Τσακ Μαντζιόνε: Τζαζ, «μαγικό» φλικόρνο, φαβορίτες και «Feels So Good»

Τσακ Μαντζιόνε: Τζαζ, «μαγικό» φλικόρνο, φαβορίτες και «Feels So Good»

Ο Τσακ Μαντζιόνε (1940-2025), ένας σούπερ σταρ του «σμουθ τζαζ» ήχου, δεν έκρυψε ποτέ ότι εκτιμούσε την ντίσκο, ούτε αποστράφηκε την ποπ καθώς καταλάβαινε ότι το ευρύτερο κοινό είχε ανάγκη από κάτι πιο εύπεπτο

4' 40" χρόνος ανάγνωσης

«Πέθανε ο δις βραβευμένος με Γκράμι τρομπετίστας της σμουθ («απαλής») τζαζ, γνωστός από την επιτυχία “Feels So Good”», διάβαζε κανείς σε όλους τους ειδησεογραφικούς ιστότοπους την Τρίτη 22 Ιουλίου, όταν ανακοινώθηκε ο θάνατος του Τσακ Μαντζιόνε, στο σπίτι του στη Νέα Υόρκη, σε ηλικία 85 ετών.Μήπως όμως αυτή η περιγραφή αποκαλύπτει ένα μικρό, μόνον, μέρος από την πλούσια καριέρα του και τον αδικεί καλλιτεχνικά;

Ο μικρός Τσαρλς Φρανκ Μαντζιόνε ήταν μόλις οκτώ ετών όταν οι γονείς του τον έστειλαν σε μουσικό σχολείο και δέκα όταν, έχοντας μόλις δει την κινηματογραφική ταινία «Young Man With A Horn» με τον Κερκ Ντάγκλας στον ρόλο ενός μουσικού που αρνείται τις συμβατικές επιλογές και προτιμά τον αυτοσχεδιασμό, ανακοίνωσε σε όλους ότι θα γινόταν τρομπετίστας.

Ανήλικος ακόμα, χάρη στην επιμονή του πατέρα του, ιδιοκτήτη μανάβικου, είδε και άκουσε από κοντά όλους τους μεγάλους τζαζίστες της δεκαετίας του ’50: κάποιους, όπως τον Μάιλς Ντέιβις, τους είδε μόνον επί σκηνής, κάποιους άλλους τους γνώρισε και προσωπικά, καθώς έρχονταν στο σπίτι του για φαγητό: Σάρα Βον, Κάρμεν Μακρέι και Ντίζι Γκιλέσπι – ο τελευταίος έγινε και ο μέντοράς του, χαρίζοντάς του μία από τις θρυλικές τρομπέτες του.

Ηταν όμως ένας άλλος γίγαντας της τζαζ, ο σαξοφωνίστας Κάνονμπολ Αντερλι, εκείνος που, διακρίνοντας το ταλέντο του νεαρού Τσακ αλλά και του αδελφού του Γκασπάρ στο πιάνο, εισηγήθηκε στην εταιρεία Riverside να τους προσφέρει δισκογραφικό συμβόλαιο: φοιτητής, ακόμα, στο μουσικό κολέγιο Ιστμαν, ο Τσακ Μαντζιόνε είδε για πρώτη φορά το όνομά του σε δίσκο το 1960, ως μέλος του σεξτέτου The Jazz Brothers. Ακολούθησαν άλλα δύο άλμπουμ την επόμενη χρονιά και το 1962 πέρασε στο προσκήνιο με το δικό του κουιντέτο, με τον Γουίντον Κέλι στο πιάνο και τον Σαμ Τζόουνς στο κοντραμπάσο. Αμέσως μετά την αποφοίτησή του, ο Μαντζιόνε εστίασε σχεδόν αποκλειστικά στο φλικόρνο, όργανο παραπλήσιο με την τρομπέτα και ίδιο αριθμό βαλβίδων, αλλά διαφορετική τονικότητα, που παράγει έναν πιο «σκοτεινό» και γλυκό ήχο. Με αυτό στις βαλίτσες του το 1965 έκανε ένα μικρό ταξίδι που όμως θα σηματοδοτούσε τις μεγάλες αλλαγές στη ζωή του: άφησε τη γενέτειρά του στο Ρότσεστερ, έξω από τη λίμνη Οντάριο και διέσχισε 350 μίλια, μέχρι την καρδιά της Νέας Υόρκης, εκεί όπου έγινε μέλος των Jazz Messengers του εμβληματικού ντράμερ Αρτ Μπλάκεϊ.

Για το επόμενο διάστημα, ο Μαντζιόνε δεν έχανε ευκαιρία να εκφράζει τις δημιουργικές του ανησυχίες: είτε ως μέλος σχημάτων δίπλα σε ονόματα όπως Γούντι Χέρμαν και Μέιναρντ Φέργκιουσον είτε ως παραγωγός, είτε ως διευθυντής του μουσικού συνόλου του κολεγίου Ιστμαν είτε ως εμπνευστής των National Gallery, ενός τετραμελούς συγκροτήματος που κυκλοφόρησε ένα μόνο δίσκο το 1968 με τίτλο «Μουσικές ερμηνείες των έργων του ζωγράφου Πάουλ Κλέε». Δύο χρόνια αργότερα, πριν καν γίνει τριάντα ετών, είδε ένα όραμά του να υλοποιείται: παρουσίασε ζωντανά, μαζί με Φιλαρμονική Ορχήστρα, ένα κονσέρτο αποτελούμενο αποκλειστικά από δικές του συνθέσεις, εντυπωσιάζοντας με τον αρμονικό συνδυασμό τζαζ, φολκ, ποπ και κλασικής μουσικής. Εν αγνοία του, το κονσέρτο ηχογραφήθηκε και τυπώθηκε ιδιωτικά σε ελάχιστες κόπιες – μία από αυτές έφτασε στα χέρια των στελεχών της Mercury Records, η οποία προσέφερε συμβόλαιο στο κουαρτέτο του.

Ο Μαντζιόνε έχει πλέον καθιερώσει ένα αισθητικό στυλ που δεν περνούσε απαρατήρητο: μακριά μαλλιά, φαβορίτες, μουστάκι και πάντοτε ένα καπέλο-φεντόρα στο κεφάλι ήταν τα χαρακτηριστικά που θα τον καθιέρωναν παγκοσμίως, ειδικά όταν μεταπήδησε σε άλλη δισκογραφική εταιρεία, την Α&Μ, την εποπτεία της οποίας είχε ένας άλλος πασίγνωστος τρομπετίστας, ο Χερμπ Αλπερτ. Για την επόμενη δεκαετία ο Μαντζιόνε υπήρξε πραγματικά σούπερ σταρ, καθώς πρακτικά ήταν από τους θεμελιωτές του «σμουθ τζαζ» ήχου, παρόλο που σύντομα ένιωσε άβολα όταν συνειδητοποίησε ότι είχε παγιδευτεί σε αυτό το πλαίσιο.

Στην πραγματικότητα, ο Μαντζιόνε δεν ήθελε να υπηρετεί ένα συγκεκριμένο ύφος, παρά μόνον να συνδυάζει διαφορετικά στοιχεία που τον γοήτευαν εξίσου: η βάση του υπήρξε σαφώς η χρυσή εποχή της τζαζ, την οποία πρόλαβε και ως ακροατής και ως τρομπετίστας. Απαραίτητο συστατικό ήταν και η χρήση ηλεκτρικών οργάνων, όπως είχε καθιερωθεί, πια, από τον Μάιλς Ντέιβις. Οι μουσικές του κόσμου και κυρίως οι λατινοαμερικανικές, με μια πιο έκδηλη αδυναμία στο φλαμέγκο, ήταν επίσης παρούσες. Ρυθμικά, δεν έκρυψε ποτέ ότι εκτιμούσε την ντίσκο, ενώ ουδέποτε αποστράφηκε την ποπ, καθώς καταλάβαινε ότι το ευρύτερο κοινό είχε ανάγκη κάτι πιο εύπεπτο και μελωδικό.

«Ο Ντίζι Γκιλέσπι μου είχε πει: Αν θέλεις να παίζεις χωρίς να σε ενδιαφέρουν οι ακροατές, έχει καλώς, ανέβα στη σκηνή και κάν’ το. Αν όμως θέλεις να πληρώνεσαι κιόλας γι’ αυτά που παίζεις, αυτό είναι μία άλλη ιστορία!».

Η συνταγή, αν μη τι άλλο, πέτυχε: διακρίσεις, βραβεία, εκατομμύρια πωλήσεις, απονομές πολυπλατινένιων δίσκων και μία σούπερ επιτυχία που κυκλοφόρησε το 1977 και, σχεδόν μισό αιώνα μετά, ακούγεται ακόμα: το «Feels So Good», με τη σχεδόν δεκάλεπτη διάρκεια, τη χαρακτηριστική μελωδία στο φλικόρνο και τις εξαιρετικές κιθάρες του Γκραντ Γκέισμαν έβαλε την τζαζ, έστω σε αυτή τη δίχως ίχνος αυτοσχεδιασμού μορφή, σε πολλά σπίτια που πιθανότατα δεν είχαν καμία σχέση με το ιδίωμα.

Οπως σημειώθηκε, βέβαια, ο Μαντζιόνε δεν υπήρξε ποτέ… Κένι Τζι: αντί να συνεχίσει αμέσως στην ίδια επιτυχημένη φόρμουλα, τον επόμενο χρόνο έριξε στην αγορά ένα διπλό άλμπουμ-σάουντρακ για το κινηματογραφικό δράμα «Τα παιδιά του Σάντσες», βασισμένο στο βιβλίο του Οσκαρ Λιούις: μεξικανικές μελωδίες, έγχορδα και πνευστά με έμφαση στο τρομπόνι, φωνητικά από κάουντρι και σόουλ ερμηνευτές, κομμάτια που διαρκούσαν 14 και 17 λεπτά… Κανείς δεν μπορούσε να τον κατηγορήσει ότι ακολούθησε τον εύκολο δρόμο.

Σταδιακά, όπως ήταν λογικό, η δημοτικότητά του έφθινε. Δεν σταμάτησε, βέβαια, να παίζει μουσική και μόνον ο θάνατος της συζύγου και μητέρας των δύο παιδιών του, Ρόζμαρι, στάθηκε αφορμή να ανακοινώσει την απόσυρσή του το 2015.

«Μπορώ να μετρήσω στα δάχτυλα του ενός χεριού τα κομμάτια χωρίς φωνητικά που γνώρισαν τεράστια επιτυχία. Ε, ένα από αυτά ήταν δικό μου».

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT