, το χρώμα, το συναίσθημα», λέει στην «Κ» ο Δημήτρης Καλαντζής.
Μια τέτοια μεταφορά των τραγουδιών του Τσιτσάνη στη δική τους μουσική «γλώσσα» κάνει το κουαρτέτο του Καλαντζή, όλοι μουσικοί πρώτης γραμμής. Οι ενορχηστρώσεις του Γιάννη Αντωνόπουλου για κουαρτέτο και έγχορδα της Ορχήστρας Φιλαρμόνια Αθηνών «άνοιξαν» τον ήχο και έδωσαν στις γνώριμες μελωδίες μια νέα διάσταση.
«Ακρογιαλιές δειλινά», «Αχάριστη», «Αργοσβήνεις μόνη», τραγούδια που όλοι έχουμε μέσα μας, αποκτούν μια άλλη ζωή. «Θέλω η συναυλία να παραμείνει 100% τζαζ και 100% Τσιτσάνης», υπογραμμίζει ο κ. Καλαντζής.
Ο μουσικός δεν κρύβει τον θαυμασμό του για τον λαϊκό συνθέτη που στα 14 του παράτησε το ωδείο και το βιολί για να πιάσει το μπουζούκι. «Πιστεύω πως όλοι οι σημαντικοί Ελληνες συνθέτες υπήρξαν, με κάποιο τρόπο, μαθητές του Τσιτσάνη. Η μουσική του έχει τη στόφα του μεγάλου δημιουργού. Οι μελωδίες του μπορούν να σταθούν παντού, το έργο του έχει όγκο και ομορφιά. Τα τραγούδια του είναι διαχρονικά βιώματα, και αν ψάχναμε έναν εθνικό συνθέτη, με την έννοια του δημιουργού που εκφράζει τη συλλογική μας ψυχή, για εμένα αυτός θα ήταν ο Τσιτσάνης», λέει ο κ. Καλαντζής.
Μιλώντας για το μπουζούκι, τον Τσιτσάνη, την ελληνική μουσική παράδοση που παραμένει ζωντανή παρά τις αλλοτριώσεις, τον ρωτάμε εάν συμφωνεί με εκείνους που θεωρούν την τζαζ μια μουσική που «μιλάει» σε λίγους. «Ξέρω ότι η τζαζ θεωρείται μια μουσική για μουσικούς. Και μπορώ να το καταλάβω, γιατί απαιτεί εξοικείωση και συμμετοχή από τον ακροατή. Σε καλεί να μπεις μέσα της, να συνομιλήσεις μαζί της. Ομως σήμερα η συνθήκη αλλάζει. Υπάρχουν πολλοί νέοι μουσικοί που ασχολούνται με την τζαζ, και ένα ακροατήριο που γίνεται ολοένα πιο πολυάριθμο και πιο ανοιχτό», σχολιάζει.
Συμφωνεί ο ίδιος με την άποψη ότι ρεμπέτικο και τζαζ έχουν μια συνάφεια; «Μουσικά, καμία», απαντά. «Αυτό που ίσως τα ενώνει είναι τα κοινά ανθρωπολογικά τους στοιχεία. Και τα δύο άνθησαν στην απομόνωση των “γκέτο”: η τζαζ στους Αφροαμερικανούς, το ρεμπέτικο στους πρόσφυγες. Οι θεματικές τους επίσης είναι κοινές – ο πόνος, ο έρωτας, η καταπίεση, η φτώχεια. Μιλούν για τα ίδια πράγματα με άλλες λέξεις. Και στις δύο περιπτώσεις, οι μουσικοί ανακάλυψαν μόνοι τους τη φωνή τους. Η αυθεντικότητα είναι το βαθύτερο σημείο συνάντησης των δύο ειδών».
Dimitris Kalantzis Quartet: «Master’s Voice – Tsitsanis», 8/11, Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.

