Κορυφαίος πιανίστας, μαέστρος και αναμορφωτής της κινηματογραφικής και τηλεοπτικής μουσικής, ο Λάλο Σίφριν πέθανε στις 26 Ιουνίου στο Λος Αντζελες, σε ηλικία 93 ετών. Γεννήθηκε στο Μπουένος Αϊρες το 1932 και μεγάλωσε σε μουσική οικογένεια, με πατέρα αρχιμουσικό, πρώτο βιολί στο Teatro Colón, την εντυπωσιακή κεντρική Λυρική Σκηνή της πόλης και μια από τις κορυφαίες του κόσμου. Ξεκίνησε μαθήματα κλασικού πιάνου στα έξι του και στα δεκαέξι του ανακάλυψε την τζαζ, μια μουσική που εκείνη την εποχή ήταν «λογοκριμένη» από την εθνικιστική κυβέρνηση του Περόν, που ήθελε να προστατεύσει την αργεντίνικη κουλτούρα από την «αγγλοσαξονική εισβολή».
Οι «αιρετικοί» τζαζ δίσκοι βρίσκονταν σε ενημερωμένα δισκάδικα, και ο έφηβος Σίφριν αποκτούσε δισκοθήκη και αποστήθιζε τα περίπλοκα σόλο του Τσάρλι Πάρκερ. Οταν ανακοίνωσε στον πατέρα του πως θέλει να συνεχίσει τις σπουδές του στην τζαζ και όχι ως πιανίστας, εκείνος του επέβαλε να σπουδάσει κοινωνιολογία και νομικά. Ο εικοσάχρονος Σίφριν υπάκουσε, αλλά το μυαλό του ήταν στην άλλη άκρη του Ατλαντικού.
Το 1952, έχοντας κερδίσει μια υποτροφία για το περίφημο Κονσερβατόριο του Παρισιού, μετακόμισε στη γαλλική πρωτεύουσα όπου είχε την τύχη να μαθητεύσει δίπλα σε δύο από τους σημαντικότερους συνθέτες και παιδαγωγούς του 20ού αιώνα: τον Ολιβιέ Μεσιάν, από τον οποίο αφομοίωσε τις περίπλοκες ρυθμικές δομές και τις πρωτοποριακές αρμονίες, και τον Σαρλ Κεκλέν, μαθητή του Μορίς Ραβέλ, που του μετέδωσε τη γαλλική παράδοση της ενορχήστρωσης και της ηχητικής φινέτσας. Αυτή η αυστηρή ακαδημαϊκή εκπαίδευση του προσέφερε τα τεχνικά εφόδια και τη δομική κατανόηση που θα αποτελούσαν αργότερα τον σκελετό των πιο σύνθετων κινηματογραφικών του έργων.
Τα βράδια, όμως, ζούσε μια άλλη ζωή: για να καλύψει τα έξοδά του έπαιζε πιάνο σε τζαζ κλαμπ, σαν το Club St Germain, συνοδεύοντας συχνά μεγάλους μουσικούς όπως ο Τσετ Μπέικερ, με τον οποίο έπαιξε ζωντανά το 1954. Η παρισινή περίοδος κορυφώθηκε το 1955, όταν εκπροσώπησε την Αργεντινή στο Διεθνές Φεστιβάλ Τζαζ της πόλης, όπου έπαιξε πιάνο δίπλα στον Αστορ Πιατσόλα.
Οταν την επόμενη χρονιά επέστρεψε στη χώρα του, ήταν πλέον ένας ολοκληρωμένος μουσικός, με βαθιά γνώση τόσο της κλασικής όσο και της τζαζ μουσικής. Ιδρυσε τη δική του big band, μια ορχήστρα 16 ατόμων που έγινε μέρος ενός δημοφιλούς εβδομαδιαίου τηλεοπτικού σόου και θεωρήθηκε η πρώτη μοντέρνα τζαζ ορχήστρα σε ολόκληρη τη Νότια Αμερική. Παράλληλα, άρχισε να συνθέτει για τον κινηματογράφο, γράφοντας μουσικά θέματα για αργεντίνικες ταινίες.
Την ίδια χρονιά, το 1956, ήρθε η καθοριστική στιγμή για τη διεθνή καριέρα του, όταν ο θρύλος της τζαζ Ντίζι Γκιλέσπι επισκέφθηκε την Αργεντινή και άκουσε την ορχήστρα του Σίφριν να παίζει. Εντυπωσιασμένος από τις ενορχηστρώσεις και το παίξιμό του στο πιάνο, τον ρώτησε αν θα ήθελε να πάει στις Ηνωμένες Πολιτείες για να γίνει πιανίστας και ενορχηστρωτής του. Η πρόταση έγινε δεκτή.
Ο Αργεντίνος Λάλο Σίφριν (1932-2025) διηύθυνε παράλληλα συμφωνικές ορχήστρες σε όλο τον κόσμο, κατέκτησε (και) το Χόλιγουντ, αφού προηγουμένως μάγεψε τον θρύλο της τζαζ Ντίζι Γκιλέσπι.
