Τριάντα άνθρωποι –περισσότεροι άνδρες, λιγότερες γυναίκες– με σώματα ιδανικών αναλογιών στέκονται γυμνοί σε δυάδες, μικρές παρέες και κατά μόνας πάνω σε «βράχια» φτιαγμένα από μαύρα στρώματα που έχουν ριχτεί στην ορχήστρα του Ηρωδείου. Οι πιο πολλοί είναι μισοξαπλωμένοι, όλοι τους παρατηρούν τον χώρο που μέχρι πριν λίγο αποτελούσε τον τόπο της σκηνικής τους δράσης. Πλέον, έχει μετατραπεί σε σκοτεινή θάλασσα, αφού ξηλώθηκε, κομμάτι το κομμάτι, το ξύλινο δάπεδό του. Είναι μια θάλασσα ρηχή που μπορείς να τη διασχίσεις σαν να βαδίζεις στο νερό, διακοπτόμενη από αντικείμενα που μοιάζουν με ξέρες και παραπέμπουν στο κυκλαδίτικο τοπίο. Ο φωτισμένος γλόμπος –που κρεμόταν από ένα σταγκόνι καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης– βάφει το λευκό backdrop που καλύπτει το τείχισμα της σκηνής του ρωμαϊκού ωδείου στα χρώματα του ηλιοβασιλέματος.
Αυτό ήταν το μαγευτικό φινάλε του έργου «This that keeps on: A personal archaeology» του Δημήτρη Παπαϊωάννου, που έλαβε χώρα υπό τη δροσιά του Οκτώβρη και τον ήχο των τριζονιών για μία μόνο παράσταση (στις 3/10), ως παραγγελία του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης με αποκλειστικό σκοπό το fundraising για τη δημιουργία του «νέου» μουσείου.

Είχαν προηγηθεί πενήντα λεπτά κατά τη διάρκεια των οποίων το ένα tableau vivant ακολουθούσε το άλλο, αναπαράγοντας γνώριμες κινητικές-οπτικές φράσεις από το σύμπαν του πιο αναγνωρίσιμου Eλληνα χορογράφου. Η, ενδεχομένως, πιο γοητευτική σκηνή του, στην οποία οι περφόρμερ παρατάχθηκαν σε οριζόντια σειρά δεξιά και αριστερά από ένα ζευγάρι για να δημιουργήσουν με τα χέρια τους ένα «σπαστό» μεγάλο χέρι το οποίο κινούμενο κυματοειδώς έγδυσε πρώτα τη γυναικεία και στη συνέχεια την ανδρική μορφή, είχε φτιαχτεί για το «Πουθενά» (Εθνικό Θέατρο, 2009). Aλλα εμβληματικά και ενίοτε επαναλαμβανόμενα στη χοροπλασία του Παπαϊωάννου μοτίβα που είδαμε –τους κουστουμαρισμένους άνδρες που έτρεχαν σε αντίθετη πορεία αλλά κάτι τους είλκυε μεταξύ τους σαν μαγνήτης, τα αυτοκινούμενα (ή τηλεκατευθυνόμενα) «μαραφέτια» που πλημμύρισαν τη σκηνή, τους ενωμένους μεταξύ τους περφόρμερ που έκλειναν φιλοσοφικά το μάτι στο «Συμπόσιο» του Πλάτωνα – παρέπεμπαν, μεταξύ άλλων, στο «2» (Παλλάς, 2006-2007), στον «Εγκάρσιο προσανατολισμό» (Στέγη, 2021) και στο «Ink» (Μέγαρο Μουσικής, 2023).
Η χορογραφία «This that keeps on: A personal archaeology», βέβαια, παρότι κατ’ ουσίαν ήταν ένα «best of», έβγαζε νόημα ως «κανονική παράσταση». Είχε αρχή –έναν περφόρμερ-αρχαιολόγο να σκάβει και να σπάει με έναν γκασμά ένα από τα ξύλινα πάνελ της σκηνής–, μέση και τέλος. Δεν δουλεύτηκε δραματουργικά στη λογική του «αναδρομικού βαριετέ», αλλά με μαεστρία, για να προκαλέσει μέσω της αισθητικής του «χοροθεαματικές εντάσεις» υψηλής ποιητικής αξίας που να συγκινούν, να τέρπουν, να ταρακουνούν όσους τις βιώνουν. Αν κρίνει κανείς από τα χειροκροτήματα, ο σκοπός επετεύχθη.
Κατηφορίζοντας τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου, πάντως, απόρησα με το γιατί τα πιο πρόσφατα χρόνια οι παραστάσεις του Δημήτρη Παπαϊωάννου, για τις οποίες φροντίζει να έχουν προσιτό εισιτήριο –εν προκειμένω, καθώς επρόκειτο για fundraising event, προβλέφθηκαν 2.000 δωρεάν θέσεις για φοιτητές καλλιτεχνικών σχολών– δεν επαναλαμβάνονται για μεγάλα χρονικά διαστήματα, τη στιγμή που η «Μήδεια (2)» (Παλλάς, 2008-2009) παιζόταν επί περίπου πέντε μήνες – η αθηναϊκή θεατρική σκηνή έχει διαρκώς ανάγκη το ταλέντο του.

