«Οι μουσικοί της κλασικής μουσικής δεν ζούμε σε κενό. Δεν είμαστε μια ελίτ, όπως κάποιοι υποστηρίζουν. Αντιθέτως, έχουμε ευθύνη να βρισκόμαστε σε επαφή με τα σημαντικά ζητήματα της εποχής μας». Με αυτή τη φράση ξεκινάει η συζήτηση με ένα μαέστρο που δεν περιορίζεται στη μουσική παρτιτούρα, αλλά την επεκτείνει στον κοινωνικό διάλογο, στην ιστορική μνήμη και στην οικολογική συνείδηση.
Ο Τζον Γουόρνερ είναι αρχιμουσικός της νέας γενιάς, που ενώνει θάρρος, όραμα και μουσική δεξιοτεχνία, αλλά, επίσης σημαντικό, και τη μουσική με την περιβαλλοντική συνείδηση. Γεννήθηκε και σπούδασε στη Βρετανία, αρίστευσε στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης –αποφοίτησε το 2016– και από νωρίς στη σταδιοδρομία του συνεργάστηκε ως βοηθός με κορυφαίους μαέστρους.
Με την Orchestra for the Earth, την οποία ίδρυσε το 2017, παρουσιάζει συναυλίες που φέρνουν κοντά τη μουσική και τη φύση, συχνά σε εντυπωσιακές τοποθεσίες, συμπράττοντας με καλλιτέχνες, επιστήμονες και περιβαλλοντικές οργανώσεις ώστε να γίνει η μουσική μια γέφυρα για την περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση.
Ο Γουόρνερ πραγματοποιεί απόψε την πρώτη του εμφάνιση ως αρχιμουσικός στην Ελλάδα, με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, στο Μέγαρο Μουσικής. Το πρόγραμμα «Echoes of War: Mahler & Korngold» φέρνει ενώπιον του κοινού δύο μεγάλες συνθέσεις: το Κοντσέρτο για βιολί του Κόρνγκολντ και την Πέμπτη Συμφωνία του Μάλερ.
«Ο Kόρνγκολντ ανήκει στη γενιά των Εβραίων Ευρωπαίων που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την ήπειρο για να ξεφύγουν από το Ολοκαύτωμα. Η μουσική του είναι βαθιά νοσταλγική, σαν να ανακαλεί μια Ευρώπη πριν από τον πόλεμο – μια Ευρώπη που χάθηκε για πάντα. Οταν ακούω τις συνθέσεις του, νιώθω ότι δραπέτευσε στην Αμερική όχι μόνο για να σωθεί, αλλά και για να διασώσει μέσα από τη μουσική του μια μνήμη», σχολιάζει ο μαέστρος.
Αντιθέτως, ο Μάλερ δεν έζησε τους δύο παγκοσμίους πολέμους. Πέθανε το 1911, μόλις στα 50 του χρόνια. Κι όμως, η μουσική του μοιάζει σαν να έχει γραφτεί μέσα από την εμπειρία της καταστροφής. Η Πέμπτη Συμφωνία του είναι γεμάτη τραγωδία και συγκίνηση. Ξεκινάει με ένα νεκρικό εμβατήριο και διατρέχεται από εβραϊκές μελωδίες – νανουρίσματα και θρήνους.
«Κι όμως, στο τρίτο μέρος καταφέρνει να βγει από αυτό το σκοτάδι και να καταλήξει σε έναν ενθαρρυντικό τόνο. Για εμένα αυτός είναι ο ιδανικός τρόπος να κλείσει μια συναυλία που σηματοδοτεί το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Και στην εποχή μας, άλλωστε, χρειαζόμαστε την αισιοδοξία», τονίζει ο αρχιμουσικός.
Η προσωπική ενασχόληση του Γουόρνερ με τον Μάλερ είναι βαθιά και μακρόχρονη, ενώ ως μουσικός έχει τιμηθεί επίσης με το ομώνυμο βραβείο. «Τον ανακάλυψα ως έφηβος και δεν τον εγκατέλειψα ποτέ. Εχω επισκεφθεί τα μέρη όπου συνήθιζε να συνθέτει, στις Αλπεις. Εκεί έβρισκε γαλήνη, μακριά από την πίεση της Βιέννης. Κι εγώ χρειάζομαι αυτή την ισορροπία – ανάμεσα στην ένταση της πόλης και στην ηρεμία της φύσης. Αυτή η εμπειρία της υπαίθρου είναι βαθιά ριζωμένη στη μουσική του», μας εξηγεί ο ίδιος.
Ομως η μουσική δεν είναι μόνο μνήμη και συναίσθημα. Είναι και πράξη. «Πιστεύω ότι οι μουσικοί πρέπει να έχουν κοινωνική συνείδηση. Η μουσική μπορεί να αποτελέσει ένα πεδίο όπου επεξεργαζόμαστε τα μεγάλα ζητήματα της εποχής μας – όχι μέσα από την πολιτική, που συχνά μας διχάζει, αλλά μέσα από κάτι που μας ενώνει», τονίζει. Ενα από αυτά τα ζητήματα είναι το περιβάλλον. «Η κλιματική αλλαγή είναι ένα τεράστιο πρόβλημα. Πολλοί άνθρωποι νιώθουν ανήμποροι και απομονώνονται. Ομως η μουσική μπορεί να τους βοηθήσει να επεξεργαστούν αυτά τα συναισθήματα. Είναι ένας χώρος κάθαρσης – και ξέρετε, αυτή η λέξη είναι ελληνική. Εσείς την εφηύρατε. Οι συναυλίες φέρνουν τους ανθρώπους κοντά. Και αυτό το χρειαζόμαστε περισσότερο από ποτέ».