Δύο χρόνια αργότερα, το 1958, ο Σίφριν μετακόμισε στις ΗΠΑ. Αρχικά εργάστηκε ως ενορχηστρωτής για τη δημοφιλή λάτιν ορχήστρα του Ξαβιέ Κουγκά και το 1960 ξεκίνησε με τον Γκιλέσπι διετή συνεργασία που άφησε ένα από τα πιο εμβληματικά έργα της τζαζ, τη σουίτα «Gillespiana». Η ηχογράφηση έτυχε αποθεωτικής υποδοχής και τον καθιέρωσε ως συνθέτη που μπορούσε να συνδυάζει την κλασική δομή με την ελευθερία της τζαζ. Ο νεαρός Αργεντίνος, 28 ετών τότε, είχε μόλις ανοίξει διάπλατα τις πόρτες της αμερικανικής μουσικής βιομηχανίας.
Η φήμη του ως καινοτόμου συνθέτη και ενορχηστρωτή δεν άργησε να φτάσει στο Χόλιγουντ. Το 1963 η Metro-Goldwyn-Mayer του ανέθεσε την πρώτη του δουλειά για ταινία, την αφρικανική περιπέτεια «Rhino!». Αυτή η ανάθεση τον οδήγησε την ίδια χρονιά να μετακομίσει στο Λος Αντζελες όπου θα γινόταν μόνιμος κάτοικος και, το 1969, Αμερικανός πολίτης.
To αστέρι του έλαμψε αρχικά στη μικρή οθόνη, με τις συνθέσεις του για δημοφιλείς σειρές όπως το «The Alfred Hitchcock Hour» και το «The Man From U.N.C.L.E.». Ωστόσο η στιγμή που τον εκτόξευσε στη στρατόσφαιρα της ποπ κουλτούρας ήρθε το 1966, όταν συνέθεσε το θέμα για την, πρωτοεμφανιζόμενη τότε, κατασκοπική σειρά «Mission: Impossible» (Επικίνδυνη Αποστολή). Με τον χαρακτηριστικό ρυθμό του ριζώθηκε βαθιά στο συλλογικό υποσυνείδητο ως σύμβολο της έντασης, της δράσης και του «επείγοντος». Οπως κατάφερνε να κάνει ένας άλλος μεγάλος συνθέτης του κινηματογράφου της εποχής, ο Μπέρναν Χέρμαν, ο Λάλο Σίφριν έγραφε μουσική που είχε τη δύναμη να μιλήσει στο μυαλό και στην καρδιά του θεατή.
Επιπλέον, ήταν μια μουσική αφηγηματική: τα θέματα που έγραψε για ταινίες όπως το «Bullitt» (1968) και το «Dirty Harry» (1971), δεν ήταν μια συνοδεία της αφήγησης, αλλά αναπόσπαστο κομμάτι της. Στα αριστουργηματικά πέντε λεπτά των τίτλων του «Dirty Harry», οι ήχοι που σμιλεύει γράφουν ένα ιδανικό σάουντρακ για τον σκληρό επιθεωρητή Κάλαχαν και το δυστοπικό Σαν Φρανσίσκο του 1971, αφήνοντας τον πραγματικό αχό της πόλης και των δρόμων της να διαχυθεί μέσα στην ηχογράφηση. Οσο για τη μουσική φαρέτρα του, αυτή απλωνόταν σε όλο τον πλανήτη, παντρεύοντας αναπάντεχα και εκρηκτικά παραδόσεις και αναφορές από την Ευρώπη, την Αφρική και τη Βόρεια και Νότια Αμερική.
Η παραγωγικότητά του συνεχίστηκε αμείωτη τις επόμενες δεκαετίες. Εγραψε μουσική για δεκάδες ταινίες και τηλεοπτικές σειρές, ενώ παράλληλα διηύθυνε συμφωνικές ορχήστρες σε όλο τον κόσμο. Το 1990 ενορχήστρωσε τη μουσική για την ιστορική συναυλία των «Τριών Τενόρων» στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Ιταλίας και η ηχογράφηση έγινε μία από τις μεγαλύτερες εμπορικές επιτυχίες στην ιστορία της κλασικής μουσικής. Το 1997 ίδρυσε τη δική του δισκογραφική εταιρεία, την Aleph Records, για να κυκλοφορεί τόσο νέες ηχογραφήσεις, όσο και επανεκδόσεις του τεράστιου καταλόγου του.
Η συνεισφορά του αναγνωρίστηκε με αμέτρητες διακρίσεις, συμπεριλαμβανομένων τεσσάρων βραβείων Grammy και έξι υποψηφιοτήτων για Οσκαρ. Η ύψιστη τιμή ήρθε το 2018, όταν η Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογραφικών Τεχνών και Επιστημών τού απένειμε ένα τιμητικό Οσκαρ για τη συνολική προσφορά του στην τέχνη της κινηματογραφικής μουσικής. Το βραβείο το έδωσε ο φίλος και συνεργάτης του Κλιντ Ιστγουντ, ο οποίος μίλησε για τη μουσική που καθόρισε τη ζωή και την καριέρα του μεγάλου συνθέτη, την τζαζ, σχολιάζοντας πως πρόκειται για τη «γνήσια μουσική της Αμερικής». Ο Σίφριν συμπλήρωσε: «η τζαζ είναι η αμερικανική κλασική μουσική»…

