Το 1984 ο Ιγνάτιος Συμεωνίδης πήγαινε ακόμη σχολείο, όταν πέτυχε κάπου στην τηλεόραση το βιντεοκλίπ του «Dancing in the dark». Το ύφος του Μπρους Σπρίνγκστιν τού κίνησε το ενδιαφέρον, γιατί δεν του θύμιζε ούτε την κυρίαρχη ποπ της περιόδου, όπως εκφράστηκε από τους Duran Duran ή τους Wham!, ούτε ήταν βαρύ σαν το ροκ της εποχής. Στεκόταν κάπου ενδιάμεσα.
Και αυτό το εκτίμησε τόσο, που τέσσερα χρόνια αργότερα, έφηβος πλέον, έκανε κοπάνα από το φροντιστήριο για να πάει να τον δει στο ΟΑΚΑ, στη συναυλία της Διεθνούς Αμνηστίας, στην οποία συμμετείχε μαζί με τον Sting, τον Πίτερ Γκάμπριελ, την Τρέισι Τσάπμαν, τον Γιουσού Ν’Ντουρ και τον Γιώργο Νταλάρα. Ο Ιγνάτιος Συμεωνίδης είχε εισιτήριο στις εξέδρες, αλλά παρέκαμψε όσα εμπόδια χρειαζόταν και μέχρι να βγει στη σκηνή ο Μπρους Σπρίνγκστιν είχε βρεθεί μπροστά.
Μέχρι σήμερα έχει δει ζωντανά τον Μπρους Σπρίνγκστιν 23 φορές, σε τρεις διαφορετικές ηπείρους. Δεν είναι κάποιος ακραίος φαν που αποτελεί εξαίρεση, αλλά εκφράζει περισσότερο τον κανόνα των φανατικών του Σπρίνγκστιν – υπάρχουν άλλωστε και αυτοί που τον έχουν δει υπερδιπλάσιες φορές. Ο Ανδρέας Μητρέλης, λόγου χάρη, ιδιοκτήτης της Veego Records, τον έχει δει πάνω από 60 φορές από το 1999 έως σήμερα. Αλλά και αυτοί που τον έχουν δει λιγότερες φορές και μίλησαν σε αυτό το ρεπορτάζ, όπως ο μουσικός Διαμαντής Διαμαντίδης και η μεταφράστρια Χίλντα Παπαδημητρίου, ακολουθούν την ίδια ιεροτελεστία, τους κινούν τα ίδια συναισθήματα.
Οσοι αγαπούν τον Σπρίνγκστιν τον ακολουθούν παντού. Θέλουν να ζήσουν ξανά και ξανά την εμπειρία των πολύωρων συναυλιών του σαν να είναι η πρώτη και η τελευταία φορά. Οι Ελληνες φαν συσπειρώνονται στην κοινότητα «No Surrender», που αποτελεί περισσότερο μια μεγάλη παρέα παρά ένα φαν κλαμπ με τη στενή έννοια του όρου. Κάποιοι από αυτούς πάνε οργανωμένα στο εξωτερικό για να τον δουν, άλλοι γνωρίζονται χαλαρά από την κοινότητα στο Facebook και συναντιούνται τυχαία στα στάδια και άλλοι ταξιδεύουν ακόμα και ολομόναχοι για να τον απολαύσουν.
Αυτές τις μέρες οι φαν του Σπρίνγκστιν έχουν ακόμα έναν λόγο για να γιορτάζουν και να έρθουν κοντά: την κινηματογραφική βιογραφία «Springsteen: Deliver me from nowhere», που προβάλλεται στις αίθουσες. Με αυτή την αφορμή, απευθυνθήκαμε στους παραπάνω «αρμοδίους» για να καταλάβουμε τι κάνει κάποιον να ακολουθεί τον αγαπημένο του καλλιτέχνη με κάθε ευκαιρία και να μην βαριέται (σχεδόν) ποτέ.
Μια «θρησκευτική» εμπειρία

