«If I look tired, signomi» («Αν δείχνω κουρασμένος, συγγνώμη»), λέει με σπασμένα… γκρίκλις από την άλλη άκρη της βιντεοκλήσης ο Ζαν Ζακ Μπερνέλ, το μόνο αυθεντικό μέλος που συνεχίζει το μουσικό όχημα των Stranglers, πέντε και βάλε δεκαετίες μετά τα πρώτα τους βήματα. Οπως εξηγεί, γύρισε μόλις το προηγούμενο βράδυ από το στούντιο του συγκροτήματος που βρίσκεται στο Λονδίνο, πίσω στη βάση του, στη Νότια Γαλλία.
Εκεί μένει εδώ και κάποια χρόνια, συγκεκριμένα από όταν έχασε τη μητέρα του. Στη Γαλλία έχει βρει το τέλειο μέρος για να απολαμβάνει καλό φαγητό, αλλά και να καβαλάει ξέγνοιαστα τη μηχανή του, τη δεύτερη μεγάλη του αγάπη μετά τη μουσική. Παρότι μεγάλωσε στο Λονδίνο, τον συνέδεε πάντα με τη Γαλλία η καταγωγή των γονιών του και υπάρχει από παλιά μέσα του, ως μία πλέον γλυκόπικρη παιδική ανάμνηση: «Πήγαινα στη Νορμανδία με τους παππούδες μου, χωρίς να καταλαβαίνω πως λίγα χρόνια πριν χιλιάδες άντρες πέθαναν στις ίδιες παραλίες που κολυμπούσα, για την ελευθερία της Ευρώπης», λέει.
Τον συνδέουν όμως και με τη χώρα μας πολλά. Σε λίγες μέρες οι Stranglers, η μπάντα με αειθαλείς επιτυχίες όπως το «Golden Brown» και το «Always The Sun» αλλά κυρίως με την ευλυγισία να κινούνται μεταξύ πανκ, ποστ πανκ και new wave χωρίς να χρειάζεται να «παρκάρουν» κάπου, θα επιστρέψουν στην Αθήνα για μια συναυλία στο Ηρώδειο, σβήνοντας νοερά τα 50 κεράκια τους.
Στην Αθήνα οι Stranglers έπαιξαν για πρώτη φορά πριν από ακριβώς 40 χρόνια, στο πρώτο μεγάλο ροκ φεστιβάλ της χώρας μας, το Rock in Athens, στο Καλλιμάρμαρο. Ο Ζαν Ζακ Μπερνέλ ανακαλεί στιγμές από εκείνη την εμφάνιση σαν να μην πέρασε μια μέρα: «Κάτω από τη σκηνή υπήρχαν χιλιάδες άνθρωποι και στο βάθος βλέπαμε την Ακρόπολη. Κάποια στιγμή ενώ παίζαμε είδα καπνό που άρχισε να την κρύβει, όλα έγιναν ένας μαύρος όγκος καπνού. Οταν τελειώσαμε το σετ μας, πήγα προς τα έξω να δω τι γίνεται. Υπήρχε πολύς κόσμος στον δρόμο, που απαιτούσε δωρεάν μουσική και έκαιγε αμάξια». Ολοι οι άλλοι μουσικοί κρύβονταν κάτω από τη σκηνή, όπως θυμάται, αλλά ο μπασίστας των Stranglers ήθελε να γυρίσει στο Χίλτον, όπου έμενε. «Ζήτησα από τον άνθρωπο της ασφάλειας να με πάει πίσω στο ξενοδοχείο μέσα από τον κόσμο. Ρώτησα τους υπόλοιπους μουσικούς αν θέλει κανείς να έρθει μαζί μου. Κανείς δεν τόλμησε, εκτός από μία». Και αυτή ήταν η Κορίν Μαριενό, η μπασίστρια των Γάλλων Téléphone.

Ο μουσικός θυμάται πολύ καλά και τη Μελίνα Μερκούρη που «ήταν χαμογελαστή και μας ενθάρρυνε πολύ όλους να γίνουμε μέρος αυτού του πράγματος», ως υπουργός Πολιτισμού τότε – το υπουργείο συνδιοργάνωνε το φεστιβάλ. Πέντε χρόνια αργότερα, ο μουσικός ξαναγύρισε στη χώρα μας αποκτώντας πλέον νέους φίλους, τους Magic De Spell, για τους οποίους ανέλαβε την παραγωγή δύο δίσκων τους. Γυρνάει τον χρόνο πίσω, σε έναν ζεστό Αύγουστο που τους ανάγκαζε να ηχογραφούν μόνο βράδυ, αλλά και μια ταβέρνα-στέκι τους στην Αλεξάνδρας που δεν υπάρχει πια, πριν πει με βαθιά εκτίμηση: «Οι Ελληνες είναι από τους πιο μορφωμένους ανθρώπους που έχω συναντήσει στον κόσμο. Και πρέπει να καταλάβουμε πως η Αθήνα είναι στο δυτικό DNA όλων μας».
«Το πανκ για μένα ήταν μια μεγάλη εκκλησία που μπορούσε να καλύ- ψει ό,τι δεν χωρούσε στο μέινστριμ ή δεν ήταν συμβατικό. Με αυτήν την έννοια, είμαστε πανκ».
«Οι Stranglers είναι σχεδόν συνομήλικοι με το Ηρώδειο», λέει σε άλλο σημείο της κουβέντας μας με φλεγματικό βρετανικό χιούμορ ο μπασίστας, που μετά και τον θάνατο του Τζετ Μπλακ και του Ντέιβ Γκρίνφιλντ, έχει αναλάβει τρόπον τινά να κρατάει ζωντανή την κληρονομιά του συγκροτήματος, ως μοναδικό ιδρυτικό μέλος του. Ακόμα και αν δεν το βλέπει ακριβώς έτσι: «Είχαμε ήδη την κληρονομιά μας που δεν μπορεί να την πάρει κανείς πίσω. Οταν πέθανε ο Ντέιβιντ πίστευα πως τελειώσαμε. Αλλά ο Θεός μάς χαμογελάει, έχουμε μερικά ακόμα χρόνια. Ο τελευταίος δίσκος μας ήταν ο πιο επιτυχημένος μας των τελευταίων 35 ετών – κρίμα που τον βγάλαμε την ίδια εβδομάδα με τον Εντ Σίραν και την Αντέλ», καταλήγει αυτοσαρκαστικά για το «Dark Matters» (2021).

Τον ρωτάμε αν ωστόσο υπάρχει κάτι για το οποίο μετανιώνει σε όλη αυτή τη μακρά πορεία, για να λάβουμε τη λακωνική απάντηση: «Θα μπορούσαν να έχουν γίνει διαφορετικά κάποια πράγματα, αλλά αυτά είναι που μας διαμόρφωσαν σε αυτό που είμαστε». Γι’ αυτό ο ίδιος βλέπει τους Stranglers «ως μια πηγή μεγάλης υπερηφάνειας, γιατί ήμασταν πάντα πολύ ειλικρινείς και μπορούσαμε να έχουμε συνάφεια».
Πριν το πανκ γίνει βρετανικό κτήμα «με τη βούλα», οι Sex Pistols και οι Damned πήγαιναν να τους δουν στις παμπ που έπαιζαν, ενώ λίγο αργότερα οι Stranglers έπαιζαν με ονόματα σαν την Πάτι Σμιθ και τους Ramones. Δεν υπήρξαν ποτέ αυστηρώς πανκ, άλλωστε και ο Ζαν Ζακ Μπερνέλ βλέπει τον όρο κάπως ανοιχτά: «Το πανκ για μένα ήταν μια μεγάλη εκκλησία που μπορούσε να καλύψει ό,τι δεν χωρούσε στο μέινστριμ ή δεν ήταν συμβατικό. Με αυτή την έννοια, είμαστε πανκ».
Και από αυτή τη φιλοσοφία τι αξίζει για εκείνον να κρατήσει κανείς σήμερα; «Την ελευθερία της σκέψης, την έλλειψη φόβου και την ειλικρίνεια απέναντι στον εαυτό», θα πει. Βάζει και κάτι ακόμα ψηλά, που είναι η φιλία, απαραίτητο συστατικό στα μάτια του για κάθε μπάντα – ίσως και το μυστικό μακροζωίας των Stranglers: «Οι μπάντες θα έπρεπε να ορίζονται και από τη φιλία, ακόμα και αν δεν συμβαίνει πάντα. Δεν θα μπορούσα να συνεχίσω μια μπάντα αν δεν υπάρχει αυτό. Το κοινό μπορεί να καταλάβει αν τα μέλη τα πάνε καλά μεταξύ τους. Αν δεν συμβαίνει αυτό, τότε είναι απλά καραόκε».
Οι Stranglers θα εμφανιστούν ζωντανά στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού τη Δευτέρα 23 Ιουνίου, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου.

