«Τα πιο σκληρά εμπορικά πειράματα στην ιστορία του ροκ εν ρολ» άκουγε ο Ρόμπερτ Κρίστγκαου πίσω από τα τραγούδια του μνημειώδους για τον μαύρο ήχο «There’s A Riot Goin’ On» (1971) των Sly and the Family Stone. Ηταν «οι αλλαγές του φωνητικού τόνου, οι φανταχτεροί στερεοφωνικοί διαχωρισμοί, τα γρυλίσματα, οι κραυγές, τα μουρμουρητά» αυτά που προσέδιδαν «συναισθηματική και αισθητική ζωή στις νεκρές ζώνες της μουσικής» στο εν λόγω άλμπουμ. Ετσι αντιλαμβάνεται κάποιος από τους μετρημένους στα δάχτυλα του ενός χεριού σπουδαίους μουσικοκριτικούς της τελευταίας πεντηκονταετίας έναν από τους επίσης πιο επιδραστικούς μουσικούς της ίδιας περιόδου.
Ο Σλάι Στόουν, η ψυχή δηλαδή των Sly and the Family Stone, που σίγησε στα 82 του μπροστά στη χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια και τις επιπλοκές της που βάρυναν την υγεία του, μπορούσε στις επιμέρους μουσικές του αγάπες να «δει» ένα διαμορφωμένο μέλλον. Πατούσε στη σόουλ, αναζητούσε μια χορευτική ελευθεριότητα που βαφτιζόταν φανκ, βούτηξε με τόλμη στην εξαπλούμενη ροκ ψυχεδέλεια των ύστερων 60s, για να καβουρδίσει ένα χαρμάνι που θα επανερχόταν ξανά και ξανά στον ποπ και τον χιπ χοπ ήχο που θα ακολουθούσε. Την ίδια στιγμή, η διονυσιακή διάθεση μιας μέσης που σπάει μπορούσε να συνυπάρχει με μια υψωμένη γροθιά χωρίς τα δύο να αλληλοεξουδετερώνονται.

Ο «Σλάι» που ξέρουμε «βαφτίστηκε» έτσι από το λάθος ενός δασκάλου του που αντί για Σιλβέστερ Στόουν, τον έγραψε Σλιβέστερ («Slyvester»). Παρότι γεννημένος στο Τέξας το 1943, ήταν παιδί της δυτικής ακτής, καθώς μεγάλωσε στο Σαν Φρανσίσκο, όπου και έκανε τα πρώτα του μουσικά βήματα. Πήρε το βάπτισμα του πυρός με τα γκόσπελ, ως παιδί θρησκευόμενης οικογένειας, πριν αρχίσει να αποκτά ένα όνομα στην πόλη του ως dj και πολυοργανίστας σε διάφορα σχήματα από τα οποία πέρασε τα πρώτα αυτά χρόνια.
Οι Family Stone, το σχήμα με το οποίο έγραψε τα σημαντικά του κεφάλαια στα βιβλία της μουσικής ιστορίας, ήταν όπως προδίδει το όνομά τους… οικογενειακή υπόθεση, για να επικαλεστούμε και μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες τους, το «Family Affair». Το 1966 ο Σλάι ανέμειξε την μπάντα που είχε τότε, τους Sly and the Stoners, με εκείνη του αδελφού του Φρέντι, τους Freddie and the Stone Souls και εγένετο Sly and the Family Stone.
Από τη γέννησή τους, είχαν κάτι που σε λίγα σχήματα της εποχής έβλεπε κανείς, όπως τους Jimi Hendrix Experience, και αυτό ήταν ότι μαύρα και λευκά μέλη συνυπήρχαν στις τάξεις τους. Παίρνοντας την παρακαταθήκη του Τζέιμς Μπράουν, που λίγα χρόνια νωρίτερα άρχιζε να χαράζει τον δρόμο για τη αναδιαμόρφωση της μαύρης μουσικής, οι Sly and the Family Stone άρχισαν στα τέλη των 60s να μπολιάζουν σταδιακά τη soul βάση τους, απλώνοντας τη Motown πάνω στα τάστα της ηλεκτρικής κιθάρας.
«Dance to the Music» έλεγαν, αλλά και «Stand!» την ίδια στιγμή, πολιτικοποιώντας το «καλοκαίρι της αγάπης» και την περιρρέουσα χίπικη ατμόσφαιρα, ξεκινώντας μια «επανάσταση» που χορεύεται (και προειδοποιούσαν: «Don’t Call Me Nigger, Whitey»). Οι Sly and the Family Stone, ως υπολογίσιμη μουσική δύναμη της εποχής, εμφανίστηκαν και στο Γούντστοκ, μπαίνοντας από εκεί στη δεκαετία του ’70 έχοντας βρει τις χρυσές ισορροπίες στον ήχο τους. Με δίσκους σαν το «There’s A Riot Goin’ On» (1971) και το «Fresh» (1973) τίναξαν με νεύρο τις χορδές του μπάσου καθιστώντας σαφές τι θα πει μαύρη μουσική από εκεί και πέρα. Πέρα από εξαιρετικούς δίσκους, έχουμε να χρωστάμε στον Σλάι τις λαμπερές αμφιέσεις που συνδέθηκαν ακόμα ισχυρότερα λίγο μετά με την ντίσκο, αλλά και μία από τις πρώτες χρήσεις του drum machine (στον δίσκο του 1971), άσο στο μανίκι των μουσικών 80s αλλά και της ηλεκτρονικής μουσικής μετέπειτα.

Από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 και μετά οι Sly and the Family Stone θα περνούσαν σε έναν κύκλο εσωστρέφειας, γινόμενοι ουσιαστικά το μουσικό όχημα των προσωπικών αναζητήσεων του Σλάι Στόουν, που τα προβλήματά του με τα ναρκωτικά σχεδόν τον εξαφάνισαν σταδιακά από το προσκήνιο, με μικρές εκλάμψεις εδώ και εκεί. Ηταν ο δαιμόνιος Questlove που φρόντισε να μας θυμίσει μια ιστορία που πρακτικά δεν ξεχάστηκε ποτέ, με το ντοκιμαντέρ «Sly Lives!», το οποίο κυκλοφόρησε λίγους μόνο μήνες πριν από το οριστικό τέλος.
Ο Σλάι Στόουν έφυγε στο Λος Αντζελες, τη στιγμή που στην πόλη γίνεται πράξη εκείνο το «There’s A Riot Goin’ On» που τραγουδούσε πριν από μισό αιώνα, κυματίζοντας στο εξώφυλλο την αμερικανική σημαία, που σήμερα θέλει να χωρίσει την Αστερόεσσα σε «αυτούς» και τους «άλλους».
Κανείς δεν μπορεί να πάρει πίσω βέβαια τη μουσική. Και χωρίς φιγούρες σαν τον Σλάι με τις χρυσοποίκιλτες μπότες του και τις φανκ δονήσεις του δεν ξέρουμε αν θα μιλούσαμε για συνοδοιπόρους τους όπως οι Parliament/Funkadelic του Τζορτζ Κλίντον, αν ο σπουδαίος Prince θα ήταν αυτό που ξέρουμε και αν ο «βασιλιάς της ποπ» θα λεγόταν Μάικλ Τζάκσον. Ούτε και αν σήμερα θα είχαμε σταρ σαν τη Ζανέλ Μονέ, αν ο D’ Angelo θα μεγαλουργούσε με neo soul δίσκους σαν το «Black Messiah» (2014), ακόμα και αν οι Red Hot Chili Peppers θα εκτόξευαν το φανκ(ι) ροκ στις υψηλές εμπορικά πτήσεις της δεκαετίας του ’90.
Ως επισφράγιση, οι Sly and the Family Stone διέτρεξαν μέσα από τα samples όλο το χιπ χοπ και θα τους βρούμε κρυμμένους πλάι στις ρίμες των Public Enemy, των Beastie Boys, μέχρι και τον JPEGMAFIA. Και όλα θα μπορούσαν να χωρέσουν σε έναν στίχο του Σλάι Στόουν: «Stand, don’t you know that you are free / Well, at least in your mind if you want to be».
