Διονύσης Σαββόπουλος: Οι ιστορίες πίσω από τραγούδια του, οι αντιξοότητες και η λογοκρισία

Διονύσης Σαββόπουλος: Οι ιστορίες πίσω από τραγούδια του, οι αντιξοότητες και η λογοκρισία

Ιστορίες, καθημερινές ή όχι τόσο, που συνοδεύουν τα σαββοπουλικά δημιουργήματα τη στιγμή της γέννησής τους

διονύσης-σαββόπουλος-οι-ιστορίες-πίσ-563882539 Ο Διονύσης Σαββόπουλος στη σκηνή του ΟΑΚΑ, το 1983 στη μεγάλη συναυλία που έδωσε μετά την κυκλοφορία του δίσκου του «Τραπεζάκια έξω», ο οποίος περιλαμβάνει τραγούδια που έγιναν ύμνος στα χείλη όλων των Ελλήνων, όπως το «Ας κρατήσουν οι χοροί». Κάθε ψηφίδα της καλλιτεχνικής του έκφρασης έχει και τη δική της διαδρομή.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος στη σκηνή του ΟΑΚΑ, το 1983 στη μεγάλη συναυλία που έδωσε μετά την κυκλοφορία του δίσκου του «Τραπεζάκια έξω», ο οποίος περιλαμβάνει τραγούδια που έγιναν ύμνος στα χείλη όλων των Ελλήνων, όπως το «Ας κρατήσουν οι χοροί». Κάθε ψηφίδα της καλλιτεχνικής του έκφρασης έχει και τη δική της διαδρομή.
Φόρτωση Text-to-Speech...

Αναλύσεις του ρυθμού και της μελωδίας, μελέτη των στίχων για να φωτιστούν τα πολλαπλά νοήματα, αναμνήσεις από το πρώτο άκουσμα… Πόσοι τρόποι υπάρχουν για να προσεγγίσει κανείς τα τραγούδια του Διονύση Σαββόπουλου; Καμιά φορά, ωστόσο, σημασία έχουν και οι ίδιες οι ιστορίες, καθημερινές ή όχι τόσο, που συνοδεύουν τα σαββοπουλικά δημιουργήματα τη στιγμή της γέννησής τους. Για το πού γράφτηκε λόγου χάριν το «Αγγελος Εξάγγελος», τι τροφοδοτούσε την όρεξη πίσω από τη σύνθεση του «Μπάλλου» και τόσες ακόμη. Κάποιες ίσως είναι ήδη γνωστές. Ομως οι αφηγήσεις τους από τον Νιόνιο, όπως αποτυπώθηκαν στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα» (εκδ. Πατάκη), τις ξαναζωντανεύουν με τον δικό του μοναδικό τρόπο.

Ο Τσε ινκόγκνιτο

Είχαμε στέκι το καφέ «Σαιν Κλωντ», ακριβώς απέναντι απ’ την εκκλησία του Σαιν Ζερμαίν. Είχε θέρμανση το καφενείο. Τη βγάζαμε με έναν καφέ για ώρες, εγώ έγραφα τραγούδια εκεί μέσα, τις «Πίσω μου σελίδες», μια «Ωδή στον Τσε Γκεβάρα»· τον είχαν όλοι οι φοιτητές αφίσα στα δωμάτιά τους, συμβόλιζε τη διαρκή επανάσταση. Αλλά τον άλλο χρόνο, το ’69, που το τραγούδι κυκλοφόρησε στην Ελλάδα, για να το περάσω από τη Λογοκρισία, το έκανα «Ωδή στον Γ. Καραϊσκάκη», σίγουρος ότι τον κομαντάντε δεν θα τον πείραζε να έχει για κάλυψη τον Γεώργιο Καραϊσκάκη –δεν του ‘πεφτε και λίγος–, ούτε εκείνον θα τον πείραζε να καλύψει τον κομαντάντε. Επίσης παίζαμε φλιπεράκια, όπου ο Φασιανός ήταν ασυναγώνιστος.

Στην Μπουμπουλίνας

Αλλά δεν περνούσε η ώρα. Ο χρόνος βάραινε σαν πέτρα στο στήθος μου. Και τότε ξαφνικά άρχισα να σκαρώνω τραγούδια, όπως τότε που ήμουνα μικρό παιδί εγκλωβισμένο στο μπλε κρεβατάκι του. Ετσι έφτιαξα τη «Θεία Μάνου», τη «Θαλασσογραφία», το «Κι αν βγω από αυτή τη φυλακή», το «Χατζιδάκια μ’, Θεοδωράκια μ’»… Ο φίλος Κώστας Μπλιάτκας μου λέει: «Ολόκληρο λονγκ πλέι φτιάξατε η ασφάλεια κι εσύ».