Μετά το 1988 και την πρώτη φορά, ο Ιγνάτιος Συμεωνίδης έκανε χρόνια να ξαναδεί τον μουσικό, το πήρε απόφαση το 2000, οπότε και ο Σπρίνγκστιν επανασυνδέθηκε με την E Street Band. Εκτοτε δεν σταμάτησε. Εχει παρακάμψει κάθε δυσκολία προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος. Οπως στον δεύτερο κύκλο εμφανίσεων του Σπρίνγκστιν στο Μπρόντγουεϊ, το 2021. «Ηταν η περίοδος του περιορισμού των μετακινήσεων λόγω Covid και δεν μπορούσα να ταξιδέψω απευθείας από την Ευρωπαϊκή Ενωση. Επρεπε να πάω μέσω κάποιας άλλης χώρας, μία εκ των οποίων ήταν το Μεξικό», εξηγεί. Υπήρχε όμως ένας αστερίσκος: έπρεπε να μείνει τουλάχιστον 15 ημέρες στο Μεξικό πριν πετάξει προς Ηνωμένες Πολιτείες. Και αυτό ακριβώς έκανε προκειμένου να δει τον αγαπημένο του μουσικό -δύο φορές- στο Μπρόντγουεϊ. «Βγήκε μαζί και ένα ωραίο ταξίδι», λέει γελώντας για τις δύο εβδομάδες που προηγήθηκαν της Νέας Υόρκης.
Ολοι οι πιστοί ακόλουθοι του Σπρίνγκστιν είχαν μια στιγμή «μπίνγκο» που τους έκανε να τον ερωτευτούν μια για πάντα. Για τον Ιγνάτιο Συμεωνίδη, λόγου χάρη, αυτή η στιγμή δεν ήρθε στην πρώτη συνάντηση του 1988, αλλά όταν πλέον είδε το «Αφεντικό» με την E Street Band στην Αγγλία στην αυγή του νέου αιώνα. Ομοίως και η Χίλντα Παπαδημητρίου θα περίμενε έως το 2016 για να δει τον «θεό» Σπρίνγκστιν. Ηδη από τα 70s, εποχές που είχε δισκάδικο στη Νέα Σμύρνη, άκουγε δίσκους του, όπως το «Darkness in the edge of town» ή το «Born to run». Τον είδε και το 1988 και θυμάται «μια πραγματικά εξωσωματική εμπειρία, σαν να βγήκα από το σώμα μου και παρακολουθούσα από ψηλά τον εαυτό μου να χορεύει, να ουρλιάζει και να κλαίει από συγκίνηση».

Το 2016 τον είδε για δεύτερη φορά στη Ρώμη: «Εκεί βίωσα αυτό που έλεγαν οι φίλοι μου: ότι οι συναυλίες του Μπρους είναι θρησκευτικές εμπειρίες πρωτίστως. Επαιξε τέσσερις ώρες, και επί τέσσερις ώρες ένα γήπεδο 60.000 ατόμων χόρευε ασταμάτητα, τραγουδούσε, βίωνε ένα “revival” τρόπον τινά. Και είδα στα πιο εσωτερικά, εξομολογητικά τραγούδια του ανθρώπους κάθε φύλου και ηλικίας να ξεσπούν σε γοερό κλάμα. Ο καθένας και η καθεμιά, κι εγώ μαζί τους πια, έχουμε ένα τραγούδι του συνυφασμένο με κάποια οδυνηρή απώλεια ή τραγική στιγμή της ζωής μας», εξηγεί.
Για τον Διαμαντή Διαμαντίδη, αυτό που τον έκανε να «κολλήσει» με τον Σπρίνγκστιν μετά την πρώτη συναυλία του που είδε το 2001 στην Αγγλία είναι πως «δεν είναι απλώς ένας καλός περφόρμερ. Εχει μια ενέργεια μέσα από τα βιώματά του και καταφέρνει να την περνάει μέσα από τη σωματικότητα και τον εξομολογητικό του χαρακτήρα πάρα πολύ έντονα», θα πει, υπενθυμίζοντάς μας πως ο Μπρους είναι αυτός που από τη σκηνή κηρύττει «Nobody wins until everybody wins». Ο Δ. Διαμαντίδης εκτιμά τόσο τη στάση του και τα τραγούδια του, που το 2016 ξεκίνησε κιόλας τους Radio Nowhere, μια ελληνική tribute band για τον Σπρίνγκστιν.

Ακόμα και αν οι συναυλίες του «Αφεντικού» έχουν κάποιες σταθερές που οι φαν αναζητούν κάθε φορά που στήνονται σε ψηφιακές ουρές για εισιτήρια, έχουν και τις εκπλήξεις τους, που τους ανταμείβουν εξίσου. Ο Ιγνάτιος Συμεωνίδης κατάφερε να τον δει και σε συνθήκες πολύ πιο «παρεΐστικες», όπως στο Κέιπ Τάουν το 2014 που έπαιξε σε ένα κοινό 8.000 ατόμων. Στο Παρίσι πάλι και στην Αρένα του Μπερσί, το 2005, στάθηκε πραγματικά τυχερός: «Είχαμε στηθεί έξω από το στάδιο ώστε να μπούμε με το που ανοίξουν οι πόρτες. Ανοίγουν, τρέχουμε, φτάνουμε μπροστά στην αρένα και εκείνη την ώρα αποχωρούσε ο Σπρίνγκστιν που έκανε soundcheck. Γυρνάει και μας κοιτάει και λέει στο μικρόφωνο: “Let’s see what we can do for the early comers”. Και έπαιξε με την μπάντα του πέντε κομμάτια για τις μερικές εκατοντάδες κόσμου που είχαν μαζευτεί», αφηγείται.

