Μπλουζάκια με όλες τις γραμματοσειρές των Green Day, από το πολυγωνικό logo του «Kerplunk» μέχρι εκείνο το περιτριγυρισμένο από μαϊμούδες και ζέπελιν του «Dookie» και την «ταγκιά» του «21st Century Breakdown» είναι ατάκτως ερριμμένα σε όλη τη ζώνη Α στον αίθριο χώρο του ΟΑΚΑ – και φαντάζομαι η εικόνα δεν διαφέρει ιδιαίτερα και στη μεγάλη ζώνη πίσω. Τα φορούν τριαντάρηδες που θυμούνται πότε και πού αγόρασαν το cd του «American Idiot», σαρανταπεντάρηδες που αναπολούν την ’90s έκρηξη του pop punk, αλλά και κορίτσια που έμαθαν τους Green Day είτε από τον μπαμπά τους –που τα συνοδεύει εδώ– είτε ίσως από το TikTok αν κρίνουμε από την ηλικία τους.
Το Ejekt Festival που αναλαμβάνει να φέρει για πρώτη φορά το τρίο από το Οκλαντ της Καλιφόρνιας στην καυτή (κυριολεκτικά) Αθήνα γιορτάζει φέτος τα 20 του. Οσα χρόνια ακριβώς, δηλαδή, περιμένουμε πολλοί αυτή τη στιγμή, που προδιαγεγραμμένα σκοπεύουμε να ζήσουμε αναδρομικά για τον εφηβικό εαυτό μας. Οι Green Day είναι οι αδιαφιλονίκητοι πρωταγωνιστές της βραδιάς, επομένως, επικουρικό ρόλο αναλαμβάνουν τα ζόρικα, λόγω ζέστης, σετ των Overjoyed και Inhaler, αλλά και των συμπαθέστατων για να πίνεις μπίρες Kooks που προηγήθηκαν των headliners.

Οι μυημένοι ξέρουν τι σημαίνει το άκουσμα του «Bohemian Rhapsody» που βγαίνει από τα ηχεία στις 21.15 ακριβώς και μας κάνει όλους να δώσουμε με μια φωνή το σήμα, συνεχίζοντας και στο «κάλεσμα» του «Blitzkrieg Bop» των Ramones που ακολουθεί. Ευτυχώς, οι Green Day με τη σειρά τους ξέρουν πολύ καλά για τι θα τους θυμάται η μουσική ιστορία γι’ αυτό και αφήνουν απέξω σχεδόν εξ ολοκλήρου τα κάμποσα άνευρα άλμπουμ της (άνισης) καριέρας τους.
Δικαίως, λοιπόν, τη στιγμή που οι τρεις τους (Μπίλι Τζο Αρμστρονγκ, Μάικ Ντερντ, Τρε Κουλ) βγαίνουν στη σκηνή, πίσω τους φουσκώνει μια τεράστια «heart grenade», όπως βάφτισαν το 2004 την παραλλαγή της χειροβομβίδας του «American Idiot». Ξεκινούν με το ομώνυμο κομμάτι και τιμούν τον δίσκο αυτό περισσότερο από κάθε άλλο, παίζοντας τα έξι από τα εννέα κομμάτια του. Και επειδή οι καιροί –και οι πρόεδροι– αλλάζουν, ο σχετικός στίχος αλλάζει αντίστοιχα σε «I’m not a part of the MAGA agenda». Θα τιμήσουν με εξίσου πομπώδη τρόπο και την έτερη κορυφαία τους στιγμή, το «Dookie», με ένα ιπτάμενο ζέπελιν που γράφει «Bad year» και πέταξε πάνω από το πλήθος για να του ρίξει μικρά αναμνηστικά ζέπελιν μέσα στη βραδιά.
Ξεκινούν με το ομώνυμο κομμάτι του «American Idiot» και τιμούν τον δίσκο αυτό περισσότερο από κάθε άλλο, παίζοντας τα έξι από τα εννέα κομμάτια του.
Ο τρόπος που ο Αρμστρονγκ σαρώνει τη σκηνή επί 90 λεπτά, το «ινσταγκραμικό» βγάλσιμο της γλώσσας του Ντερντ κάθε φορά που έρχεται κοντά στο κοινό για να τον πιάσει όπως πρέπει ο φακός, η πάντα καρτουνίστικη φιγούρα του Τρε Κουλ στα τύμπανα αποπνέουν μια ενέργεια που σε καμία περίπτωση δεν μαρτυρεί τα 53 χρόνια εκάστου. Και την ίδια στιγμή, οι Green Day είναι απολύτως επαγγελματίες, χωρίς ίχνος αρνητικής χροιάς σε αυτό. Ξέρουν τι θέλει το κοινό, του το δίνουν και το προτρέπουν ταυτόχρονα.
Ο Αρμστρονγκ έχει το χάρισμα να κάνει ένα σόου που δεν αφήνει κανέναν παραπονεμένο, από τον σκληροπυρηνικό μέχρι εκείνον που ήρθε για το «Boulevard of Broken Dreams» και το «Wake Me Up When September Ends». Αστειεύεται πως με τόσους Ελληνες που ήρθαν να τους δουν έγιναν… Greek Day και κάνει φουλάρι μια ελληνική σημαία στο «Jesus of Suburbia». Ποιος δεν θα θυμάται να τραγουδά με όλη τη δύναμη της φωνής του αυτό και το «Basket Case»; Και ποιος δεν κρατάει σαν καρτ ποστάλ την εικόνα της μπάντας-συμμορίας που πετούσε πένες και μπαγκέτες στο αποχαιρετιστήριο «Good Riddance»;
Αδύνατο να μη δεις αυτή τη συναυλία ως το κλείσιμο των πιο αθώων ανοιχτών λογαριασμών. Αλλά εξίσου αδύνατο και να μην την απολαύσεις σαν αυτό που ήταν: ένα δυνατό, «ορθόδοξο» ροκ σόου που δεν πήρε ανάσα στιγμή.
Φεύγω με μια πράσινη καρδιά στο μάγουλο που έχει θαμπώσει από τον ιδρώτα, αλλά πρωτίστως, με μία πένα του Μάικ Ντερντ στην τσέπη. Να τι θα γυρνούσα να πω στον δεκατριάχρονο εαυτό μου.


