Ο χαρισματικός Αλεξ Καπράνος

Επειτα από είκοσι χρόνια, οι Franz Ferdinand πραγματοποίησαν μία ακόμη επιτυχημένη εμφάνιση στη χώρα μας

2' 21" χρόνος ανάγνωσης

Ποια είναι τα μυστικά μιας επιτυχημένης συναυλίας; Σίγουρα βοηθάει όταν ο συναυλιακός χώρος (Floyd) είναι γεμάτος με κόσμο που γνωρίζει όλα τα τραγούδια σου – παλιά και καινούργια. Βοηθάει επίσης ο ενθουσιασμός που θα συναντήσεις, αφού έχεις εμφανιστεί άλλες δύο φορές ζωντανά στην Αθήνα (2004 στο Ρόδον και 2006 στο φεστιβάλ Rockwave) και ξέρεις ότι το κοινό σού έχει τεράστια αδυναμία. Εχουν περάσει σχεδόν είκοσι χρόνια από την τελευταία σου επίσκεψη, οπότε υπάρχει και συσσωρευμένη λατρεία που περιμένει να διοχετευτεί.

Αυτά σίγουρα τα γνώριζε ο Αλεξ Καπράνος το βράδυ της Πέμπτης, όταν, ως γνήσιος Βρετανός, ξεκινούσε ακριβώς στις 21.30, όπως είχε προαναγγελθεί, την τρίτη συναυλία των Franz Ferdinand στη χώρα μας. Από τότε που τους είχαμε δει τελευταία φορά, όλα τα υπόλοιπα μέλη του συγκροτήματος έχουν αλλάξει, με μοναδική εξαίρεση τον μπασίστα Μπομπ Χάρντι, που παραδόξως έμοιαζε σαν να είχε πάρει δυσμενή μετάθεση και δεν έβλεπε την ώρα να επιστρέψει στη βάση του. Ηταν ο μόνος που δεν έδειχνε να περνάει καλά.

Ολοι οι υπόλοιποι, πάνω και κάτω από τη σκηνή, διασκέδασαν, τραγούδησαν δυνατά, χοροπήδησαν και ένιωσαν, αν μη τι άλλο, ότι το κόστος του εισιτηρίου τούς επιστράφηκε πολλαπλάσιο μέσα από ενενήντα χορταστικά λεπτά.

Ο βασικός λόγος της ευδαιμονίας όλων, βέβαια, ήταν ο χαρισματικός συνθέτης, στιχουργός, κιθαρίστας και τραγουδιστής Αλεξ Καπράνος, που είχε και ένα λόγο παραπάνω να δώσει τον καλύτερό του εαυτό: βρισκόταν στη χώρα του πατέρα του, μια χώρα που αποκαλεί «πατρίδα», κι ας χρειαζόταν κάποιες σημειώσεις κολλημένες στο δάπεδο για να μας πει «isastan ekpliktikoi». Μπορεί να μην το πρόφερε σωστά, αλλά το εννοούσε.

Με το κόκκινο πουκάμισό του και την ειδικά φτιαγμένη για εκείνον κιθάρα Fender με το χρυσό σώμα, μάγεψε το πλήθος με το «καλησπέρα» και ανάλογα με το ύφος κάθε τραγουδιού επέλεγε πότε θα ξεσήκωνε σε χορό ή πότε θα μας ζητούσε να κάτσουμε όλοι κάτω.

Ασφαλώς δεν θα μπορούσε να λείψει και το… μπουζούκι, που έπιασε στα χέρια του όταν ήρθε η ώρα ενός τραγουδιού που έχει διχάσει καλλιτεχνικά, του «Black Eyelashes». Μπορεί πολλοί να το θεωρούν ένα αποτυχημένο τουριστικό πείραμα, αλλά όταν ένας ολόκληρος συναυλιακός χώρος τραγουδά τις λέξεις «Κολωνάκι», «πορτοκάλι», «Αμπελάκη», «φιστίκια», «Ομόνοια», «Ψυρρή» με σκωτσέζικη προφορά, μάλλον οι όποιες ενστάσεις δεν είχαν ιδιαίτερη σημασία.

Ο Αλεξ Καπράνος είναι –κι ας μην προδίδει κάτι τέτοιο η ενεργητικότητά του– 53 ετών. Ηταν ήδη στα 32 του όταν έγινε ευρέως γνωστός και ίσως γι’ αυτό διαχειρίστηκε την επιτυχία σωστά και ψύχραιμα. Παραμένει, άλλωστε, ο ίδιος πρώτος μαγεμένος από το πόσο μοναδικά μπορούν να συνδυαστούν τόσο πολλά και τόσο διαφορετικά μεταξύ τους είδη μουσικής: ο ντίσκο ρυθμός, η post-punk ένταση, ρεφρέν που θα έστεκαν και στον διαγωνισμό της Γιουροβίζιον, στίχοι βγαλμένοι από τη χρυσή εποχή του γκλαμ, κοφτερές κιθάρες, και όλα αυτά φιλτραρισμένα μέσα από τη μοναδική σκοπιά ενός Ελληνοσκωτσέζου που χάρισε στον κόσμο πολλά χαμόγελα προχθές – κανένα όμως τόσο μεγάλο όσο το δικό του.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT