Ο ιδιοφυής αλχημιστής των μουσικών συνθέσεων

4' 58" χρόνος ανάγνωσης

Στο πάνθεον της μουσικής, ανάμεσα στις μεγάλες φωνές της τζαζ και στους σπουδαίους συνθέτες, στέκεται ντροπαλά ένας 23χρονος σέρφερ από την Καλιφόρνια. Λέγεται Μπράιαν Γουίλσον, φοράει ριγέ μπλουζάκι και θυμίζει περισσότερο κάποιον συμπαθητικό, γκαφατζή χαρακτήρα από εφηβικά κόμικς, παρά έναν κορυφαίο συνθέτη. Εφυγε από τη ζωή στα 83 του χρόνια, πριν από λίγες ημέρες, αλλά στον παράδεισο της μουσικής θα είναι πάντα 60 χρόνια νεότερος, όπως το 1966, όταν ηχογραφούσε ίσως το πιο συγκινητικό ερωτικό τραγούδι που γράφτηκε ποτέ, το «Don’t Talk» (Put Your Head on my Shoulder). Αυτό μαζί με άλλα δώδεκα κομμάτια ενώθηκαν τότε σε ένα ενιαίο ηχητικό αφήγημα στον ουρανοκατέβατο δίσκο «Pet Sounds», την «ημέρα της Ανεξαρτησίας του Ροκ εν Ρολ», όπως γράφτηκε, και έναν προσωπικό θρίαμβο μιας εκπληκτικής μουσικής ιδιοφυΐας.

Ενας εκ των τριών αδελφών που έφτιαξαν την μπάντα-σύμβολο του καλιφορνέζικου τρόπου ζωής των ’60s, τους Beach Boys, ο Γουίλσον, γεννημένος το 1942, μεσουράνησε στις αρχές της δεκαετίας ποζάροντας με μια σανίδα στο χέρι, τραγουδώντας μαζί τους σε επιδέξιες τριφωνίες για τη ζωή δίπλα στο κύμα. Ο ίδιος, βέβαια, δεν έκανε ποτέ σερφ (τη μια φορά που δοκίμασε, η σανίδα παραλίγο να του βγάλει το μάτι…) αλλά οι πανίσχυροι συμβολισμοί της κουλτούρας του σπορ αρκούσαν για να συντηρήσουν το αφήγημα, εφόσον κιόλας εκείνο ήταν ντυμένο ηχητικά με κορυφαία ποπ μουσική. Για εκείνον, όμως, πίσω από τη «ζεστασιά του ήλιου» υπέβοσκε πάντοτε μια αδιόρατη μελαγχολία. Ακούγοντας μία από τις πρώτες επιτυχίες της μπάντας, το «Surfer Girl» του 1963, παίρνουμε μια γεύση από αυτό το «χάσιμο της αθωότητας», ένα φαινόμενο άλλωστε διάχυτο στην Αμερική του ’60. Στο ελεγειακό «The Lonely Sea» της ίδιας χρονιάς, τραγουδά αργόσυρτα, σχεδόν θρηνητικά, για το πώς «η μοναχική θάλασσα συνεχώς κινείται και δεν σταματά ποτέ για κανέναν – ούτε για μένα ούτε για σένα». Κάτω από τον καυτό ήλιο και με τα πόδια στην άμμο, ο σπόρος για το ιστορικό «Pet Sounds» είχε πέσει – ένα άλμπουμ που, όπως έγραψε πρόσφατα ο Μάκης Μιλάτος, «θα μας θυμίζει πάντα πώς έγινε η μετάβαση από την ανοησία στην ουσία».

Κατά τις ηχογραφήσεις, ο Γουίλσον ακολούθησε το μοντέλο παραγωγής του ειδώλου του Φιλ Σπέκτορ, γνωστού για τον «Τοίχο του Ηχου» (Wall of Sound), μια τεχνική που δημιουργούσε έναν ογκώδη ορχηστρικό ήχο μέσω της πολυεπίπεδης ταυτόχρονης ηχογράφησης δεκάδων οργάνων. Ο Γουίλσον υιοθέτησε αυτή την αίσθηση της «μεγάλης κλίμακας», αλλά αντί για έναν παχύ «θόρυβο» έψαξε για μελωδική διαύγεια και συναισθηματική πολυπλοκότητα, όπου κάθε όργανο θα είχε διακριτό ρόλο. Για την υλοποίηση αυτού του οράματος, όμως, δεν βασίστηκε στα μέλη της μπάντας του, αλλά σε μια ελίτ ομάδα κορυφαίων session μουσικών του Λος Αντζελες που λέγονταν The Wrecking Crew. Aυτοί, άλλωστε, ήταν οι μόνοι που μπορούσαν να εκτελέσουν άμεσα και με απόλυτη ακρίβεια τις απαιτητικές (και συχνά ανορθόδοξες) ενορχηστρώσεις του.

Ο Μπράιαν Γουίλσον (1942-2025) τόλμησε να παντρέψει την παράδοση του μελοδράματος, την κλασική και την εκκλησιαστική μουσική με την τζαζ και τα κινηματογραφικά και τηλεοπτικά σάουντρακ.

