Ηταν δύσκολες μέρες και νύχτες· μαύρες, για την ακρίβεια. Αρχές Φεβρουαρίου του 2020, σε έναν θάλαμο της Παιδοογκολογικής του «Ελπίδα», μέσα στην απελπισία που με είχε καταβάλει, θυμήθηκα το τραγούδι του Σαββόπουλου.
Καθισμένος πλάι στην τετράχρονη κόρη μου που μόλις είχε διαγνωστεί με λευχαιμία, με την ίδια να κοιμάται, ξενυχτούσα διότι δεν με χωρούσε ο τόπος· ήθελα να βγάλω την καρδιά μου και να τη φάω. Το τραγούδι του Σαββόπουλου μου φάνηκε σαν σωσίβιο στον ωκεανό.
Δεν ήταν ένα οποιοδήποτε τραγούδι: «Τι έπαιξα στο Λαύριο», πασίγνωστο, κοσμαγάπητο από το 1979, όταν πρωτακούστηκε. Ημουν εννιά όταν το τραγούδι αυτό συμπεριλήφθηκε στον δίσκο «Η Ρεζέρβα» και δεν ήμουν σε θέση να το καταλάβω.
Θα περνούσαν αρκετά χρόνια ακόμη μέχρι να το εκτιμήσω. Το 1998, τέλη ενός συναρπαστικού καλοκαιριού, σε μια συναυλία στον Λυκαβηττό, το τραγούδησε ζωντανά και ήταν μάλλον η πρώτη φορά που ένιωσα σωματικά σχεδόν αυτό που ξέρουν καλά όλοι όσοι έχουν αγαπήσει ένα τραγούδι. Ημουν είκοσι οκτώ, ερωτευμένος με ένα κορίτσι, το ακούσαμε αγκαλιασμένοι και μετά χαθήκαμε – όπως χάνονται οι άπιαστοι έρωτες.
Το 2020 ήμουν πια πενήντα· και πατέρας. Καταχείμωνο, σε ένα νοσοκομείο γεμάτο παιδιά που νοσούσαν με κάποιας μορφής καρκίνο. Το «Λαύριο» ηχούσε τώρα αλλιώς.
«Πώς να κρυφτείς απ’ τα παιδιά;/ Ετσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλα./ Και μας κοιτάζουν με μάτια σαν κι αυτά/ όταν ξυπνούν στις δύο η ώρα». Παραμένει ακόμη μυστήριο πώς μου ήρθε εκείνη τη στιγμή το «Λαύριο». Είχα πολλά χρόνια να το ακούσω, να το σκεφτώ, να το θυμηθώ. Πρέπει να ήρθε από κάπου μακριά και να με βρήκε σε μια στιγμή απόλυτης, έσχατης έκθεσης της ψυχής στον «πόνο του ανθρώπου και των πραγμάτων».
Εκείνο το βράδυ το άκουσα πολλές φορές στο κινητό, σιγανά, να μην την ξυπνήσω. Να πω ότι δεν έκλαιγα, θα είναι ψέμα. Αλλά, ξέρετε τώρα, ήταν από αυτά τα δάκρυα που όσο σε παιδεύουν, άλλο τόσο σου νοικοκυρεύουν την ψυχή.
Σε λίγο θα ξημέρωνε και θα ξεκινούσε μία ακόμη δύσκολη μέρα στην Παιδοογκολογική. Ηταν ο πρώτος καιρός, ο πιο δύσκολος, και για μένα και για τη μαμά της όλο αυτό έμοιαζε με εφιάλτη από τον οποίο δεν μπορούσαμε να ξυπνήσουμε.
Αλλά να που ένα τραγούδι που αγαπήθηκε πολλά χρόνια πριν από τόσο κόσμο, που ο συνθέτης του το έγραψε για εντελώς άλλους, άσχετους λόγους υποθέτω, ήρθε και έγινε ένας μικρός ύμνος στην αντοχή αλλά και στο όνειρο.
«Μα ο χρόνος ο αληθινός/ σαν μικρό παιδί είναι εξόριστος/ μα ο χρόνος ο αληθινός/ είναι ο γιος μας ο μεγάλος κι ο μικρός».
Τη βραδιά που μάθαμε ότι ο Σαββόπουλος πέθανε, το έβαλα ξανά να το ακούσω. Στα πενήντα πέντε μου πια, η κόρη μου στα δέκα πλέον, «καθαρή» εδώ και τρία χρόνια. Της το έβαλα και το άκουσε και της είπα για εκείνη τη νύχτα στο νοσοκομείο. Και αυτή τη φορά, με τη μαμά της και τη μικρή της αδελφή –στην κοιλιά της μάνας της ακόμη τότε– το τραγουδήσαμε όλοι μαζί, παρέα.

