Ενας νεαρός μελαψός άνδρας βγαίνει μέσα από τη θάλασσα. Μια κοπέλα με μπλε μαλλιά κυκλοφορεί κάτω από τον χειμωνιάτικο ήλιο σαν να έχει μόλις βγει από κάποιο πάρτι. Οι δυο τους συναντιούνται στους δρόμους της Αθήνας: Εξάρχεια, Κυψέλη, πλατεία Κοτζιά, Μοναστηράκι. Σε μια άκρη του δρόμου ένας παλιός ρεμπέτης κρατάει το μπουζούκι του. Κάποια στιγμή, πίσω από τον ώμο του άνδρα η κάμερα πιάνει στιγμιαία κάποιον που μοιάζει με αρχαίο Ελληνα, με τον χιτώνα του και μακριά γενειάδα. Ετσι είναι, γεμάτο από στιγμές, συναισθήματα και εντυπώσεις, σαν ιμπρεσιονιστικός πίνακας, το «How to shoot a ghost» του Τσάρλι Κάουφμαν, που έκανε την ελληνική πρεμιέρα του το βράδυ της Τετάρτης στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση. Ο βραβευμένος με Οσκαρ Αμερικανός κινηματογραφιστής ήταν εκεί, μαζί με την Ελληνίδα σεναριογράφο του –και ποιήτρια– Eva H.D., για να παρουσιάσουν τη σχεδόν μισάωρη ταινία που γύρισαν πέρυσι στην Αθήνα – στα γυρίσματα είχε βρεθεί και η «Κ» (23/7/2025).
Οι τοποθεσίες
Η ελληνική πρωτεύουσα είναι εδώ πανταχού παρούσα και συμπρωταγωνιστεί δίπλα στους Τζόζεφ Ακίκι και Τζέσι Μπάκλεϊ. «Ηταν πολύ δύσκολα τα γυρίσματα. Ειχαμε 37 μετακινήσεις του συνεργείου μέσα σε έξι ημέρες. Προσπαθήσαμε να διαλέξουμε τοποθεσίες όπου να μπορούμε να μετακινηθούμε με τα πόδια, να μην μπλέξουμε στην κίνηση. Παρ’ όλα αυτά, συνεχώς βγαίναμε εκτός χρόνου, χάναμε το φως, υπήρχε πολύ άγχος. Την τελευταία ημέρα γυρίσαμε τη σκηνή που μπαίνει στο νερό ο Τζόζεφ. Εκανε πολύ κρύο και ήμασταν δίπλα στη θάλασσα. Γυρίζαμε την ανατολή του ηλίου, αλλά στην πραγματικότητα ήταν ηλιοβασίλεμα. Οπότε είχαμε μόνο μια ευκαιρία να το κάνουμε. Οταν τα καταφέραμε όλοι χειροκρότησαν συγκινημένοι», μας είπε ο Τσάρλι Κάουφμαν.
Δίπλα του η Eva H.D. τον πειράζει διαρκώς, σατιρίζει εύστοχα τον εθνικισμό και γενικώς κερδίζει το κοινό με το χιούμορ της. Το ποιητικό της σενάριο, το οποίο ακούγεται βασικά σε voice over, αλλά και οι ανάλογης υφής δικοί της υπότιτλοι, μας βάζουν στην εναλλακτική πραγματικότητα των πρωταγωνιστών, δύο φαντασμάτων που περιδιαβαίνουν τους δρόμους, συναντώντας σύγχρονους και παλιότερους Αθηναίους. Ταυτόχρονα, το μοντάζ «παρεμβαίνει» με αρχειακά ντοκουμέντα, π.χ. από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου ή τη ναζιστική κατοχή, προσθέτοντας άλλο ένα στρώμα Ιστορίας.
Τα φαντάσματα, βέβαια, μοιάζουν κάπως αποστασιοποιημένα από όλα αυτά. «Βρίσκονται σε αυτό τον κόσμο αλλά όχι ακριβώς. Ο κόσμος απομακρύνεται από αυτούς. Για παράδειγμα, δεν μπορούν να αγγίξουν οτιδήποτε. Βασικά αγγίζουν μόνο το έδαφος που περπατούν, αλλά αυτό ήταν αναγκαστικό γιατί δεν είχαμε λεφτά για ειδικά εφέ», αστειεύεται ο Κάουφμαν.
Η ταινία του είναι υπόδειγμα του πώς μπορεί κανείς να δημιουργήσει σπουδαίο καλλιτεχνικό σινεμά με ελάχιστα μέσα. Μία από τις πιο παράξενες αλλά ενδιαφέρουσες αποστροφές της έρχεται στο σημείο που χαρακτηρίζει το «μη ανήκειν» ως «πατρίδα» (unbelonging as a home). «Πιστεύω ότι και οι δύο αυτοί άνθρωποι δεν ανήκουν κάπου, σε κάποια συγκεκριμένη χώρα. Ετσι μπορείς να βρεις τους συμπατριώτες σου σε όλο τον κόσμο», καταλήγει η κοσμοπολίτισσα Eva.

