Λίγοι καλλιτέχνες –και άνθρωποι– στο Χόλιγουντ πρέπει να ήταν τόσο αγαπητοί όσο ο Ρομπ Ράινερ. Ο 78χρονος Αμερικανός σκηνοθέτης και ηθοποιός, ο οποίος βρέθηκε το βράδυ της Κυριακής δολοφονημένος, μαζί με τη σύζυγό του Μισέλ Σίνγκερ, αποτελούσε μεγάλη μορφή για την κινηματογραφική κοινότητα, όχι γιατί τις προθήκες στο σπίτι του κοσμούσαν χρυσά αγαλματίδια, αλλά διότι έκανε ταινίες βαθιά ανθρώπινες και κοσμαγάπητες, από αυτές που βγάζουν το κοινό από την αίθουσα με ζεστή καρδιά και χαμόγελο στα χείλη.
Ο Ράινερ πρόλαβε να χτίσει μια σημαντική καριέρα ως κωμικός ηθοποιός σε μικρή και μεγάλη οθόνη, προτού περάσει πίσω από την κάμερα, κατά τη δεκαετία του 1980. Οταν αυτό συνέβη, ήταν η αφορμή για να ξεδιπλώσει όλο το καλλιτεχνικό του ταλέντο με μια σειρά από ταινίες που σήμερα θεωρούνται –όχι πάντα με συμβατικό τρόπο– κλασικές. Δημιούργησε το απολαυστικό ψευδοντοκιμαντέρ «This is the Spinal Tap», σατιρίζοντας τη ροκ μυθολογία της εποχής, γύρισε το κλασικό πια «Στάσου πλάι μου» το 1986 και πέρασε με άνεση στο παραμυθένιο φιλμ εποχής («Τρελές ιστορίες έρωτα και φαντασίας»), πριν δώσει νέα διάσταση στο είδος της αισθηματικής κομεντί με το «Οταν ο Χάρι γνώρισε τη Σάλι». Η περίφημη σκηνή του ψεύτικου οργασμού της Μεγκ Ράιαν στο εστιατόριο πέρασε αυτομάτως στην κινηματογραφική μυθολογία, ενώ ο Ράινερ έβαλε τη μητέρα του, Εστέλ, να ξεστομίσει τη θρυλική ατάκα: «Θα πάρω ό,τι κι εκείνη».
Δεν ήταν ωστόσο από τους κινηματογραφιστές που θα «ειδικεύονταν» σε συγκεκριμένο στυλ ταινιών, παρά την όποια επιτυχία. Με την ίδια φυσικότητα βούτηξε στον εντελώς διαφορετικό κόσμο του δικαστικού δράματος, έχοντας μάλιστα να διαχειριστεί ανερχόμενους (Τομ Κρουζ, Ντέμι Μουρ) και καταξιωμένους (Τζακ Νίκολσον) αστέρες της εποχής. Εκμεταλλευόμενος στο έπακρον το εκπληκτικό σενάριο του Ααρον Σόρκιν, στο «Ζήτημα τιμής», ο Ράινερ δημιουργεί μερικές αξέχαστες σκηνές μέσα στη δικαστική αίθουσα, αποσπώντας και μία από τις κορυφαίες ερμηνείες στην καριέρα του Τζακ Νίκολσον.
Και μετά το 2000, πάντως, συνέχισε να παράγει καλό σινεμά για το ευρύ κοινό. Το 2007 ένωσε τον Νίκολσον με τον Μόργκαν Φρίμαν στο γλυκόπικρο «Επιθυμίες στο… παρά πέντε», ενώ τρία χρόνια αργότερα ύμνησε τον νεανικό έρωτα στην συγκινητική «Πρώτη αγάπη». Ο Ρομπ Ράινερ υπήρξε επίσης πολύ ενεργός στο πολιτικό πεδίο, συμμετέχοντας στα κοινά και εκφράζοντας σταθερά τις προοδευτικές απόψεις του. Ο πρώην πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα ήταν από τους πρώτους που αντέδρασαν στην τραγική είδηση του θανάτου του, λέγοντας πως «κάτω από όλες τις ιστορίες που δημιούργησε υπήρχε μια βαθιά πίστη στην καλοσύνη των ανθρώπων – και μια εφ’ όρου ζωής προσπάθεια να κάνει αυτή την πίστη πράξη». Στο κινηματογραφικό πεδίο για τον Ράινερ αυτό σήμαινε μια σειρά από ταινίες, κυρίως αργότερα στην καριέρα του, όπως η βιογραφία του Λίντον Τζόνσον («LBJ») και το πολιτικό δράμα «Σοκ και δέος», γύρω από τον δεύτερο πόλεμο του Κόλπου. Χθες το απόγευμα, έγινε γνωστή η σύλληψη του γιου του Ράινερ, Νικ, ως βασικού υπόπτου για τη δολοφονία εκείνου και της συζύγου του. Ο Ντόναλντ Τραμπ, από την πλευρά του, καταφέρνοντας να ξεπεράσει την ίδια του τη γνωστή αμετροέπεια, ούτε λίγο ούτε πολύ απέδωσε τον χαμό του εκλιπόντος στην προσωπική εμμονή που υποτίθεται ότι εκείνος είχε μαζί του.

