Διονύσης Σαββόπουλος: Γεννήθηκε στη Σαλονίκη, αγάπησε πολύ (και) την Αθήνα

Διονύσης Σαββόπουλος: Γεννήθηκε στη Σαλονίκη, αγάπησε πολύ (και) την Αθήνα

Με ωτοστόπ το 1963 άρχισε ο δύσκολος, αλλά συναρπαστικός «μήνας του μέλιτος» με την πρωτεύουσα που έμελλε να διαρκέσει δεκαετίες

3' 37" χρόνος ανάγνωσης
Φόρτωση Text-to-Speech...

Στο περίφημο ντοκιμαντέρ του Λάκη Παπαστάθη («Χαίρω πολύ, Σαββόπουλος», διαθέσιμο στο Ertflix), ο 30χρονος, τότε, Διονύσης Σαββόπουλος εμφανίζεται με μια κιθάρα στα χέρια να τραγουδάει στους μισοάδειους δρόμους μιας αγουροξυπνημένης Αθήνας το «Η Δημοσθένους λέξις» («Σαν βγω απ’ αυτή τη φυλακή…»). Τα Χαυτεία του 1975, ασπρόμαυρα σαν καρέ από προπολεμικά επίκαιρα, χρωματίζονται από τη θεατρική άνεση του τραγουδοποιού και το νεανικό θράσος του.

Ο θεατής θα μπερδευτεί. Τελικά να λογίζουμε τον Σαββόπουλο ως Αθηναίο ή ως Θεσσαλονικιό; Σήμερα, στον απόηχο της εκδημίας του, λιγοστοί Ελληνες αγνοούν την πραγματική καταγωγή του. Το φρόντισε επιμελώς και ο ίδιος τα τελευταία χρόνια επιστρέφοντας μέσα από διαφορετικές διαδρομές στη γενέθλια πόλη. «Γεννήθηκα στη Σαλονίκη» δεν λεγόταν μόνο το σπουδαίο τραγούδι του από τη «Ρεζέρβα» του 1979, αλλά και η τελευταία συναυλία του στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών το 2022, όπου σε ακόμη μία θυμόσοφη, τρυφερή, εξομολογητική παρλάτα του ομολόγησε ότι «δεν μπόρεσα να γίνω αττικός, είμαι βόρειος Βαλκάνιος».

Ο Διονύσης Σαββόπουλος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, αλλά ενηλικιώθηκε καλλιτεχνικά και ψυχικά στην Αθήνα. Εγκατέλειψε απροειδοποίητα την πατρική εστία σε ηλικία 18 ετών, λίγες ημέρες μετά τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, όπως είχε αφηγηθεί στην «Καθημερινή» το 2002. «Μάιος του ’63, μετά τη δολοφονία του Λαμπράκη, στη Θεσσαλονίκη υπήρξε κάτι στην ατμόσφαιρα που δεν μπορώ να περιγράψω. Ενα βράδυ στο λεωφορείο λιποθύμησα άνευ λόγου. Οι συνήθεις, συνεχείς τσακωμοί με τον πατέρα. “Τι ώρα είναι αυτή που γυρνάς; Τι είναι αυτοί οι αριστεροί; Ασε τις μουσικές και κοίτα το πανεπιστήμιό σου”. Ξαφνικά, τα παράτησα όλα, έκανα ωτοστόπ και έφυγα για την Αθήνα. Για να φτιάξω τη ζωή μου, είπα, πρέπει να τη χαλάσω».

Και τη χάλασε για λίγο. Κάπως έτσι, όμως, άρχισε ο δύσκολος, αλλά συναρπαστικός «μήνας του μέλιτος» με την πρωτεύουσα που έμελλε να διαρκέσει δεκαετίες. Απένταρος και άστεγος κοιμήθηκε σε παγκάκια και σε πλατείες, στο Σύνταγμα ή στο Κολωνάκι. Οι πρώτοι του φίλοι, από τον Μάνο Λοΐζο μέχρι τον Γιάννη Μαρκόπουλο, δεν του πρόσφεραν μόνο μια κάμαρα κι ένα πιάτο φαγητό (τα γράφει όλα σε μια θεσπέσια αφήγηση στο αυτοβιογραφικό του «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα», εκδ. Πατάκης), αλλά κι ένα ταχύρρυθμο «πρόγραμμα» κοινωνικής και ψυχικής εξοικείωσης με τη «μεγάλη πόλη».

Πλάκα, Κολωνάκι

Ο νεαρός Σαββόπουλος όργωνε με τα πόδια Πλάκα, Σύνταγμα, Κολωνάκι, Νεάπολη, Κυψέλη για να γυρέψει δουλειά, για να συναντήσει τους νέους φίλους του στα καφενεία όπου σύχναζαν, για να κάνει πρόβα, για να τραγουδήσει τα πρώτα τραγούδια του. Και με τα χρήματα από το πρώτο 45άρι του νοικιάζει εν έτει 1965 την πρώτη γκαρσονιέρα του στην οδό Αλωπεκής, στο Κολωνάκι. Εκεί θα στήσει την αθηναϊκή βάση του, εκεί θα φτιάξει το γραφείο του, εκεί θα τρώει τα μεσημέρια για πολλά χρόνια, ακόμη κι όταν θα μετεγκατασταθεί οικογενειακώς στο Ψυχικό.

Ο κύκλος της άτυπης πατροκτονίας θα αρχίσει να κλείνει όσο ο ίδιος θα συμφιλιώνεται με το πέρασμα του χρόνου. Το 2017 το Τμήμα Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης τον ανακήρυξε επίτιμο διδάκτορα. Στην κατάμεστη αίθουσα τελετών ένας εμφανώς συγκινημένος Σαββόπουλος επιχειρεί να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. Κι όπως πάντα θα επιστρατεύσει μια ιστορία. «Το 1984 ήρθε στη Θεσσαλονίκη η RAI για ένα αφιέρωμα στους αντιπάλους, 40 χρόνια μετά το ξέσπασμα του Εμφυλίου. Μου ζήτησαν το τραγούδι μου “Γεννήθηκα στη Σαλονίκη” και μια μικρή συνέντευξη. Μιλούσα στην κάμερα βαδίζοντας σε εκείνο τον δρομάκο όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα, στην οδό Ζάννα. Ο δρομάκος ήταν πια ασφαλτοστρωμένος. Παλιά δεν ήταν παρά ένας χωματόδρομος όλο πέτρες. Μετά βίας αναγνώρισα πού θα ήταν κάποτε το πατρικό μου σπίτι, αφού όλα είχαν γίνει πια πολυκατοικίες. Ανηφορίζαμε αργά και διστακτικά διότι πλάι μου ερχόταν η κάμερα, κι όπως ήμουν συγκεντρωμένος σε αυτά που έλεγα, το πόδι μου ξαφνικά έκανε σαν εδώ να υπήρχε λακκούβα κι εκεί κοτρόνα. Υπήρχαν αυτά τα πράγματα. Αλλά κάτω από την άσφαλτο! Και το πόδι θυμόταν, γιατί είχε διατρέξει το κακοτράχαλο δρομάκι άπειρες φορές ως παιδί. Η παραίσθηση κράτησε λίγα δευτερόλεπτα, ήταν όμως αυτό αρκετό για να γεμίσω χαρά και αισιοδοξία. Διότι για άλλη μία φορά η Θεσσαλονίκη μου, όχι, δεν ήταν η χαμένη Ατλαντίδα, αλλά ένας τόπος παλλόμενος που θαρρείς με παρακολουθεί, αποκαθιστώντας μέσα μου τη χαμένη ενότητα του βίου και το σκορποχώρι της ψυχής μου. Παρ’ όλη την εξέλιξη, τον οικοδομικό οργασμό, τις μόδες που ήλθαν και παρήλθαν, η Θεσσαλονίκη ως πνευματικότητα είναι πάντα η γενέθλια γη των ονείρων μου. Ενας τόπος ακύμαντου φωτός που θα πυροδοτεί πάντα τη λαχτάρα μου για μιαν απόλυτη αρμονία».

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT