Υπό άλλες συνθήκες, δεν θα μπορούσα να φανταστώ πολλούς λόγους για να συνυπάρξουν σε ένα κείμενο η Κάιλι Μινόγκ και η Μπεθ Γκίμπονς. Να όμως που το Release Athens δημιούργησε την αφορμή, με το να φέρει τις δύο κυρίες με λίγα εικοσιτετράωρα διαφορά στην Αθήνα και να πλέξει τις αντιθέσεις τους: τη μεν πρώτη ως headliner στη φετινή ποπ μέρα του φεστιβάλ στην Πλατεία Νερού, τη δε δεύτερη σε μια ειδική βραδιά, δεδομένου ότι για να τη δούμε ανεβήκαμε τα σκαλιά για τον Λυκαβηττό, σε μια συνθήκη μακριά από τα πομπώδη φεστιβαλικά μεγέθη.
Η μία κρατά τα σκήπτρα της «πριγκίπισσας της ποπ», η άλλη έλαβε το χρίσμα της στο εναλλακτικό πάνθεον, που την τιμά ανεξαιρέτως από τα 90s και τις τριπ χοπ περιπέτειες των Portishead, μέχρι τις αραιές αλλά ουσιώδεις σόλο εμφανίσεις της στη νέα χιλιετία. Η μία στο κατώφλι, η άλλη στο ακριβές πέρασμα των 60. Η μεν γαλαντόμα εξωστρεφής, η δε η προσωποποίηση της εσωστρέφειας. Και οι δυο τους βέβαια, μπορούν να αποδείξουν ότι το να μεγαλώνεις όμορφα, δεν συνεπάγεται μία και μόνο διαδρομή.
Κάιλι Μινόγκ: Η βασίλισσα του πάρτι

Το βράδυ της Παρασκευής 18 Ιουλίου η Πλατεία Νερού είχε γεμίσει αρκετά πυκνά ακόμα και στα συνήθως αραιά της σημεία, με κόσμο πολύχρωμο και πολυφωνικό. Πολλοί από αυτούς δεν σνόμπαραν τη «γιουροβιζιονική» Loreen που προηγήθηκε της Κάιλι Μινόγκ, ίσα ίσα ήρθαν και γι’ αυτή. Στην πλατεία συνυπήρχαν χρωματιστές βεντάλιες και άφθονο γκλίτερ, φαντεζί αυτοσχέδια λουκ και κάποια καουμπόικα καπέλα (αλήθεια, γιατί σε κάθε μεγάλη συναυλία, από την Μπιγιονσέ μέχρι τους Fontaines DC, θα πετύχει κανείς επίδοξες καουμπόισσες;).
Η Tension Tour, το ευρωπαϊκό κομμάτι της οποίας έκλεισε στην Αθήνα, υποσχόταν το μεγαλύτερο σόου που έχει κάνει η Κάιλι Μινόγκ την τελευταία δεκαπενταετία. Δεν αμφιβάλαμε ιδιαίτερα γι’ αυτό, ακόμα και όσοι δεν είχαμε μέτρο σύγκρισης, αφού το υπερυψωμένο κομμάτι της σκηνής, οι χορευτές, οι παραταγμένες τραγουδίστριες στα φωνητικά, η μεγάλη οθόνη στο πίσω μέρος, προετοίμασαν από τα πρώτα δευτερόλεπτα για ένα μεγάλο και καθαρόαιμο ποπ σόου.


Αυτό ακριβώς που ήταν δηλαδή αυτή η σχεδόν δίωρη εμφάνιση. Η Κάιλι Μινόγκ είναι αυτό που λέμε «crowd pleaser»: ξέρει τι θέλει το κοινό της και του το προσφέρει απλόχερα. Ενα κοινό που τραγουδούσε, χόρευε και χειροκροτούσε δυνατά, αλλά όχι εκκωφαντικά, καθώς εδώ είχαμε κόσμο όχι αμιγώς συναυλιακό. Τρόπον τινά, η συναυλία της αυτή ήταν το δικό της «Eras Tour»: ένα μεγάλο medley τραγουδιών από όλες τις φάσεις της καριέρας της, από το εθιστικό «Loco-motion» μέχρι τις disco αναζητήσεις της των τελευταίων ετών. Το σετ είχε τη χάρη να μην κουράζει καθόλου, αφού η ροή –σε ελάχιστα σημεία διακόπηκε η μουσική και επικράτησε σιγή– δεν σε άφηνε να νιώσεις κάποια «κοιλιά», ακόμα και όταν τα κομμάτια που παίζονταν δεν ήταν ιδιαίτερα γνώριμα.
Η Κάιλι Μινόγκ, ως σωστή ποπ σταρ, άλλαξε κάμποσα εντυπωσιακά κοστούμια, αψηφώντας τη ζέστη που σίγουρα δεν βοηθούσαν οι επιπλέον δερμάτινες μπότες. Με αστείρευτη ενέργεια, παρέδωσε ένα σόου απόλυτα καλοκουρδισμένο, μα χωρίς να λείπει ο παράγοντας του αυθορμητισμού. Η Αυστραλή δεν σταμάτησε να μιλάει στο κοινό, έχοντας μάθει καλά τα σπαστά ελληνικά της για να μας πει «Καλησπέρα», «Ευχαριστώ», «Σας αγαπώ». Εμαθε κιόλας στο λεπτό να λέει «Κωνσταντίνα», όταν διάλεξε ένα κορίτσι από τις πρώτες σειρές για να της χαρίσει ένα τριαντάφυλλο και να της τραγουδήσει σχεδόν εξομολογητικά και ακαπέλα το ρεφρέν από το «Where the Wild Roses Grow».
Μπεθ Γκίμπονς: Το σμίλεμα του χρόνου

Την Κυριακή 20 Ιουλίου, πάλι, τα πράγματα ήταν σχεδόν «οικογενειακά». Το θέατρο του Λυκαβηττού γέμισε αργά μα σταθερά με γνωστούς-άγνωστους που αφοσιωμένα δίνουν το «παρών» στα μικρά και στα μεγάλα λάιβ. Υστερα από ένα ζέσταμα από τον Μπιλ Ράιντερ-Τζόουνς, που σχεδόν έμοιαζε σαν να μη θέλει να μας ενοχλήσει, το πίσω μέρος της σκηνής καλύφθηκε με κουρτίνες που τα φώτα «έβαψαν» κόκκινες –αδύνατο να αντισταθεί κανείς σε αναφορές στο «Black Lodge» και το «Roadhouse» του «Twin Peaks».
Το στήσιμο στη σκηνή, αριστοτεχνικό: μπροστά έγχορδα, αριστερά και δεξιά, πίσω στις ίδιες θέσεις, ντραμς και κρουστά και στη μέση το «κέντρο ελέγχου» από πλήκτρα, καλώδια, κουμπιά, αλλά κυρίως, την Μπεθ Γκίμπονς. Η τραγουδίστρια σε καμία περίπτωση δεν σπατάλησε περιττό χρόνο για την εικόνα της, αρκούσε ένα παντελόνι κάργκο και ένα φανελάκι, που σαν να ενίσχυαν τον σχεδόν «αντρικό» τρόπο που κρατά πάντα το μικρόφωνο.


Δεν της αρέσει να αντικρίζει κατάματα το κοινό, προτιμά να κοιτά ψηλά ή να κουρνιάζει σε θέση προφίλ. Η φωνή της θα μπορούσε να βγαίνει απευθείας από ηχογράφηση δίσκου, ζεστή, κοφτερή και ατάραχη. Αερικό δεν γίνεται ποτέ, όσο και αν θα της ήταν βολικό να κάνει κάτι τέτοιο. Παραμένει στιβαρή σε κάθε κίνηση και λέξη της και με έναν άφατο τρόπο παρασέρνει τον κόσμο να γνέψει στη συχνότητά της.
Αλλά η Μπεθ Γκίμπονς, συνειδητή «crowd pleaser» δεν γίνεται ποτέ. Ασχέτως αν τα καταφέρνει γιατί πολλοί εδώ εκτιμούν ισόποσα τη σόλο Γκίμπονς, αυτή που συνεργάστηκε με τον Rustin Man κι αυτή που είναι η φωνή των Portishead. Αλλά θα παίξει ανακατεμένο ολόκληρο το περσινό «Lives Outgrown», γιατί αυτή είναι σήμερα και θα αρκεστεί σε δύο κομμάτια από το «Out of Season» («Mysteries», «Tom the Model») και άλλα δύο από τη δισκογραφία των Portishead, το «Roads» και το «Glory Box». Στο encore ήταν και οι μόνες στιγμές που το κοινό έσπασε τον κύκλο εσωστρέφειας, τραγουδώντας και χειροκροτώντας ζωηρά.
Για εκείνη, ό,τι περισσεύει δεν έχει νόημα. Και δεν θα είχε για κανέναν αυτή τη βραδιά. Στο τέλος ευχαριστεί το κοινό, 75 λεπτά μετά το πρώτο βήμα στη σκηνή, περισσότερο σαν να εκτίμησε που γίναμε κοινωνοί της μικρής αυτής τελετής και πολύ λιγότερο σαν να επιζητά επιβεβαίωση.


Στην περίπτωση της Κάιλι Μινόγκ η κατάβαση έγινε στον χρόνο και στης Μπεθ Γκίμπονς στην έννοια του χρόνου. Η μία περιδιάβηκε τα 80s, τα 90s και το μιλένιουμ παρατακτικά, μέσα από επιτυχίες που μεγάλωσαν δυο – τρεις γενιές, αν κρίνουμε κιόλας από το πρόσφατο «Padam Padam» που είναι το δεύτερο πιο πολυακουσμένο κομμάτι της στο Spotify. Η άλλη παίρνει τον χρόνο και τον σμιλεύει με τη στοχαστική ευαισθησία της. Οσοι καταφέρουν να εκπέμψουν έστω για λίγο μαζί της σε αυτό το μήκος κύματος, είναι τυχεροί.
Η χαρά της Μπεθ Γκίμπονς ήταν πηγαία. Ακόμα και αν της είναι κάπως δύσκολο να γίνει επικοινωνιακή, όπως μαρτυρούσαν οι έντονες και αμήχανες κινήσεις των χεριών της όταν απευθυνόταν στο κοινό. Ομοίως και της Κάιλι Μινόγκ που στα 57 της, μοιάζει να μην έχει ανάγκη να φορέσει το ρούχο της ντίβας, παρά μόνο να γιορτάσει το άστρο, την ομορφιά της και τη ζωή, χαμογελώντας αυθεντικά. Σίγουρα και οι δύο, μπήκαν στα καμαρίνια τους μετά την τελευταία υπόκλιση με μια κάποια ικανοποίηση. Και κυρίως, ζητώντας κάτι να πιουν (η Κάιλι σίγουρα το δικό της κρασί), αν κρίνουμε από το πόσες φορές και οι δυο τους γύρισαν στο πίσω μέρος της σκηνής για λίγες γουλιές νερό. Στην υγειά τους.

