Σίλα Τζόρνταν (1928-2025): Η εκλεκτική και σεμνή ντίβα της τζαζ

Σίλα Τζόρνταν (1928-2025): Η εκλεκτική και σεμνή ντίβα της τζαζ

Η Σίλα Τζόρνταν χρωστούσε το ξεκίνημά της στο ότι από ένα τζουκ μποξ άκουσε το «Now’s the Time» του Τσάρλι Πάρκερ. «Ακουσα τέσσερις νότες και η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει», έλεγε

4' 33" χρόνος ανάγνωσης
Φόρτωση Text-to-Speech...

Το 1987 η Σίλα Τζόρνταν, 59χρονη τότε τραγουδίστρια της τζαζ, παρέμενε μια φιγούρα γνωστή κυρίως σε έναν κλειστό κύκλο μυημένων, που αναγνώριζαν στο πρόσωπό της ένα θησαυρό αντισυμβατικής, κορυφαίας καλλιτεχνικής έκφρασης και σαρωτικού αυθορμητισμού. Είχε μόλις κερδίσει τη μάχη με το αλκοόλ και την κοκαΐνη, και για δύο δεκαετίες εξασφάλιζε τα προς το ζην ως δακτυλογράφος σε διαφημιστικό γραφείο. Με τη συγχώνευση της εταιρείας, βρέθηκε μπροστά σε ένα δίλημμα: να παραμείνει ως μετακινούμενη υπάλληλος ή να αποδεχθεί την αποζημίωση απόλυσης. «Αρχισα να κλαίω», θυμόταν. «Σκέφτηκα, “Θεέ μου, χάνω τη δουλειά μου”. Τότε μια φωνή μού είπε ξεκάθαρα: “Προσευχόσουν να τραγουδάς περισσότερο, οπότε σκάσε και πάρε τα λεφτά και τρέχα!”». Αυτή η απόφαση χάραξε την πορεία των επόμενων δεκαετιών, που έφτασε στο τέλος της πριν από λίγες ημέρες, όταν η μεγάλη Αμερικανίδα καλλιτέχνιδα απεβίωσε σε ηλικία 97 ετών, στο διαμέρισμά της στο Τσέλσι της Νέας Υόρκης, όπου διέμενε για πάνω από μισό αιώνα.

Γεννημένη το 1928 στο Ντιτρόιτ, τα παιδικά της χρόνια σημαδεύτηκαν από τις κακουχίες σε μια πόλη ανθρακωρύχων της Πενσιλβάνια, όπου μεγάλωσε με τους παππούδες της μέσα στη φτώχεια. Η επιστροφή της στην εφηβεία στο Ντιτρόιτ την έφερε αντιμέτωπη με ένα εξίσου δύσκολο οικογενειακό περιβάλλον, αλλά και με μια αποκάλυψη: σε ένα τζουκ μποξ άκουσε το «Now’s the Time» του Τσάρλι Πάρκερ. «Ακουσα τέσσερις νότες και η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει», περιέγραφε.

Ηταν η στιγμή που η ζωή της απέκτησε σκοπό. Βυθίστηκε στη μουσική σκηνή της πόλης, δημιουργώντας ένα φωνητικό τρίο που μετέτρεπε τα οργανικά σόλο του Πάρκερ σε φωνητικές γραμμές με στίχους, μια ριζοσπαστική πρακτική για την εποχή. Η αποδοχή της από τους μαύρους μουσικούς ήταν άμεση, αλλά η ίδια η κοινωνία ήταν εχθρική. Η παρουσία μιας λευκής γυναίκας δίπλα τους προκαλούσε συνεχείς διώξεις από την αστυνομία και ρατσιστικές επιθέσεις.

Το 1951, αναζητώντας την καλλιτεχνική της ταυτότητα, μετακόμισε στη Νέα Υόρκη. Ο γάμος της με τον πιανίστα του «Bird», τον Ντιουκ Τζόρνταν, ήταν σύντομος, εφόσον εκείνος την εγκατέλειψε, αφήνοντάς τη μόνη με την κόρη τους, Τρέισι. Για να τα βγάζει πέρα, επί δύο δεκαετίες η ζωή της μοιράστηκε ανάμεσα στην πρωινή δουλειά γραφείου και στις νυχτερινές εμφανίσεις σε μικρά κλαμπ, συχνά για ελάχιστη αμοιβή. Εκεί την ανακάλυψε ο συνθέτης Τζορτζ Ράσελ. Το άλμπουμ «Portrait of Sheila» (1962) υπήρξε το πρώτο φωνητικό άλμπουμ στην ιστορία της εταιρείας που την προώθησε. Παρότι οι κριτικοί το αποθέωσαν, εμπορικά απέτυχε και αυτό την ώθησε ξανά στην αφάνεια για πάνω από μία δεκαετία.

