Παραδοσιακά το «Πάσχα του καλοκαιριού», ο Δεκαπενταύγουστος, γιορτάζεται με πανηγύρια στην ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα. Τα τελευταία χρόνια, όμως, πανηγύρια έχουμε σχεδόν όλο τον χρόνο, χωρίς αυτά να συνδέονται με θρησκευτικές γιορτές, και διοργανώνονται με νέες μορφές και μουσικές στις γειτονιές των αστικών κέντρων. Πρόκειται για μια αλλοίωση της αυθεντικότητας των πανηγυριών ή για μια εξέλιξη της λαϊκής παράδοσης; Λαογράφοι, εθνολόγοι και μουσικοί μιλούν στην «Κ».
Κυκλωτικοί χοροί στο κέντρο της πόλης
Της Ελένης Σαμπάνη
Ο Αύγουστος είναι ταυτισμένος με τα πανηγύρια, με αποκορύφωμα τις μεγάλες γιορτές του Δεκαπενταύγουστου που είναι συνδεδεμένες με την Κοίμηση της Θεοτόκου. Από την Τήνο και την Πάρο μέχρι το Ζαγόρι και την Παναγία Σουμελά, πολλοί έσπευδαν και σπεύδουν για προσκύνημα, το οποίο ακολουθούσαν τα πασίγνωστα πλέον γλέντια.

Τα τελευταία χρόνια, όμως, δεν χρειάζεται πια να περιμένει κανείς τον Δεκαπενταύγουστο, ούτε να έρθει η ώρα για να ταξιδέψει στο χωριό του, καθώς το πανηγύρι, με την έννοια του γλεντιού και της παραδοσιακής μουσικής, εμφανίζεται όλο τον χρόνο και όχι μόνο στην επαρχία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το Baxes Festival, το οποίο παρουσίασε τον προηγούμενο μήνα τις πρώτες του εκδηλώσεις στον αύλειο χώρο του Christmas Theater. Σε αυτή τη γιορτή, άτομα κάθε ηλικίας, και κυρίως νέοι, πιάστηκαν χέρι χέρι και χόρεψαν από νησιώτικα μέχρι ηπειρώτικα. Τα τελευταία χρόνια εμφανίζονται, επίσης, και άλλα πανηγύρια με πιο σύγχρονα στοιχεία, τα οποία συχνά μπλέκουν τον παραδοσιακό ήχο με την ποπ, τη ροκ, ακόμη και την electro. Το «meta-πανηγύρι», που διεξήχθη τον προηγούμενο μήνα στο ΚΠΙΣΝ, ήταν ένα από αυτά, ανοίγοντας τη συζήτηση για το εάν τα νέα πανηγύρια σηματοδοτούν μια αλλοίωση των παλιών ή ταυτίζονται με την εξέλιξή τους.
Το σήμερα
«Δεν πρόκειται για αλλοίωση ή εξέλιξη, αλλά για μετασχηματισμό των πανηγυριών ειδικά στον αστικό χώρο», μας λέει η προϊσταμένη του τμήματος Συλλογών, Ερευνας και Τεκμηρίωσης Λαϊκής Τέχνης του Μουσείου Νεότερου Ελληνικού Πολιτισμού, Παναγιώτα Ανδριανοπούλου. «Αλλωστε και στις πόλεις υπήρχαν πανηγύρια δεμένα με τις γειτονιές όπως δομούνταν γύρω από τις κεντρικές εκκλησιές και τη στιγμή που γιόρταζε ο πολιούχος άγιος», τονίζει και σημειώνει ότι τα παραδείγματα που αναφέραμε πιο πάνω δεν πρέπει να τα συγχέουμε με πανηγύρια, όσο και αν για λόγους οργάνωσης ή προβολής δανείζονται τον όρο. Ενα από τα πρώτα πράγματα που επισημαίνει είναι ότι τα χαρακτηριστικά του πανηγυριού, έτσι όπως έχουμε συνηθίσει εμείς να το αναγνωρίζουμε ως «παραδοσιακό», είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με το θρησκευτικό εορτολόγιο.

«Η διαφορά ανάμεσα στο πανηγύρι στη Σαμαρίνα Γρεβενών και στο αστικό, π.χ. “πανηγύρι” ενός δήμου, είναι ότι στη δεύτερη περίπτωση μιλάμε απλώς για ένα γεγονός, χωρίς να έχει ως αφετηρία του μια θρησκευτική εορτή. Οσον αφορά την πρώτη περίπτωση, όλα τα πανηγύρια ήταν δεμένα με τον αγροτικό χρόνο. Για παράδειγμα, η γιορτή του Σωτήρος ήταν η στιγμή πριν από το ξεκίνημα του τρύγου της σταφίδας», εξηγεί η κ. Ανδριανοπούλου, τονίζοντας ότι τα λεγόμενα πανηγύρια που γίνονται σήμερα σε δημόσιους χώρους κρατάνε από τα παλιά μόνο τα στοιχεία του γλεντιού και της μουσικής.
Στη νέα τους εκδοχή κρατούν από τα παλιά μόνο τα στοιχεία του γλεντιού και της μουσικής, σημειώνει η Παναγιώτα Ανδριανοπούλου από το Μουσείο Νεότερου Ελληνικού Πολιτισμού.
Ενα «παραδοσιακό» πανηγύρι χαρακτηρίζεται, όπως μας λέει, από τον καταμερισμό ρόλων για την προετοιμασία του, από τη συμμετοχή όλης σχεδόν της κοινότητας, αλλά και από τη μουσική και τον χορό με συγκεκριμένο τρόπο και τάξη. Βασικό στοιχείο είναι και η στενή σύνδεσή τους με την τοπική κάποτε, υπερτοπική σήμερα, οικονομία: από τις αγοραπωλησίες ζώων και γεννημάτων έως το ’60 και το ’70 μέχρι τους πάγκους των μικροπωλητών.
«Το πανηγύρι δεν ήταν ούτε μόνο πολιτισμικό γεγονός ούτε μόνο οικονομικό και σε καμία περίπτωση δεν ήταν μόνο ψυχαγωγικό, ήταν ένα συνολικό κοινωνικό γεγονός. Δεν πήγαινες εκεί για να ξεσκάσεις, αλλά με μια έγνοια παραπάνω, καθώς στο πανηγύρι έβγαινε ο καλύτερος χορευτής, η καλύτερη νύφη, ο καλύτερος γαμπρός», τονίζει.

Η επιστροφή των νέων στην παράδοση που παρατηρείται σήμερα, ειδικά όταν μιλάμε για τις πόλεις, έχει ξεκινήσει εδώ και μία εικοσαετία, αφού προηγήθηκε μια περίοδος παρακμής της συγκεκριμένης μουσικής. «Η παραδοσιακή μουσική για τους αστικούς ιστούς τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 δυστυχώς είχε ταυτιστεί με τη δικτατορία, η οποία εκμεταλλεύθηκε το δημοτικό τραγούδι», λέει ο μουσικός και εθνολόγος Νίκος Αγγούσης και συμπληρώνει ότι «αυτό άλλαξε κυρίως από το 2000 και μετά, με την ίδρυση μουσικών σχολείων, ωδείων, αλλά και φεστιβάλ, που έφεραν την παραδοσιακή μουσική στο αστικό προσκήνιο με νέους όρους».
Μια διαφορά που εντοπίζει μεταξύ των πανηγυριών που θυμάται από την παιδική του ηλικία και των σημερινών γλεντιών, στα οποία συμμετέχει με το κλαρίνο του, είναι η θέση της γυναίκας στο πάλκο: «Το μπουζούκι, το κλαρίνο, το βιολί ήταν υπόθεση των ανδρών και οι γυναίκες ήταν συνήθως μόνο ερμηνεύτριες. Σήμερα αυτό έχει αλλάξει, ευτυχώς, και βλέπουμε πολύ ωραία γυναικεία παραδοσιακά σχήματα να εμφανίζονται».
Ενα από αυτά είναι και το πολυφωνικό σύνολο από τη Θεσσαλονίκη, οι «Φώνισσες», που ξεσηκώνουν το κοινό σε κάθε τους εμφάνιση με τις εντυπωσιακές διασκευές τους πάνω σε πολύ γνωστά παραδοσιακά τραγούδια. «Η παράδοση ήταν μια δοκιμασία για εμάς, από την άποψη επανοικειοποίησης των στίχων. Πολλές φορές οι στίχοι των παραδοσιακών τραγουδιών πάνε κόντρα στην πολιτική ορθότητα. Εμείς λοιπόν τους τραγουδάμε χωρίς να τους αλλάζουμε, αλλά δίνοντάς τους διαφορετικό ύφος και μια πιο παιχνιδιάρικη διάθεση», μας λέει η Λυδία Ιωάννου, μέλος των «Φωνισσών».
Χαρακτηριστικό στοιχείο τους είναι και οι σχολιασμοί που κάνουν πριν από ορισμένα τραγούδια, όπως είναι το «Μαργούδι», γραμμένο από τον παππού του κ. Αγγούση, Καρυοφύλλη Δοϊτσίδη. «Εδώ θα μας ακούσετε να λέμε ότι ακόμη και στην παράδοσή μας υπάρχουν αναφορές σε non binary άτομα, χωρίς αυτό να ισχύει», λέει η κ. Ιωάννου για τους στίχους με τους οποίους ξεκινάει το τραγούδι, «το Μαργούδι κι Αλεξαντρής/ Βγαίνουν στην αυλή κρυφά κρυφά». «Στα χωριά της Θράκης ήταν συχνό να αναφέρονται στις κοπέλες με το ουδέτερο γένος», καταλήγει.
«Ο λαϊκός πολιτισμός δεν είναι σταθερός και απαρασάλευτος»
Του Νικόλα Ζώη
Πολλαπλασιασμό των πανηγυριών, ιδίως όσων δεν ξεκινούν από θρησκευτική αφετηρία και διοργανώνονται από διάφορους φορείς, αλλά και μεγαλύτερη συμμετοχή των νέων σε αυτά, παρατηρεί τα τελευταία χρόνια ο Μανόλης Βαρβούνης, καθηγητής Λαογραφίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης. Η αύξηση, λέει ο καθηγητής, δεν οφείλεται τόσο στην άρση των περιορισμών της πανδημίας, γιατί ήδη θα υπήρχε πτωτική τάση. Οι νέοι, άλλωστε, δεν συμμετέχουν στα πανηγύρια μόνο για να διασκεδάσουν, αλλά και για να βοηθήσουν στη διοργάνωσή τους.
«Ο λαϊκός πολιτισμός δεν είναι ένα σταθερό και απαρασάλευτο σύνολο πραγμάτων, αλλά ακολουθεί τις γενικότερες συνθήκες της ζωής. Κρατάει κάτι από το παρελθόν, το εμπλουτίζει και το φέρνει στο μέλλον. Εν προκειμένω, οι νέες συνθήκες δημιουργούν στους ανθρώπους την ανάγκη να διασκεδάσουν οικονομικά», σημειώνει ο κ. Βαρβούνης. «Σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία», συμπληρώνει, «σε μια εποχή πολιτισμικής παγκοσμιοποίησης, προκύπτει και η ανάγκη, των νέων ιδίως, να δηλώσουν τα στοιχεία της πολιτισμικής ταυτότητάς τους, αυτό που χαρακτηρίζει “εμάς”, διότι είμαστε Ελληνες, νησιώτες, Ηπειρώτες, Μακεδόνες, Θεσσαλοί κ.λπ. Κάποτε αυτό εκφραζόταν με τις τοπικές φορεσιές. Σήμερα, ένας νέος δεν θα φορέσει τσαρούχια και φουστανέλα. Θα εκφράσει την τοπική του ταυτότητα ακούγοντας και χορεύοντας και αυτά τα τραγούδια».

Οι παραδοσιακοί χοροί, πάντως, μαθαίνονται και στους διάφορους πολιτιστικούς, χορευτικούς κ.ά. συλλόγους ή ακόμα και από βίντεο στο YouTube. Ως αποτέλεσμα, το τοπικό χορευτικό ρεπερτόριο εμπλουτίζεται με χορούς που έχουν γίνει της μόδας. «Π.χ. ο Ικαριώτικος, που εμφανίζεται σε πολλά πανηγύρια, επειδή η Ικαρία προβάλλεται ως ένας ιδανικός τόπος χωρίς άγχος», παρατηρεί ο κ. Βαρβούνης. Αλλο παράδειγμα είναι το τραγούδι «Το γλέντι» του Νίκου Οικονομίδη και της Κυριακής Σπανού, το οποίο εσχάτως διαδόθηκε από τις συναυλίες της Ιουλίας Καραπατάκη. «Το τραγούδι είναι γρήγορος μπάλος των Κυκλάδων», εξηγεί ο καθηγητής. «Στη Σάμο, από όπου κατάγομαι, δεν υπάρχει η παράδοση του μπάλου. Κάποιοι νέοι, λοιπόν, το χορεύουν σαν πολύ γρήγορο συρτό, σε κύκλο, με αποτέλεσμα να τρέχουν και να… ξεποδαριάζονται. Οι μεγαλύτεροι μπορεί τότε να ασκήσουν μια κριτική, πίσω από την οποία βρίσκεται η αντιπαράθεση του παλιού με το νέο και του ντόπιου με το ξένο».
Στα πανηγύρια του Δεκαπενταύγουστου εντοπίζονται και αλλαγές στο τελετουργικό της γιορτής, που ενίοτε συνδέεται με το πανηγύρι. «Παρατηρείται αυτό που ονομάζουμε “φολκλοροποίηση της λατρείας”. Προσπαθούν οι τοπικές εκκλησιαστικές αρχές να εισαγάγουν ορισμένα στοιχεία πιο θεαματικά, για να τραβήξουν το ενδιαφέρον του κόσμου, με πιο χαρακτηριστικό τον Επιτάφιο και τα Εγκώμια της Παναγίας, κάτι που τα τελευταία δέκα χρόνια έχει κατακλύσει τον ελληνικό χώρο», σημειώνει ο καθηγητής.
Η παρουσία των ξένων επισκεπτών έχει επίσης επιδράσει στα πανηγύρια, «κυρίως στην επιδίωξη της χρήσης του λαϊκού πολιτισμού ως στοιχείου προσέλκυσης τουριστών», λέει ο κ. Βαρβούνης. «Είναι ένας στόχος που προβάλλεται σε όλα τα επίπεδα: καλός ο λαϊκός πολιτισμός, αλλά χρειάζονται και αναπτυξιακά αποτελέσματα. Γίνεται, λοιπόν, μια προσπάθεια εντυπωσιασμού ίσως, με τα πανηγύρια να αποτελούν ένα πρόσφορο μέσο. Θα δει κανείς τουρίστες να έρχονται ακόμη και οργανωμένα. Πίνουν και χορεύουν, καταλαβαίνετε με ποιον τρόπο, ιδίως σε γρήγορους χορούς. Αλλά το ευχαριστιούνται όλοι. Προκύπτει μια χαλάρωση της εθιμοταξίας, του ποιος θα χορέψει και με ποιον. Σε ένα χορό, δεν χορεύουν πια μόνο μια οικογένεια και οι φίλοι της. Κάτι που σημαίνει μεγαλύτερη σύσφιγξη, όλων των σχέσεων».

