Την ώρα που οι συζητήσεις της Δευτέρας μεταξύ Αθηναίων αφορούσαν, σχεδόν αποκλειστικά, την παράσταση στην Επίδαυρο για τα ευρήματα και τα σφάλματα του σκηνοθέτη ή πόσο έχει ακριβύνει το σετ με τις ξαπλώστρες στις παραλίες, ένα άλλο πολύ μικρότερο ποσοστό αναπολούσε τις ονειρικές στιγμές που έζησε την Κυριακή το βράδυ στο Πάρκο του Κέντρου Πολιτισμού – Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος με τη συναυλία του κουαρτέτου του φημισμένου Μπράνφορντ Μαρσάλις, στο πλαίσιο των δωρεάν εκδηλώσεων Parklife.
Ο Μπράνφορντ ανήκει στην πιο φημισμένη οικογένεια τζαζ μουσικών της Αμερικής ή μάλλον, για να είμαστε ακριβείς, είναι η μοναδική οικογένεια που έχει βραβευθεί ως National Endowment for the Arts Jazz Masters, τη μεγαλύτερη τιμή στις ΗΠΑ, ως θεματοφύλακας της μουσικής τους παράδοσης. Με τη σπουδαιότητά τους να έγκειται στο ότι, ως μουσικοί, συνδυάζουν την κλασική παιδεία με επιρροές από τη γενέτειρά τους Νέα Ορλεάνη.
Ο πατέρας τους Ελις, σπουδαίος πιανίστας, υπήρξε δάσκαλός τους, με τέσσερις από τους έξι γιους του να γίνονται φημισμένοι μουσικοί. Πρώτος κατέκτησε τη φήμη ο τρομπετίστας Γουίντον και στη συνέχεια ο σαξοφωνίστας Μπράνφορντ, τον οποίο αποκαλούν «instrumental avatar», καθώς συμμετέχει ως σολίστας σε ορχήστρες όπως αυτή της Νέας Υόρκης, ηχογραφεί έργα σύγχρονων κλασικών συνθετών, κάνει περιοδείες με τον Στινγκ, συνεργάζεται με τους Grateful Dead, συμμετέχει ως μουσικός στο The tonight show, ενώ παράλληλα διδάσκει σε πανεπιστήμια.
Το Branford Marsalis Quartet είναι ένα εξαιρετικά δεμένο σύνολο άρτιων μουσικών, χωρίς καμιά ταξική χωροθέτηση στη σκηνή και με μοναδική επικοινωνία. Στην πρώτη σειρά όλοι τους, ξεκινώντας από αριστερά ο πιανίστας Τζόι Καλντεράζο, στη συνέχεια ο μπασίστας Ερικ Ρέβις και, τέλος, ο ντράμερ Τζάστιν Φόλκνερ με το πρόσωπό του στραμμένο προς τους άλλους μουσικούς για να συνδιαλέγεται μαζί τους. Ο Μαρσάλις ενάλλασσε στα χέρια του το σοπράνο και το τενόρο σαξόφωνο, βγαίνοντας μπροστά για να παίξει και να αποχωρήσει πίσω από τους μουσικούς, παραχωρώντας τους τη σκηνή ολοκληρωτικά. Επαιξαν κομμάτια από την τελευταία δισκογραφική δουλειά τους με την Blue Note με τίτλο «Belonging», εμπνευσμένη από το αντίστοιχο άλμπουμ του 1974 του Κιθ Τζάρετ, αλλά και συνθέσεις του πιανίστα Τζόι Καλντεράζο, με το κοινό να «λύνεται» στο ανκόρ και να σηκώνεται επιτέλους να χορέψει.
Η χορηγία και η δημοκρατία
Χρόνια πριν, όταν το πάρκο είχε παραδοθεί στο κοινό και όλοι σχολίαζαν τα σιντριβάνια, τα κτίρια, τους κήπους, μια φίλη αρχιτέκτονας είχε συνοψίσει την κριτική της στο ότι «πρόκειται για ένα δημοκρατικό έργο». «Είσοδοι παντού, όλοι καλοδεχούμενοι, χώρος για όλους». Τη φράση της θυμήθηκα και πάλι στη διάρκεια της συναυλίας. Αφορμή, η δυνατότητα που δόθηκε σε όλους μας να βρεθούμε εκεί μαζί με τις οικογένειές μας.
Αν και η παρούσα οικονομική στενωπός με τους δυσβάσταχτους λογαριασμούς στο σούπερ μάρκετ δεν επιτρέπει να γκρινιάξει κανείς για το κόστος των εισιτηρίων, πόσοι από εμάς δεν έχουμε απογοητευθεί όταν ξέρουμε ότι είναι σχεδόν αδύνατο να μυήσουμε τα παιδιά μας σε ένα μουσικό είδος (στην προκειμένη περίπτωση την τζαζ) όταν ένα φθηνό εισιτήριο κοστίζει 50 ευρώ;
Και αν θεωρείται ότι ένα συναυλιακό γεγονός δεν είναι κάτι απαραίτητο, μόλις πριν από δύο ημέρες σε αυτές τις σελίδες είχε δημοσιευθεί η είδηση ότι το υπουργείο Πολιτισμού μαζί με το αντίστοιχο Δικαιοσύνης έχει δημιουργήσει πρόγραμμα για ανήλικους παραβάτες για την επανένταξή τους μέσω του πολιτισμού. Το κοινό στο γρασίδι το αποδείκνυε. Δίπλα μας μια οικογένεια με εφήβους, μπροστά και σχεδόν στα πόδια μας τρία νεαρά κορίτσια, πίσω ένα ζευγάρι στα 18, άνθρωποι άνω των 60 περιμετρικά στις καρέκλες, ενώ παντού έβλεπες παιδιά. Αν η συναυλία δεν ήταν δωρεάν, οι περισσότεροι από αυτούς δεν θα βρίσκονταν εκεί.

