Σε μια σκηνή από την ταινία «Μετά το Κυνήγι» του Λούκα Γκουαντανίνο η νεαρή ηρωίδα- μαύρη, μέλος της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας, φοιτήτρια σε κορυφαίο πανεπιστήμιο και καταγγέλλουσα περιστατικού κακοποίησης από καθηγητή της- σε έναν έντονα φορτισμένο διάλογο με την ηρωίδα της Τζούλια Ρόμπερτς λέει: «Δεν αισθάνομαι άνετα ώστε να συνεχίσω αυτή τη συζήτηση».
Η διχασμένη στο φιλμ αναφορικά με το ποια είναι η αλήθεια, καθηγήτρια Ρόμπερτς -εκπρόσωπος της Gen X, ενδεχομένως φωνή του ίδιου του Γκουαντανίνο- αποκρίνεται πως «στη ζωή δεν μάς κάνουν όλα να αισθανόμαστε άνετα». Η οριοθέτηση – ατομική αυτοπροστασία της Gen Z ηρωίδας έρχεται σε σύγκρουση με μια γενιά που έχει μάθει να λειτουργεί με εντελώς διαφορετικούς όρους και κώδικες.
Εάν η πρώτη γραμμή ανάγνωσης της ταινίας του Γκουαντανίνο αφορά τις πολλαπλές στρώσεις που μπορεί να έχει η αλήθεια, η δεύτερη αφορά ακριβώς αυτό το χάσμα γενεών στην επικοινωνία, στην επαφή, ίσως και συνολικά στην αντίληψη για τη ζωή, τις σχέσεις, τον έρωτα.
Στο σουαρέ της πρώτης σκηνής ο -μετέπειτα καταγγελλόμενος καθηγητής- Αντριου Γκάρφιλντ, διαχυτικός, «αιρετικός», φιλοσοφεί για τον έρωτα και φλερτάρει περιπαικτικά -στο όριο- με τους παρευρισκόμενους φοιτητές. Αντίθετα, η φοιτήτρια ηρωίδα της Αϊο Εντεμπίρι μοιάζει να μετράει τις λέξεις του καθηγητή της, βιδωμένη στον καναπέ του σαλονιού.
Δημοσίευμα των New York Times εντοπίζει αυτή ακριβώς την «ενόχληση» του Γκουαντανίνο με την κοσμοθεωρία της Gen Z, ενώ το ίδιο άρθρο επεκτείνει ανάλογους προβληματισμούς για τους περίφημους zoomers και στην ταινία «Eddington».
Στη νέα του ταινία ο Αρι Αστερ θέτει στο επίκεντρο τον διχασμό που αναπτύσσεται στους κόλπους μιας κοινότητας στο Νέο Μεξικό εν μέσω πανδημίας. Ανάμεσα στον έναν πόλο (ο συντηρητικός εκπρόσωπος της παλιάς Αμερικής σερίφης Χοακίν Φίνιξ που αρνείται να φορέσει μάσκα) και στον άλλο (ο «εκσυγχρονισμένος» προοδευτικός πολιτικός του Πέντρο Πασκάλ), η κοινότητα διαιρείται και οι Gen Z πρωταγωνιστές της αναζητούν τη δική τους πολιτική -ή και προσωπική- ταυτότητα σε ένα περιβάλλον αβεβαιότητας, αστάθειας, μη νοήματος.
Ο Αστερ, στήνοντας με μια σαρδόνια επιτηδευμένη αμηχανία το κινηματογραφικό σύμπαν του «Eddington», βρίσκει τον απρόσμενα κομβικό ήρωα της ταινίας στο πρόσωπο του άγουρου εικοσάρη Μπράιαν, ο οποίος «τσιμπημένος» αρχικά με μια ακτιβίστρια, υιοθετεί τα πολιτικά της συνθήματα. Σε μια από τις πιο χαρακτηριστικές σκηνές της ταινίας, δε, ο Μπράιν κηρύττει τα περί «καταδυνάστευσης από τη λευκή φυλή», με τον πατέρα του να θυμίζει πως… είναι και ο ίδιος λευκός.
Βέβαια, τόσο στην ταινία του Γκουαντανίνο, όσο και σε αυτή του Αστερ, οι αιχμές δεν αφορούν μόνο την «ασυνάρτητη» νεολαία. Αντίθετα, και οι «μεγάλοι» στην μεν πρώτη περίπτωση, εγκλωβίζονται στις φόρμες και τα συμπλέγματα συμβατικών σχέσεων και καταπιεσμένων μυστικών. Στο, δε, «Eddington», μάλλον, πρωταγωνιστούν στο ντελίριο παράνοιας και συνωμοσιολογίας που αναπτύσσεται στην ιστορία.
Η απεικόνιση, όμως, της γενιάς που επί της ουσίας ενηλικιώθηκε στην πανδημία και που ταυτίζει την πολιτική ταυτότητα με την εικόνα που εκπέμπουν τα σόσιαλ μίντια, είναι κινηματογραφικά καινούργια και σαφώς πιο ενδιαφέρουσα – ειδικά όταν προέρχεται από αν μη τι άλλο αναγνωρισμένους δημιουργούς μιας άλλης γενιάς.
Ο Αστερ παρουσιάζει παθιασμένους zoomers διαδηλωτές, έτοιμους να καταγράψουν με τα κινητά τους κάθε στιγμή έντασης ή παρέκκλισης από το πολιτικά ορθό, σε ένα περιβάλλον -κυριολεκτικά- ερήμωσης· σε άδειους δρόμους και φοβισμένες, μπερδεμένες κοινότητες. Ακόμα και ο ήρωας του Μπράιαν (spoiler alert) τελικά θα γίνει πράγματι «ήρωας», εκμεταλλευόμενος τις αντιφάσεις μιας γενιάς που μοιάζει -σύμφωνα με το βλέμμα του Αστερ- να βρίσκεται σε παροξυσμό. Αντίστοιχα, στο «Μετά το Κυνήγι», η σκηνή περικύκλωσης της ηρωίδας της Ρόμπερτς στο campus του πανεπιστημίου, «προδίδει» το βλέμμα του Γκουαντανίνο προς μια γενιά που μάλλον ελκύεται περισσότερο από την ίδια την καταγγελία παρά από τη διερεύνηση της όποιας αλήθειας.
Διαφορετική είναι η ματιά του Πολ Τόμας Αντερσόν, σπεύδει να διευκρινίσει η Μάγια Φιλιπς στο άρθρο της στους New York Times. Στο πρόσφατο «Μια Μάχη Μετά Την Αλλη», ο ήρωας του Λεονάρντο Ντι Κάπριο είναι ένας πενηντάρης «πρώην» επαναστάτης· αποκομμένος από τη ροή της πραγματικότητας, της ζωής, των νέων «μαχών» που μαίνονται σε πραγματικό χρόνο.
Οταν πια η πραγματικότητα τον ξυπνήσει, η τελική «αμαξάδα» για να βρει την κόρη του (Τσέις Ινφίνιτι) μετατρέπεται σε κάτι πολύ μεγαλύτερο από τη μάχη ενός «πρώην» απλώς για να σώσει το παιδί του. Αφορά τη -συγκινητικά εκφρασμένη και αρκετά απομακρυσμένη από τον κυνισμό του Αστερ- ελπίδα του Πολ Τόμας Αντερσον οι «μάχες» του τίτλου να συνεχίσουν να δίνονται· ακόμη κι αν οι γενιές αλλάζουν τους κώδικες, το ύφος και την αισθητική τους.