Η ηχητική παλέτα ήταν επαναστατική. Πέρα από τα στοιχεία μιας κλασικής ροκ ενορχήστρωσης, ενσωμάτωνε και μια τεράστια ποικιλία «απροσδόκητων» οργάνων: έγχορδα (βιολιά, βιόλες, τσέλο), πνευστά όπως γαλλικά κόρνα και φλάουτα, αλλά και ακορντεόν και τσέμπαλο. Το πιο χαρακτηριστικό, όμως, ήταν η χρήση ασυνήθιστων ήχων που λειτουργούσαν ως όργανα: κουδούνια ποδηλάτου, άδεια κουτάκια Coca-Cola ως κρουστά, πιάνα με «πινέζες» στις χορδές (tack piano) και, φυσικά, το απόκοσμο theremin. Μουσικές αλχημείες που έμοιαζαν να έρχονται από το μέλλον (έξι δεκαετίες μετά την ηχογράφησή τους, ακόμη ακούγονται φουτουριστικές), όπου η παράδοση του μελοδράματος, της κλασικής και της εκκλησιαστικής μουσικής από την Ευρώπη συναντά την τζαζ και τα κινηματογραφικά και τηλεοπτικά σάουντρακ από την Αμερική (ενδεικτική είναι η διασκευή του «Don’t Talk» από την Κάρμεν Μακρέι το 1967, όπου ακούγεται αμιγώς σαν κάποιο παλιό jazz standard). Με τον πήχυ τόσο ψηλά και το βλέμμα τόσο μακριά, ο δίσκος λειτούργησε σαν μια γέφυρα μεταξύ της λαϊκής τέχνης (pop art) και της υψηλής τέχνης (high art), παίζοντας καθοριστικό ρόλο στην «πολιτισμική νομιμοποίηση» της ποπ-ροκ μουσικής και αποδεικνύοντας ότι ένα άλμπουμ του χώρου μπορούσε κάλλιστα να αποτελεί ένα συνεκτικό σοβαρό έργο τέχνης. Σε μια εποχή που τα άλμπουμ ήταν, συνήθως, μια συλλογή ξεχωριστών κομματιών (ανάμεσά τους και κάποια εμπορικά σινγκλ), ο Γουίλσον δημιούργησε μια ολοκληρωμένη, συνεκτική καλλιτεχνική πρόταση, όπου κάθε κομμάτι θα συνέβαλλε σε ένα ενιαίο σύνολο. Οπως είχε πει ο ίδιος, «κάθε τραγούδι θα είχε σημασία». Το πρώτο «concept album» στον χώρο της ποπ-ροκ μουσικής είχε γεννηθεί, εμπνέοντας το θρυλικό «Sgt Pepper’s» των Beatles, οι οποίοι έβλεπαν έναν πιτσιρικά από την άλλη άκρη του Ατλαντικού να τους αποκαθηλώνει – έστω και προσωρινά.

Παρά την πολυπλοκότητα της σύλληψης και της δημιουργίας τους, οι μουσικές δημιουργίες του Γουίλσον αγγίζουν την καρδιά κάθε ακροατή, μυημένου ή μη: ποιος δεν συγκινείται ακούγοντας τα δάχτυλα της Κάρολ Kέι να χτυπούν ρυθμικά τις χορδές του μπάσου που ακούγονται σαν ζωντανό καρδιοχτύπι, ενώ έξι έγχορδα συνοδεύουν τη φωνή του Γουίλσον που λέει ικετευτικά,«πάρε το χέρι μου και άκου την καρδιά μου – άκου, άκου, άκου…», συντονίζοντας κάθε λέξη του με τον παλμό της; Το συναίσθημα μοιάζει αυθεντικό, σπαρακτικό, και η μουσική και τεχνική πρωτοπορία που το συνοδεύει, το κάνει βέλος που χτυπάει στην καρδιά.

Από τις ηχογραφήσεις του «Pet Sounds» προέκυψε, την ίδια χρονιά, και το θρυλικό «Good Vibrations», που ήταν η πιο ακριβή ποπ μουσική παραγωγή που είχε γίνει ποτέ. Σημείωσε παγκόσμια επιτυχία και σύσσωμος ο Τύπος έγραφε πως επρόκειτο για το «πιο περιπετειώδες δείγμα ποπ μουσικής που είχε ποτέ κυκλοφορήσει», χαρακτηρίζοντάς το «συμφωνία τσέπης». Την ίδια χρονιά ξεκίνησε και η συγγραφή της «εφηβικής συμφωνίας προς τον Θεό» με τίτλο «Smile», που όμως διακόπηκε λόγω των ψυχολογικών διαταραχών που βασάνιζαν τον Γουίλσον καθώς και διαφορών μεταξύ των μελών του συγκροτήματος. Οι ηχογραφήσεις έμειναν σε μαγνητοταινίες για σχεδόν 40 χρόνια και κυκλοφόρησαν το 2011, περιλαμβάνοντας εκτός από τα τραγούδια και ακυκλοφόρητες πρόβες και συνομιλίες από το στούντιο, ζωντανεύοντας μπροστά μας το ουρανοκατέβατο όραμα του «Dog Ears», του ανθρώπου που έλεγαν ότι είχε «ακοή σκύλου» και μπορούσε να συλλαμβάνει ήχους που οι άλλοι δεν μπορούσαν. Και να φανταστεί κανείς πως από την παιδική του ηλικία ήταν βαρήκοος από το δεξί αυτί…

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT