Διονύσης Σαββόπουλος: Ανήσυχος ακροατής στο πλάι των νεότερων

Διονύσης Σαββόπουλος: Ανήσυχος ακροατής στο πλάι των νεότερων

Το ψηφιδωτό του προσωπικού του τζουκ μποξ, τα ακούσματά του και πώς έδωσε βήμα σε καλλιτέχνες των επόμενων γενεών

4' 20" χρόνος ανάγνωσης

Ενας βασικός λόγος που ο Διονύσης Σαββόπουλος, ως μουσικός, δεν έμεινε ποτέ στάσιμος ήταν ότι, πριν από όλα, ήταν συστηματικός ακροατής: του άρεσε να ακούει μουσική, να ανακαλύπτει μονίμως καινούργια σχήματα και ούτε απέρριπτε κάτι πριν το μελετήσει, ούτε σταμάτησε ποτέ να λειτουργεί ως μουσικόφιλος. Οταν ηχογραφούσε το πρώτο του σινγκλ, σε ηλικία 20 ετών, το 1964, είχε ήδη προηγηθεί η έκρηξη του ροκ εν ρολ, οι Beatles μετρούσαν ήδη δύο χρόνια καριέρας, οι Rolling Stones ετοιμάζονταν για τον τρίτο δίσκο τους και η βρετανική σκηνή είχε αγκαλιάσει τα αμερικανικά μπλουζ.

Του άρεσε να ανακαλύπτει καινούργια σχήματα και ούτε απέρριπτε κάτι πριν το μελετήσει, ούτε σταμάτησε ποτέ να λειτουργεί ως μουσικόφιλος.

Οπως και άλλοι συμπατριώτες μας, ο Σαββόπουλος άκουγε, τότε, τους Animals, αλλά δεν στεκόταν μόνο στο άρπισμα της κιθάρας στη διασκευή του «House of the Rising Sun», ούτε έμενε μόνο στο απογειωτικό ρεφρέν του «We’ve Gotta Get Out of This Place». Πρόσεχε τις χαμηλές συχνότητες στο μπάσο του Τσας Τσάντλερ, τα αφηνιασμένα πλήκτρα του Αλαν Πράις και τα τύμπανα του Τζον Στιλ που δεν είχαν απλώς συνοδευτικό χαρακτήρα. Φυσικά, από τη μουσική του «δίαιτα» δεν απουσίαζαν οι σπουδαίοι τροβαδούροι της εποχής: πρώτος από όλους ο Μπομπ Ντίλαν, με τον οποίο τον συνέδεαν πολλά: ο σπουδαίος Αμερικανός τραγουδοποιός ήταν μόλις 3,5 χρόνια μεγαλύτερος και είχε επίσης ξεκινήσει με τα απολύτως βασικά (ακουστική κιθάρα – φωνή – φυσαρμόνικα), πριν αποξενώσει, προσωρινά, το κοινό του με την απόφασή του να πειραματιστεί με τον ηλεκτρικό ήχο. Από κοντά ο Γάλλος Ζορζ Μπρασένς αλλά και ο Ιταλός Φαμπρίτσιο Ντε Αντρέ.

Διονύσης Σαββόπουλος: Ανήσυχος ακροατής στο πλάι των νεότερων-1
Το 2000, δίπλα στο τζουκ μποξ που είχε στο σαλόνι. [ΝΤΙΜΗΣ ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΣ]

Ως ακροατής, ήταν το ίδιο, αν όχι περισσότερο, ανήσυχος όσο ήταν και ως δημιουργός: άκουσε τους Pink Floyd από την ψυχεδελική τους φάση, θαύμασε τους Genesis με το πολύπλοκο, προοδευτικό τους ροκ και τις παραστατικές ερμηνείες του Πίτερ Γκάμπριελ, θαύμασε τις αντισυμβατικές ενορχηστρώσεις του Φρανκ Ζάπα, εντυπωσιαζόταν από το πώς οι Jethro Tull πάντρευαν το κιθαριστικό ροκ με τη φολκ παράδοση.

Tο ραδιόφωνο

Συντονιζόταν στις ραδιοφωνικές εκπομπές του Γιάννη Πετρίδη, του Νίκου Μαστοράκη, του Λευτέρη Κογκαλίδη, προσπαθούσε να αποκωδικοποιήσει τους καταλόγους επιτυχιών. Αντιλαμβανόταν ότι η «ποπ», με την ευρεία έννοια του όρου, μουσική ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με τη νεανική κουλτούρα, κάτι που, στη χώρα μας τουλάχιστον, δεν είχε ξανασυμβεί: η γενιά πριν από τη δική του άκουγε την ίδια μουσική που άκουγε και η προηγούμενη. Οταν ο Σαββόπουλος ξεκινούσε την καριέρα του, τα νέα παιδιά είχαν ανάγκη να ακούν τη δική τους μουσική, διαφορετική από εκείνη που είχαν μάθει και αγαπήσει οι γονείς τους.

Διονύσης Σαββόπουλος: Ανήσυχος ακροατής στο πλάι των νεότερων-2
Με τον Βαγγέλη Γερμανό το 1972, εννέα χρόνια πριν ο Σαββόπουλος κάνει την παραγωγή του δίσκου του «Μπαράκια».

Μόνο τυχαίο δεν είναι ότι ο Σαββόπουλος ανέδειξε δεκάδες πρωτοεμφανιζόμενους ερμηνευτές – όχι μόνο δεν αισθανόταν ότι απειλείται, αλλά θεωρούσε υποχρέωσή του να βοηθήσει τους νεότερους. Σε κάποιες, μάλιστα, περιπτώσεις τους συνόδευσε μέχρι το στούντιο, κάθισε στην καρέκλα του παραγωγού και άφησε πίσω του σπουδαίους δίσκους, όπου το όνομά του εμφανίζεται μόνο με μικρά γράμματα: το 1978 ευλόγησε τη συνεργασία Νίκου Ξυδάκη και Μανώλη Ρασούλη στην «Εκδίκηση της γυφτιάς», συστήνοντας τον Νίκο Παπάζογλου.

Το 1981 σειρά πήραν τα αξέχαστα «Μπαράκια» του Βαγγέλη Γερμανού, όπου συμμετείχε και η Ελευθερία Αρβανιτάκη, με την οποία συναντήθηκε ξανά ένα χρόνο αργότερα, όταν ως βασική ερμηνεύτρια της Οπισθοδρομικής Κομπανίας ηχογράφησε το «Στης Ξανθής, Στο Αιγινήτειο, Στο Π.Ν. Αρματαγωγόν Κως». Σε αυτόν χρωστούν και τον ιδιαίτερο ήχο του φερώνυμου ντεμπούτου τους οι Δυνάμεις του Αιγαίου, στον οποίο παραδοσιακά όργανα όπως λαούτο, σάζι, ούτι, τουμπελέκι, νταούλι επιστρατεύονται για μια δισκογραφική κατάθεση που διαφημίζει με τον καλύτερο τρόπο τη μεσογειακή «έθνικ» μουσική, σε μια εποχή (1985) που ο όρος μόλις είχε αρχίσει να γίνεται δόκιμος. Ο Σαββόπουλος, άλλωστε, δεν φοβήθηκε ποτέ την επαφή με το δημοτικό τραγούδι, με τα παραδοσιακά νησιώτικα ή τον Στέλιο Καζαντζίδη. Γι’ αυτό και δεν δίστασε το 1984 να συνδυάσει τις μελωδίες του Βασίλη Σαλέα και τη φωνή του… Μάκη Χριστοδουλόπουλου σε έναν λαϊκό δίσκο, το ελαφρώς ξεχασμένο σήμερα «Ολα αρχίζουν τώρα».

Το 1997 κυκλοφόρησε ο 17ος προσωπικός του δίσκος «Ξενοδοχείο», όπου, όπως μαρτυρά ο τίτλος, «φιλοξενεί» συνθέσεις τρίτων, καθώς όλα τα τραγούδια είναι διασκευές (Μπομπ Ντίλαν, Λούτσιο Ντάλα, Βαν Μόρισον, Λου Ριντ, Jethro Tull, Νικ Κέιβ κ.ά.) και συνθέτουν το βασικό ψηφιδωτό του Διονύση Σαββόπουλου ως ακροατή: κυρίαρχο το ροκ των δεκαετιών του ’60 και του ’70, αλλά και εκπροσώπηση των δύο επόμενων δεκαετιών, καθώς δεν σταμάτησε ποτέ να προσπαθεί να καταλάβει τα εναλλακτικά κουρδίσματα της κιθάρας, τα νέα τεχνάσματα της ηχοληψίας, τα ρηξικέλευθα κόλπα της παραγωγής – ξέρετε πολλούς εβδομηντάχρονους που ακούνε Ελιοτ Σμιθ, Mazzy Star, Μπόνι Πρινς Μπίλι και Midlake;

Δεν ήταν τυχαίο, πάντως, που στο σαλόνι του σπιτιού του, σε περίοπτη θέση, δέσποζε ένα τζουκ μποξ και μάλιστα ένα από τα πιο θρυλικά, το μοντέλο Wurlitzer 1015 που ήταν γεμάτο με δίσκους 45 στροφών. Εκεί ανέτρεχε όποτε ήθελε να θυμηθεί τα τραγούδια που είχε αγαπήσει νεότερος – στο ραδιόφωνο και στις συλλογές που έγραφαν γι’ αυτόν φίλοι του, φρόντιζε να κρατάει επαφή με όλες τις εξελίξεις στη λατρεμένη του τέχνη. Για εκείνον η μουσική ήταν μία και δεν σταματούσε ποτέ να εξελίσσεται και να μαγεύει. Εξέλιξη και μαγεία: ίσως οι δύο λέξεις που περιέγραφαν καλύτερα από οτιδήποτε άλλο και τον ίδιο.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT