Τον περασμένο Μάρτιο ο Ντόναλντ Τραμπ υπέγραψε ένα διάταγμα με τίτλο «Αποκαθιστώντας την αλήθεια και τη λογική στην αμερικανική ιστορία» και ζήτησε από το Ιδρυμα Σμιθσόνιαν που διαχειρίζεται πάνω από 20 μουσεία και ερευνητικά κέντρα να εξαλείψει οποιαδήποτε «αντιαμερικανική ιδεολογία». Από τότε ξεκίνησε μια σειρά πολιτικών παρεμβάσεων και εσωτερικών ελέγχων σε εκθέσεις, κείμενα, ακόμη και εκθέματα που χαρακτηρίστηκαν «woke». Πριν από λίγες μέρες το Σμιθσόνιαν απάντησε επισήμως στον Λευκό Οίκο, επισημαίνοντας την ανεξαρτησία του, αλλά δεσμεύθηκε να επανεξετάσει τις συλλογές του. Η παρέμβαση Τραμπ έχει θορυβήσει μουσεία και οργανισμούς στην Αμερική και σε όλο τον κόσμο. Η «Κ» ζήτησε από τους επικεφαλής των κορυφαίων ελληνικών μουσείων και ιδρυμάτων να πάρουν θέση σε έναν από τους πιο σημαντικούς πολιτισμικούς πολέμους που διεξάγονται σήμερα.
Μάρω Βασιλειάδου
ΣΥΡΑΓΩ ΤΣΙΑΡΑ
Ιστορικός της Τέχνης, γενική διευθύντρια Εθνικής Πινακοθήκης – Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτσου
Οι πολλαπλές ταυτότητες του έθνους
Τους τελευταίους μήνες γινόμαστε μάρτυρες μιας κλιμακούμενης επιχείρησης που διεξάγεται από την αμερικανική κυβέρνηση με στόχο να ελέγξει και να «διορθώσει επί το εθνικώς ωφελιμότερον» το αφήγημα της αμερικανικής ιστορίας και του πολιτισμού που εκπορεύεται από τα δημόσια μουσεία Σμιθσόνιαν σε Ουάσιγκτον και Νέα Υόρκη. Ενόψει δε του εορτασμού της επετείου των 250 χρόνων της Αμερικανικής Ανεξαρτησίας, διαφαίνεται η διακαής επιθυμία των κυβερνώντων να απαλειφθούν –ή έστω να μειωθούν– οι αναφορές στις αρνητικές πτυχές του παρελθόντος, έτσι ώστε το έθνος να γιορτάσει περήφανο και ενωμένο την ανεξαρτησία του χωρίς να έρχεται διαρκώς αντιμέτωπο με τις «μαύρες σελίδες» της ιστορίας του. Με το επιχείρημα λοιπόν ότι τα συγκεκριμένα μουσεία δεν υπηρετούν την καλλιέργεια της πίστης στο μεγαλείο του αμερικανικού έθνους και πλήττουν την επιθυμητή εικόνα των εξαιρετικών επιτευγμάτων του, υπερτονίζοντας τις αρνητικές πτυχές του παρελθόντος –όπως είναι για παράδειγμα οι συχνές αναφορές στη δουλεία και τις φυλετικές ανισότητες, τα κινήματα των μειονοτήτων, τις queer ταυτότητες ή την εξόντωση των ιθαγενών από τους λευκούς εποίκους– εξελίσσεται μια άνευ προηγουμένου παρέμβαση για την αναθεώρηση των μουσειακών αφηγημάτων.
Αν και οι πολιτισμικές συγκρούσεις γύρω από ζητήματα διαχείρισης μιας ανεπιθύμητης ή δυσάρεστης μνήμης αποτελούν συχνό, διεθνές φαινόμενο με τάσεις όξυνσης που προκαλεί εύλογες ανησυχίες, είναι άλλης τάξης ζήτημα και πραγματικά καινοφανής για τη σύγχρονη δημοκρατία η απροκάλυπτη κρατική παρέμβαση στον εκθεσιακό προγραμματισμό, το καλλιτεχνικό έργο και την επιστημονική έρευνα, των πολιτιστικών οργανισμών, των μουσείων και των πανεπιστημίων των ΗΠΑ.
Δεν θεωρώ ότι το φαινόμενο είναι «εξαγώγιμο», αλλά ενδογενές. Συμβάλλει ωστόσο στην ενίσχυση των απανταχού ακραία συντηρητικών και λαϊκιστικών φωνών, χωρίς προφανώς να επηρεάζει το πρόγραμμα και την πολιτική της ΕΠΜΑΣ. Αντιθέτως, ενισχύει την προσήλωσή μας στις αρχές της πολυφωνίας, της συμπερίληψης και της καλλιέργειας του κριτικού στοχασμού και της ενσυναίσθησης. Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι τα μουσεία που συναποτελούν τον τεράστιο οργανισμό Σμιθσόνιαν συμβάλλουν καθοριστικά στη διαμόρφωση της εμβληματικής εικόνας του αμερικανικού έθνους. Συγκεκριμένα, το Εθνικό Μουσείο Αμερικανικής Ιστορίας αφηγείται ιστορίες και ξεδιπλώνει πτυχές της αμερικανικής κουλτούρας, όπως είναι η εξέλιξη των σιδηροδρόμων, οι διατροφικές συνήθειες, τα τεχνολογικά επιτεύγματα, οι ταινίες του Disney και η ποπ κουλτούρα, μηδέ εξαιρουμένων των ενδυματολογικών επιλογών των Πρώτων Κυριών. Δεν απουσιάζει βεβαίως ούτε το Black Lives Matter, ούτε η εμπειρία της πρόσφατης πανδημίας. Ισως η σφοδρή ενόχληση των ιθυνόντων οφείλεται τελικά στην ανάδειξη των πολλαπλών ταυτοτήτων του αμερικανικού έθνους, αδικαιολόγητη στάση για ένα καθεστώς που έχει εδραιωμένη αυτοπεποίθηση και απολαμβάνει την ακλόνητη διεθνή πρωτοκαθεδρία. Είναι όμως πράγματι έτσι, ή μήπως θα έπρεπε να αποδώσουμε, σε κάποιον βαθμό, αυτή την αυταρχική περιχαράκωση στην ανασφάλεια που γεννούν οι γεωπολιτικοί τριγμοί της ανάδυσης εναλλακτικών ισχυρών πόλων στο διεθνές προσκήνιο;
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΓΡΕΓΟΥ
Καλλιτεχνική διευθύντρια του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης (ΕΜΣΤ)
Iστορική παραποίηση και επιβολή της αφήγησης
Η «εκτελεστική εντολή» του προέδρου Τραμπ αποτελεί προκλητική παρέμβαση στον χώρο του πολιτισμού και σαφές δείγμα απολυταρχικής πολιτικής. Πρόκειται για αδικαιολόγητη επέμβαση στην πνευματική και καλλιτεχνική ελευθερία των αμερικανικών θεσμών, μια αντιδραστική και αντιδημοκρατική πράξη που μοιάζει «ανωμαλία» για μια χώρα που θεωρείται δημοκρατική. Η απόφαση αυτή απομακρύνει τις ΗΠΑ από τις αξίες και το νομικό πλαίσιο που ισχύουν σε άλλες δυτικές δημοκρατίες. Στην καρδιά της δημοκρατίας βρίσκεται η πίστη ότι η τέχνη πρέπει να είναι ελεύθερη να αμφισβητεί, να επανεξετάζει την ιστορία και να αποκαλύπτει τις αδικίες της. Αυτές οι λειτουργίες είναι αναπόσπαστο στοιχείο κάθε δημοκρατικού πολιτεύματος.
Το διάταγμα Τραμπ επιχειρεί να ακυρώσει αυτή τη λειτουργία. Η τέχνη καλείται να αποσιωπήσει τις σκοτεινές πτυχές της αμερικανικής ιστορίας, ενώ η απαγόρευση αναφορών σε ζητήματα φυλής, ταυτότητας ή φύλου συνιστά μορφή ιστορικής παραποίησης και επιβολής μονοδιάστατης αφήγησης. Αν και μέτρο εσωτερικού χαρακτήρα, αποτελεί κώδωνα κινδύνου καθώς μπορεί να δημιουργήσει επικίνδυνο προηγούμενο.
Η ευρωπαϊκή πραγματικότητα είναι διαφορετική. Παρά τις προσπάθειες κυβερνήσεων όπως της Ουγγαρίας και της Πολωνίας να επηρεάσουν τον πολιτισμό, οι θεσμοί της Ε.Ε. και το δίκαιο των κρατών-μελών κατοχυρώνουν την ελευθερία της έκφρασης. Το ίδιο ισχύει και για το ελληνικό Σύνταγμα, που παρέχει σταθερή νομική προστασία στον κριτικό και αντισυστημικό ρόλο της τέχνης. Στην Ελλάδα, αν και δεν έλειψαν απόπειρες λογοκρισίας, συνήθως από ακραίες συντηρητικές φωνές, το θεσμικό πλαίσιο διασφαλίζει τη δημοκρατική ελευθερία της καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Η κατανόηση της πολυφωνίας και της πολυμορφίας τόσο της ελληνικής ιστορίας όσο και της ελληνικής κοινωνίας είναι μια σχετικά πρόσφατη κατάκτηση. Οι καλλιτεχνικοί, παιδαγωγικοί και επιστημονικοί θεσμοί συμβάλλουν σε αυτήν την εμπέδωση. Ο ρόλος τους δεν είναι να προσφέρουν «ενοποιητικές περιγραφές», όπως θα ήθελε ο Τραμπ, αλλά να λειτουργούν ως φορείς κοινωνικής συνοχής. Το ΕΜΣΤ και οι δημόσιοι θεσμοί υιοθετούν αυτή τη θεμελιωδώς δημοκρατική πολιτική και δεν υπάρχει λόγος αλλαγής της. Η πρωτοβουλία Τραμπ υπενθυμίζει πόσο εύθραυστη είναι η πολιτιστική ελευθερία υπό πολιτική πίεση. Το ευρωπαϊκό παράδειγμα δείχνει ότι η προστασία της τέχνης δεν είναι πολυτέλεια αλλά αναγκαιότητα. Σε μια εποχή παραπληροφόρησης, τα μουσεία αποτελούν αντίβαρο στις παραποιήσεις της ιστορίας, προσφέροντας τεκμηριωμένες αφηγήσεις που βοηθούν την κοινωνία να διδαχθεί από το παρελθόν και να οραματιστεί ένα καλύτερο μέλλον.
ΘΟΥΛΗ ΜΙΣΙΡΛΟΓΛΟΥ
Καλλιτεχνική διευθύντρια του MOMus – Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης
Το «έτερο» και η υπαρξιακή απειλή που γεννάει
Με την αυξανόμενη συντηρητικοποίηση, δεν είναι καθόλου απίθανο η ιδέα του Αμερικανού προέδρου να ταξιδέψει ανά τον κόσμο. Αλλωστε, δεν είναι και νέα επινόηση. Μετά την άνοδο των ναζί στην εξουσία στη Γερμανία, οι ιδέες της φυλετικής καθαρότητας και του φυλετικού ανταγωνισμού αποτέλεσαν τον άξονα της κυβερνητικής πολιτικής του Χίτλερ. Εν έτει όμως 2025, συζητάμε ακόμη το «έτερο» και την υπαρξιακή απειλή που γεννάει;
Αλήθεια, το να μιλάει κανείς για τη φυλή, το φύλο, τη μετανάστευση, τη δουλεία, τη σεξουαλικότητα είναι μεγαλύτερη απειλή από τη λογοκρισία; Αν η τέχνη εργαλειοποιηθεί, δεν γίνεται παρά ταπετσαρία σ’ έναν τοίχο. Αν η τέχνη παράγεται μέσα από κανονιστικά πλαίσια, διοικητικές εντολές και πολιτικές ντιρεκτίβες, αν γίνεται το όχημα μιας νέας προπαγάνδας, μάλλον καταργείται αυταρχικά ως τόπος ελευθερίας. Και τότε τι θα έχουμε; Τη διαφήμιση μιας «ιδανικής Αμερικής» ή, στα δικά μας μιας νέας ελληνικότητας, κακοφορμισμένης και απογυμνωμένης από οποιαδήποτε πνευματικότητα, μιας νέας ψευδοϊδεολογίας πάνω στα απομεινάρια, ρομαντικά και αυτά, ενός ιδεολογήματος, μιας νέας καθοδηγούμενης μυθοποίησης, σαφώς επικίνδυνης.
Το φαινόμενο της κυβερνητικής λογοκρισίας μουσείων μέσω του εκφοβισμού των μουσειακών αρχών και η ευθεία επίθεση κατά της ανεξαρτησίας των μουσείων δεν μπορεί παρά να καταδικαστεί απερίφραστα από τους υπεύθυνους πολιτισμού όλων των φιλελεύθερων δημοκρατιών. Αν δημοσιευόταν το νέο μουσειολογικό «Mein Kampf», ελπίζω ότι δεν θα μετατρεπόμασταν όλοι μας σε στρατιώτες στον πόλεμο του «ιδανικού μας έθνους» και της «ιδανικής φυλής μας».
ΓΙΩΡΓΗΣ ΜΑΓΓΙΝΗΣ
Επιστημονικός διευθυντής Μουσείου Μπενάκη
Ας μη βαυκαλιζόμαστε πως έχει κατακτηθεί η πολυφωνία
Δεν νομίζω ότι μπορώ να δώσω έστω ένα παράδειγμα κυβέρνησης οπουδήποτε στον κόσμο που να απέφυγε τον πειρασμό να ασκήσει πίεση προς πολιτιστικούς οργανισμούς με σκοπό τη συμμόρφωσή τους με κατευθυντήριες γραμμές της. Ειδικά στην περίπτωση οργανισμών που ασχολούνται με την Ιστορία (όπως τα περισσότερα μουσεία), οι πιέσεις είναι διαρκείς και πολύπλευρες, μολονότι συνήθως δεν είναι απροκάλυπτες – τουλάχιστον στις δυτικές δημοκρατίες.
Δεν πρέπει να μας εκπλήσσει λοιπόν το ότι η αμερικανική κυβέρνηση προσπαθεί να επιβάλει μια συγκεκριμένη «πατριωτική» και καλλωπιστική ανάγνωση του παρελθόντος των ΗΠΑ ενόψει των 250 χρόνων από τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας. Θέλει να εκμεταλλευτεί την εμπιστοσύνη του κοινού που απολαμβάνουν κατεξοχήν οι μουσειακοί φορείς. Πρέπει όμως να μας προβληματίσει η (διαφαινόμενη) συμμόρφωση των «πνευματικών ταγών» με αυτήν την ανάγνωση σε μια χώρα που επαίρεται για την ελευθερία του λόγου που εξασφαλίζει στους πολίτες και τους θεσμούς της. Αντίθετα με τις ΗΠΑ, η Ελλάδα έχει μακρά πείρα στην επί ξυρού ακμής ισορροπία ανάμεσα σε άνωθεν υπαγορευμένα «ενοποιητικά αφηγήματα» και υποδόριες αντιστίξεις, οι οποίες χαίρουν της κατανόησης και αποδοχής του κοινού. Και ενώ κανένας δεν αναπολεί το αντάρτικο των λέξεων και των εικόνων κατά τα «πέτρινα χρόνια» (αντάρτικο που καλά κρατεί ακόμα και σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, όπως η Ουγγαρία), ας μη βαυκαλιζόμαστε πως έχει κατακτηθεί η πολυφωνία που θα μας νομιμοποιούσε να ρίξουμε, ως αναμάρτητοι, τον πρώτο λίθο. Κάθε διατύπωση, θέση και αντίθεση, οσοδήποτε ακραία, αποτελεί προϊόν διαλεκτικής διαδικασίας και –ευτυχώς– μπορεί να αναθεωρηθεί (και θα αναθεωρηθεί) με την πρώτη ευκαιρία.
ΕΛΙΝΑ ΚΟΥΝΤΟΥΡΗ
∆ιευθύντρια ΝΕΟΝ
Ενας αυξανόμενος πολιτιστικός φόβος εξαπλώνεται
Τα ιδρύματα που είναι αφιερωμένα στην παραγωγή γνώσης –μουσεία, ανεξάρτητοι πολιτιστικοί οργανισμοί, πανεπιστήμια– αντιμετωπίζουν μια άνευ προηγουμένου πρόκληση: να επιβιώσουν σε έναν κόσμο που διαμορφώνεται ολοένα και περισσότερο από ακραίες διχαστικές και κατευθυνόμενες αφηγήσεις. Αυτό γίνεται ιδιαίτερα επικίνδυνο όταν σημαντικοί δημόσιοι θεσμοί εξαρτώνται από την κρατική χρηματοδότηση για την ύπαρξή τους.
Τι σημαίνει η έννοια της επιβίωσης σε αυτό το πλαίσιο; Tι είδους επιβίωση θέλουμε για αυτούς τους θεσμούς, ως πολίτες; Ενας αυξανόμενος πολιτιστικός φόβος εξαπλώνεται σε όλο τον κόσμο και, για να τον αντέξουμε, πρέπει πρώτα να κατανοήσουμε τι συμβαίνει. Η παγκόσμια τάξη αποδείχθηκε εύθραυστη και απρόβλεπτη μέσα σε ελάχιστο χρόνο, οι τρόποι λειτουργίας και οι κοινωνικές δομές έχουν διαταραχθεί και μέσα σε αυτό το νέο περιβάλλον θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι και οι αφηγήσεις αποκλεισμού και παραπληροφόρησης –συχνά ενισχυμένες από την απουσία ιστορικής ανάλυσης– θα συνεχίσουν να υφίστανται.
To έργο των καλλιτεχνών, συγγραφέων και κινηματογραφιστών είναι πιο αναγκαίο από ποτέ – όχι ως απλή αντίδραση, αλλά ως πύλη προς εναλλακτικές οπτικές του κόσμου και ως δημόσια πράξη αντίστασης. Πιστεύω ότι, ειδικά σήμερα, η δημόσια τέχνη –που εμπλέκεται άμεσα με τους ανθρώπους και τον δημόσιο χώρο– έχει τη δύναμη να πυροδοτήσει ανοιχτές, ελεύθερες συζητήσεις που αντιστέκονται σε μια κουλτούρα φόβου.
Το πώς μπορούμε να ζούμε μαζί, πώς να δημιουργούμε εποικοδομητικές συνθήκες για χώρους συνύπαρξης, είναι ερωτήματα που διαρκώς διαμορφώνουν τη σκέψη μου όταν συνεργάζομαι με καλλιτέχνες, τον δημόσιο χώρο και πολιτιστικούς θεσμούς.