Μέχρι να ξεκινήσει η κανονική συναυλία, έπιασε καταρρακτώδης βροχή, που «σώπασε» μετά από λίγο. Μια παρόμοια εμπειρία είχε και η Χίλντα Παπαδημητρίου τον Ιούνιο του 2025 στο Σαν Σεμπαστιάν: «Εκεί είδα τι σημαίνει να βρέχει καταρρακτωδώς, να ρίχνει χαλάζι, και κανείς από τους 60.000 θεατές να μην κουνιέται από τη θέση του». Ηθελε ένα απτό ενθύμιο από αυτή τη στιγμή, ακόμα και αν ήταν εκ προοιμίου αδύνατο: «Μάζευα το χαλάζι στη χούφτα μου και παρακαλούσα να μπορούσα να το κρατήσω».
«Κράτησε την επαφή του με το υπογάστριο της βαθιάς Αμερικής»

Βέβαια, μετά από τόσες και τόσες φορές δεν έχουν υπάρξει στιγμές που οι φαν να σκέφτονται ότι ίσως «φτάνει» με τον Μπρους Σπρίνγκστιν; Επειτα από 23 φορές, ο Ιγνάτιος Συμεωνίδης δεν κρύβει πως όταν τον είδε λόγου χάρη στο Βερολίνο το 2020 δεν πέρασε τόσο καλά. Συνάμα, ο χρόνος που περνάει εγγράφει: «Βλέπω και το κοινό του που μεγαλώνει, και ναι, έχουν υπάρξει φορές που σκέφτομαι να πάω να δω κάτι καινούργιο», θα πει.
«Οταν άρχισα να τον ακολουθώ στις περιοδείες, γύρω στο 1999, ήταν περίπου στην ηλικία που είμαι εγώ τώρα. Θυμάμαι την απίστευτη ενέργειά του, τη φλόγα που έκαιγε μέσα του για τη μουσική, για την μπάντα του, για το κοινό. Ηταν σαν να έβγαινε κάθε βράδυ στη σκηνή για να σώσει τον κόσμο — κι εμείς πιστεύαμε πως μπορούσε στ’ αλήθεια να το κάνει», λέει ο Ανδρέας Μητρέλης. Και έρχεται στο σήμερα: «Τώρα, στα 76 του, η ενέργεια του Μπρους έχει φυσικά μειωθεί. Κάποια από τα πρόσωπα της E Street Band δεν είναι πια εκεί, κι αυτό από μόνο του φέρνει μια γλυκόπικρη αίσθηση. Οπως κι εμείς: ακούμε τα ίδια τραγούδια, νιώθουμε τα ίδια συναισθήματα, αλλά τα σώματά μας δεν είναι πια τα ίδια. Κάποιοι από όσους πηγαίναμε μαζί στις συναυλίες έχουν φύγει. Κι όμως, κάθε φορά που τον βλέπω να ανεβαίνει στη σκηνή είναι σαν να ζωντανεύουν ξανά όλα — οι φίλοι, τα χρόνια, οι νύχτες με ανοιχτή καρδιά».

Οσο και να αγαπούν οι πιστοί του τον Μπρους Σπρίνγκστιν για την αυθεντικότητά του και την αειθαλή ενέργειά του στη σκηνή, δεν θέλουν να του… στήσουν αγιογραφία. «Στον Μπρους εκτιμώ ότι κράτησε την επαφή του με το υπογάστριο της βαθιάς Αμερικής, ότι παρέμεινε ο λαϊκός άνθρωπος από το Νιου Τζέρσι που απολαμβάνει τη χαρά των θαυμαστών του», λέει η Χίλντα Παπαδημητρίου. Αλλά πάντα θα θέλουν να τους πετάει στα ουράνια: «Μακάρι να έχω δυνάμεις να συνεχίσω να τον βλέπω, γιατί αυτός, σαν βιονικός άνθρωπος που είναι, δεν το βάζει κάτω, εμπνέοντας και σε εμάς το κέφι και την αγάπη για τη ζωή και το rock’n’roll».