Διονύσης Σαββόπουλος: Οι ιστορίες πίσω από τραγούδια του, οι αντιξοότητες και η λογοκρισία-1
Εξι δίσκοι από την πλούσια δισκογραφία του Διονύση Σαββόπουλου. Περιλαμβάνουν τραγούδια που γράφτηκαν υπό τον σκληρό έλεγχο της λογοκρισίας, τις πρώτες ημέρες της θητείας του καλλιτέχνη, στο Παρίσι και στην καλοκαιρινή Αθήνα.
Διονύσης Σαββόπουλος: Οι ιστορίες πίσω από τραγούδια του, οι αντιξοότητες και η λογοκρισία-2

Ελληνική αρτοποιία

Αλλά η Λογοκρισία το ‘κοψε το «Ζεϊμπέκικο». Κατ’ αρχάς δεν μπορούσαν να καταλάβουν γιατί δύο φωνές να τραγουδούν δύο διαφορετικά κείμενα ταυτοχρόνως. «Λέγεται mottetto», τους εξήγησα υπομονετικά. «Είναι μια παλιά τεχνική από το 1200. Η μια φωνή χώνεται μέσα στις παύσεις της άλλης και τα δύο κείμενα συμπλέκονται. Ετσι έγραφε ο Σαρπαντιέ το 1700, αλλά και ο Μπαχ έχει γράψει μοτέτα». Τους κούφανα. Ετσι τον ξεπεράσαμε τον σκόπελο, αλλά τα είχαν στυλώσει με τον στίχο: «Σ’ αυτόν τον τόπο όσοι αγαπούνε, τρώνε βρώμικο ψωμί».

«Γιατί, κύριε Σαββόπουλε; Δεν έχουμε καλά φουρνάρικα στην Ελλάδα;».

Πήγα να τους πω τι εστί μεταφορά κ.λπ., αλλά ήταν ανένδοτοι. Απαιτούσαν, για να μου δώσουν άδεια κυκλοφορίας, να το κάνω τουλάχιστον «σ’ αυτόν τον κόσμο όσοι αγαπούνε» κι όχι «σ’ αυτόν τον τόπο», ε, εντάξει, πιο χριστιανικό έρχεται, πιο οικουμενικό. Εγώ βέβαια ήθελα να υπογραμμίσω τότε τη δική μας πληγή, του τόπου μας, αλλά ας είναι.

Νεοσύλλεκτος στην Κόρινθο

Με κουρέψανε γουλί, με ντύσανε, κι εγώ τους έκανα τον χαζό, πράγμα που δεν μου είναι δύσκολο, μου βγαίνει πολύ φυσικά. Κάτι θα έχω, δεν μπορεί. Μ’ έβγαλαν εκτός ασκήσεων και μου είπαν να περιμένω να έρθει η επιτροπή. Τρεις μέρες στον θάλαμο δεν έκλεισα μάτι με όλην εκείνη τη σαματατζίδικη φανταρία. Εχω που έχω δυσκολίες ύπνου, τριγυρνούσα όλη μέρα στο στρατόπεδο σαν ζόμπι και τους έβλεπα να τρέχουν, να φωνάζουν παραγγέλματα, να κάνουν ουρά στο ΚΨΜ για το τηλέφωνο. Για να κρατήσω το μυαλό μου απασχολημένο, πήγαινα πάνω-κάτω και μετέφραζα το «Wicked Messenger» του Ντύλαν. Το «Αγγελος Εξάγγελος» εκεί το έγραψα. (…) Υποτίθεται ότι τα πόδια είναι το πιο δυνατό στοιχείο σε έναν μαντατοφόρο εξάγγελο, αλλά αυτός είναι αδύναμος, γι’ αυτό του έδωσα δεκανίκι, για να γίνει πιο δυνατή η εικόνα. Αυτός ο μαντατοφόρος μας έλεγε μόνο ό,τι θέλαμε να ακούσουμε, και ποτέ την αλήθεια.

Μόνος στο σπίτι

Είχα γράψει τον «Μπάλλο» Ιούλιο και Αύγουστο του ’70. Είχα στείλει την Ασπα με το παιδί και τους παππούδες στον Πόρο, και εγώ κυκλοφορούσα σπίτι με τα σώβρακα, απλωνόμουν σε όλο το πλάτος του κρεβατιού –αυτά είναι τα καλά του γάμου–, έβλεπα τηλεόραση χωρίς να μου αλλάζουν ξαφνικά το κανάλι και κάθε βράδυ παράγγελνα μια ωραία πίτσα. Oλη την υπόλοιπη ημέρα βημάτιζα και μιλούσα μόνος μου ως συνήθως, και έγραφα ή τραγουδούσα κάτω απ’ την τέντα στη βεράντα εκείνου του σπιτιού απέναντι απ’ το Ναυτικό Νοσοκομείο. Δούλευα με μια όρεξη που μου την πυροδοτούσαν δύο πράγματα: ένα παραδοσιακό μοτίβο από την Ουγγαρία που μου το ‘μαθε ο κιθαριστής μου Γιάννος Λαμπίτσι ή Τζόνυ. Μου είχε κολλήσει και δεν ξεκόλλαγε. Και επίσης ο στίχος «Εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε-γέλασε» απ’ τον Νίκο Εγγονόπουλο, από το «Ορνεον 1748», από εκεί που λέει «Μίρκο Κράλη, τι ζητάς; εδώ δεν είναι παίξε γέλασε: / εδώ είναι Μπαλκάνια».

Νουάρ ζεϊμπέκικο

Εγραψα το «Μακρύ Ζεϊμπέικο για τον Νίκο», επειδή ήθελα να φτιάξω κι εγώ ένα τραγούδι νουάρ, τραγούδι για ένα φονικό σαν το τραγούδι του Μοντανάρη «Κακούργα πεθερά…» ή σαν τον «Σακαφλιά» του Τσιτσάνη. Μου λένε ότι και ο Ντύλαν έχει γράψει το «Hurricane». Το ξέρω. Η διαφορά είναι ότι συνήθως αυτά τα τραγούδια μιλούν για το θύμα, ενώ εγώ μιλώ για τον φονιά. Δεν ξεχνώ τι έκανε, αλλά δεν αξίζει λίγη συμπόνια κι αυτός;

Ωτοστόπ για Αθήνα

Το ίδιο βράδυ τσακώθηκα πολύ άσχημα με το σπίτι μου, γιατί μου κάναν παρατήρηση τι ώρα γύρισα. Στον κόσμο τους αυτοί. Τους άκουγα να ξεφωνίζουν. Εγώ δεν μίλησα, γύρισα την πλάτη, έριξα μερικά ρούχα σε μια βαλιτσούλα και βγήκα με τη βαλιτσούλα στην Εθνική οδό απέναντι από το εργοστάσιο ΦΙΞ, να με πάρει κανένα αυτοκίνητο για κάτω, αλλά δεν σταματούσε κανένα. Εν τω μεταξύ βράδιαζε σιγά σιγά, και όπως στεκόμουνα απέναντι από του ΦΙΞ, μουρμούριζα από μέσα μου το «Ηλιε κόκκινε αρχηγέ». Ετσι το τραγουδούσα τότε, «εεεεε, ήλιε κόκκινε αρχηγέ». Το ‘λεγα από μέσα μου φτιάχνοντάς το, να μη με τρώει η ανυπομονησία που περίμενα όρθιος για ωτοστόπ και βράδιαζε και δεν περνούσε η ώρα. Ταίριαζα λέξεις και νότες με το μυαλό μου, δεν το ‘χα έτοιμο ακόμη, τσίμπησα μάλιστα αυτή την ωραία εικόνα απ’ τον Ζακ Πρεβέρ, όπου η όμορφη μέρα τραβάει τον εργάτη απ’ το ρούχο του.

Ο λογοκριτής δεν ήταν μάνα

Γι’ αυτό το τραγούδι με είχανε φωνάξει στη Λογοκρισία, στη Βαλαωρίτου. Μου λέει ο λογοκριτής:

– Τι βλέπω εδώ, κύριε Σαββόπουλε; Ασμα «Τα κορίτσια που πηγαίνουν δυο δυο» και στίχο «Τη μαμά τους τη ρωτάνε κάθε μήνα μια φορά»;

– Και λοιπόν;

– Ε, τι «λοιπόν»; Θίγετε ένα λεπτό θέμα γυναικολογικής φύσεως.

– Ναι, αλλά με τρυφερότητα, αγάπη και ταλέντο, αν έχετε υπόψη σας, κύριε λογοκριτά μου…

– Ετσι λέτε εσείς. Το άσμα απορρίπτεται. Πηγαίνετε!

– Καλά, να πηγαίνω… αλλά δεν είστε μάνα και δεν μπορείτε να καταλάβετε!

«Σπασμένο» σαντούρι

Η «Μαύρη Θάλασσα» είναι σαν τα Βαλκάνια στον «Μπάλλο»: ένας τόπος που δεν μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει χωρίς τα μυστήριά του. Ενας θίασος εμφανίζεται πάλι και ανακαλεί μνήμες, ονόματα και σύμβολα, μόνο που δεν ξέρει τι να κάνει μ’ αυτά. Επαναλαμβάνει σαν ρεφραίν: «Δεν έχω ήχο, δεν έχω υλικό». Μου είχε κολλήσει ένας ζωηρός σκοπός απ’ τη Θράκη που τον βρόνταγε στο σαντούρι του ο Αριστείδης Μόσχος τις Δευτέρες της Δόμνας. Πήρα τον σκοπό, τον «έσπασα» –τον «αποδόμησα», λένε σήμερα– και απ’ τα θραύσματά του έφτιαξα νέο τραγούδι που μιλάει για μια νεκρή παράδοση και για την πίστη στο ξαναφανέρωμα της ουσίας της υπό νέα μορφή. Αλλά το ‘κοψε η Λογοκρισία, γιατί, λέει, η μουσική είναι παράλογη, δεν έχει μέτρο! Στέλναμε βλέπετε και τις νότες τότε. Επιασα κι εγώ και έβαλα στην παρτιτούρα μπάρες, όπου μου κατέβαινε, και το δέχτηκαν οι αστοιχείωτοι! Ετσι ξεμπερδέψαμε.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT