Ο Κέντρικ Λαμάρ, ο πρώτος και μοναδικός για την ώρα ράπερ με Πούλιτζερ στη βιβλιοθήκη του, αφού πέρασε τον τελευταίο χρόνο σε μια ανηλεή κόντρα με τον Drake, επιστρέφει στην «κανονική» δισκογραφία –και όχι μόνο στα «diss tracks» κατά του Καναδού σταρ– ποζάροντας μπροστά από ένα «GNX», όπως λέγεται και η έκτη δισκογραφική δουλειά του. Ο Τζος Τίλμαν, πάλι, όπως λέγεται κατά κόσμον ο Father John Misty, ζωγραφίζει ινδουιστικά σύμβολα στο εξώφυλλο του δίσκου του, όσο προσπαθεί να προφέρει το «Mahashmashana» και να γράψει απλόχερες μελωδίες.
Την ίδια στιγμή, το site Conseuqence of Sound παρατηρεί και μία μυστήρια σύμπτωση: ακόμα και αν δεν τους ενώνουν πολλά, Κέντρικ Λαμάρ και Father John Misty κυκλοφορούν εδώ και 12 χρόνια τους δίσκους τους… σχεδόν μαζί (με κάποιες ημέρες ή μήνες διαφορά). Ο Τίλμαν στην προκειμένη πήρε και λίγο στα σοβαρά τη σύμπτωση, κυκλοφορώντας ένα κομμάτι-απάντηση στον Λαμάρ μετά την κυκλοφορία του «GNX» με τίτλο «God’s Trash».
Κέντρικ Λαμάρ: Γκάζι ή εσωστρέφεια;

Το «GNX» σε κερδίζει στην πρώτη εντύπωση: η μεξικάνικη εσάνς που φέρνει η φωνή της Ντέιρα Μπαρέρα πιάνει εξαπίνης τον ακροατή στο εναρκτήριο «Wacced Out Murals» (συμμετέχει και στο «Incarnated» και στο «Gloria»). Οπως και το θεατρικό, σχεδόν καρτουνίστικο σε στιγμές, παιχνίδισμα στο ραπ του Λαμάρ που φέρνει στο μυαλό τον Danny Brown και είναι το απαραίτητο αλατοπίπερο σε κομμάτια σαν το «Squabble Up», που με τη μίνιμαλ, μα όχι στεγνή του ευθύτητα, παραμένει η δυνατότερη στιγμή του άλμπουμ (ακολουθούν τα αλά Κάνιε Γουέστ «TV Off» και «Peekaboo»).
Στο «Mr. Morale & the Big Steppers», ο ράπερ από το Κόμπτον επιδόθηκε σε μία αυτοψυχανάλυση, στην οποία ο Θεός και η πίστη λειτουργούσαν επικουρικά. Αυτή η εσωτερικότητα που αναμφίβολα διαπερνούσε την προηγούμενη δουλειά του Λαμάρ σκόνταφτε ήδη στο πολύ πιο φιλόδοξο άλμπουμ του 2022. Στο «GNX», επιλέγει να αναγεννηθεί, ως μέρος της ιστορίας: στο «Reincarnated», σε ένα έξυπνο στιχουργικό εύρημα, «μεταμορφώνεται» στον Τζον Λι Χούκερ, στην Μπίλι Χόλιντεϊ και τελικά… στον Κέντρικ Λαμάρ που σαμπλάρει 2Pac (άμεσα αναγνωρίσιμο το sample του «Made Niggaz») και κρατά όπως υπονοείται τα ηνία της μαύρης μουσικής (τελικά, ποιος είναι ο Θεός;).

Παράλληλα, η εσωτερικότητα όταν δεν κάνει ασκήσεις ανύψωσης ηθικού («I deserve it all» λέει ο Λαμάρ στο «Man at the Garden») δίνει τη θέση της… στην ομφαλοσκόπηση. Ο ράπερ επιστρέφει συνεχώς μέσω του υπονοούμενου στην κόντρα του με τον Drake, φτάνοντας να τον απασχολεί μάλλον περισσότερο από το κοινό που ενδεχομένως τρέφεται από αυτά και, από την άλλη, κάνοντας σε στιγμές το «GNX» να μοιάζει με όχημα για να κουβαλήσει τα πυρά του.
Ολα αυτά ίσως και να μας απασχολούσαν λιγότερο αν η παραγωγή του «GNX» έκανε τα ρίσκα του να φαίνονται πιο τολμηρά. Τα r’n’b σκιρτήματα του Κέντρικ Λαμάρ με τη SZA («Luther» και «Gloria») επιδίδονται σε χαμηλές πτήσεις, ενώ άλλες φορές τα beats μοιάζουν να κάνουν απλώς τα απαραίτητα για να πατήσει πάνω ο οδοστρωτήρας Λαμάρ («Hey Now», «GNX»). Ακόμα και οι μαριάτσι λαρυγγισμοί της Ντέιρα Μπαρέρα δεν καταφέρνουν τελικά να ακουστούν ως οργανικά δεμένο στοιχείο του δίσκου κάθε φορά που επιστρέφουν. Και ενώ αυτο το «παζλ» ίσως να ήταν αρκετό να κάνει κάποιον άλλο ράπερ να λάμψει, με τον Λαμάρ ο πήχυς είναι ψηλά. Και αυτή τη φορά δεν ζορίστηκε να τον ανεβάσει.
Father John Misty: Κοσμικές ανησυχίες με το αυτί στραμμένο στα 70s

Δεν διστάζει και ο Father John Misty να ανοίξει μια κουβέντα με τον εαυτό του και το σύμπαν στην προκειμένη. «Mahashmashana» είναι μια σανσκριτική φράση για το έδαφος της καύσης του νεκρού, αλλά κυρίως ένα 9λεπτο «tour de force» που στολίζει τη 70s μελωδική ραχοκοκαλιά του με μια αύρα από Τζορτζ Χάρισον. Το ομώνυμο κομμάτι που ανοίγει τον δίσκο επανεπινοεί όλα τα χαρακτηριστικά του μουσικού με έναν τρόπο που δεν τα κάνει να φαίνονται πολυφορεμένα: τη φιλοδοξία του κομματιού κατευνάζει η μελωδική του αμεσότητα και το στιχουργικό ειδύλλιο ανάμεσα σε μια αλυσίδα σούπερ μάρκετ (!) και ένα αστέρι που πέφτει δίνει ευφυώς το στίγμα για όσα θα ακολουθήσουν.
Θα μπορούσε να περιγράψει κανείς το «Mahashmashana» με μια φράση δανεισμένη από τους Pulp: «Αn album about life, death and supermarkets» («Ενα άλμπουμ για τη ζωή, τον θάνατο και τα σούπερ μάρκετ»). Οτιδήποτε γήινο και σύγχρονο αντιπαραβάλλεται εδώ συνεχώς με το πνευματώδες και το υψηλό. Κάπως έτσι, η Μαρία Μαγδαληνή και η… Σκάρλετ Γιόχανσον από το «Under the Skin» μπορεί να βρεθούν λίγους στίχους μακριά («She Cleans Up»).

Η μουσική καρδιά του «Mahashmashana» χτυπά εκεί που ο Τίλμαν κινείται με άνεση: στα 70s. Είτε μιλάμε για ροκ αποστροφές («She Cleans Up») είτε για ανσάμπλ εγχόρδων («Mental Health», «Being You» και με εντελώς ρετρό πλέον διάθεση στο «Summer’s Gone» που κλείνει τον δίσκο). Κάνει χώρο ακόμα και για ένα up-tempo, παλαιακό σαξόφωνο στο «I Guess Time Just Makes Fools of Us All», μα φροντίζει να χωρέσει και ένα πιο σύγχρονο, μάλλον παραγυαλισμένο στην παραγωγή, κομμάτι με ραδιοφωνικές αξιώσεις («Screamland»).
Ισως το μεγαλύτερο ταλέντο του Father John Misty να είναι το ότι καταφέρνει να κάνει όσα είναι κατάρα και ευχή του μαζί. Δεν θα κακολογήσουμε όποιον δεν αντέχει την έπαρσή του, είναι αυτή όμως που του χαρίζει βάθος και κυνικό χιούμορ στον στίχο του. Δεν κομίζει τίποτα καινούργιο ένας τραγουδοποιός που φλερτάρει ανοιχτά με τα 70s, και όμως καταφέρνει να συνθέτει κομμάτια με τέτοια δομική καθαρότητα που δεν μπορείς να αμφισβητήσεις το εκτόπισμά τους. Και όσο και αν το «Mahashmashana» πλασάρεται σαν μια δουλειά «κοσμικής αλήθειας», η πραγματική του χάρη είναι ότι λόγω των παραπάνω «απλών» αρετών του γίνεται ένας δίσκος που δεν δεν ξέραμε ότι θέλουμε, αλλά τελικά είχαμε ανάγκη. Σημαντικότερο από έναν δίσκο που πιστεύαμε ότι έχουμε ανάγκη, αλλά, τελικά, δεν μας έκανε να τον θέλουμε τόσο.
Κεντρική εικονογράφηση: Michael Kirki