Στα τέλη του ’80 άρχισε να περιοδεύει διεθνώς, χτίζοντας μάλιστα μια ιδιαίτερη σχέση με το ελληνικό κοινό. Επισκέφθηκε αρκετές φορές το Half Note Jazz Club από τις αρχές του 2000 και μετά, κάνοντας εκεί την τελευταία εμφάνισή της το 2019, σε ηλικία… 91 ετών. Αξέχαστες έχουν μείνει και οι δύο εμφανίσεις της τον χειμώνα του 2005, δίπλα στον κοντραμπασίστα Κάμερον Μπράουν, στο εξαιρετικό αλλά βραχύβιο Jazz Upstairs της πλατείας Θεάτρου, όπου μαζί παρουσίασαν ένα καθηλωτικό πανόραμα του αμερικανικού τραγουδιού, από τα τραγούδια των ιθαγενών έως τα standards του Μπρόντγουεϊ και τη ραπ. Ενδεικτικό της «μαγείας» της είναι το γεγονός ότι, εκείνα τα δύο βράδια, το συνήθως θορυβώδες αθηναϊκό κοινό παρέμεινε σιωπηλό, υπνωτισμένο από την ερμηνεία της. Σε κριτική του για την εμφάνισή της στην Αθήνα το 2008, ο Γιώργος Χαρωνίτης έγραφε στο «Αθηνόραμα»: «Η Σίλα Τζόρνταν δεν τραγουδάει απλώς. Μπαίνει στην ουσία και στο πνεύμα κάθε τραγουδιού […] ο τρόπος της είναι μοναδικός και ανεπανάληπτος. Αυτή η αίσθηση ελευθερίας που βγάζει σε κάθε της φράση σε συναρπάζει».

Η τέχνη της ήταν πράγματι ανεπανάληπτη. Η φωνή της, μια ελαφριά σοπράνο, λειτουργούσε σαν όργανο, με κύρια επιρροή τον ίδιο τον Πάρκερ, που την είχε αποκαλέσει «το κορίτσι με τα αυτιά τού ενός εκατομμυρίου δολαρίων». Η προσέγγισή της ήταν τόσο άμεση και συναισθηματικά γυμνή που μπορούσε να αφοπλίσει. Ο μπασίστας Στιβ Σουόλοου περιέγραψε μια βραδιά που έπαιζαν μαζί το «I’m a Fool to Want You»: «Επαιζα απλώς τις βασικές νότες των συγχορδιών και ξαφνικά ξέσπασα σε ανεξέλεγκτους λυγμούς. Η Σίλα αφηγείται την ιστορία ενός τραγουδιού με τέτοια οδύνη που σε παρασύρει μέσα στην αφήγηση. Παίρνει απίστευτα ρίσκα, αλλά ποτέ δεν διαστρεβλώνει τη σημασία της μελωδίας. Είναι σαν να περπατάει σε τεντωμένο σκοινί, και ποτέ δεν πέφτει».

Αν και το εμβληματικό ντεμπούτο της με την Blue Note άργησε να βρει τον διάδοχό του, η δισκογραφία που ακολούθησε από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 φανερώνει την ευελιξία της. Ηχογράφησε με μουσικούς της avant-garde, όπως ο Ρόσγουελ Ραντ, ενσωματώθηκε ως ισότιμο όργανο στο κουαρτέτο του πιανίστα Στιβ Καν, για την εταιρεία ECM σε δίσκους-ορόσημα, όπως το «Playground» (1979), και μελοποίησε την ποίηση του Ρόμπερτ Γκρίλεϊ σε συνεργασία με τον Σουόλοου. Η ουσία της τέχνης της, ωστόσο, αποτυπώθηκε με τον πιο απόλυτο τρόπο στις πολυάριθμες ηχογραφήσεις της σε ντουέτο, κυρίως με κοντραμπάσο. Δίσκοι όπως το «The Very Thought of Two» με τον Harvie S και το «I’ve Grown Accustomed to the Bass» με τον Κάμερον Μπράουν αποτελούν μελέτες πάνω στην τέχνη της αλληλεπίδρασης και του μουσικού διαλόγου.

Η αναγνώριση άργησε, αλλά ήρθε. Το 2012 τιμήθηκε με το NEA Jazz Masters Award, την ύψιστη αναγνώριση στον χώρο της αμερικανικής τζαζ. Ωστόσο, η ίδια δεν νοιαζόταν για όλα αυτά. Δεν την ένοιαζε η δημοσιότητα, μάλιστα δεν πίστευε καν ότι άξιζε εκείνη τη μεγάλη διάκριση. Υπήρξε πολύ εκλεκτική στις ηχογραφήσεις της, στις συνεργασίες, στις εμφανίσεις της – μια σεμνή ντίβα της τζαζ που έπαιζε όταν αυτή ήθελε, όπου ήθελε, μόνο αν εκείνη το ένιωθε αληθινά. «Δεν κάνω τζαζ για να γίνω γνωστή. Από όταν ήμουν παιδί, είπα ότι θα αφιερώσω τη ζωή μου σε αυτή τη μουσική». Και αυτό έκανε.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT