Είναι γνωστό πως η ανεξάντλητη πηγή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου αποτελεί σταθερή έμπνευση για τις κινηματογραφικές ιστορίες. Αυτή την εβδομάδα έφτασε στις αίθουσες η «Νυρεμβέργη» του Τζέιμς Βάντερμπιλντ, μια καινούργια μυθοπλαστική προσέγγιση πάνω στις διάσημες δίκες που έφεραν ενώπιον της Δικαιοσύνης τους ναζί εγκληματίες πολέμου. Ο πιο… διακεκριμένος ανάμεσά τους ήταν, φυσικά, ο στενός συνεργάτης του Χίτλερ και πρώην διοικητής της Λουφτβάφε, Χέρμαν Γκέρινγκ, τον οποίο στην ταινία υποδύεται ο Ράσελ Κρόου. Τον ίδιο χαρακτήρα είχε ερμηνεύσει και ο Μπράιαν Κοξ πριν από δυόμισι δεκαετίες στην κάπως σχηματική τηλεοπτική μίνι σειρά «Nuremberg». Πόσο πιστές όμως στα πραγματικά γεγονότα είναι αυτές οι κινηματογραφικές μεταφορές –διότι υπάρχουν αρκετές– και, κυρίως, τι βρίσκουν ενδιαφέρον, από αφηγηματική σκοπιά, οι δημιουργοί των ταινιών;
Από την πρόσφατη ταινία του Τζέιμς Βάντερμπιλντ, στην ομώνυμη μίνι σειρά και στο ιστορικό πια φιλμ του Στάνλεϊ Κράμερ με τους Σπένσερ Τρέισι, Μοντγκόμερι Κλιφτ, Μπαρτ Λάνκαστερ και Μαρλέν Ντίτριχ.
Στην καινούργια «Νυρεμβέργη», τα πράγματα είναι αρκετά ξεκάθαρα. Βασισμένη στο μυθιστόρημα «The Nazi and the Psychiatrist» του Τζακ Ελ-Χάι, η ταινία εστιάζεται στη (εν μέρει πραγματική) σχέση που ανέπτυξε ένας ψυχίατρος του αμερικανικού στρατού (Ράμι Μάλεκ) με τον Γκέρινγκ, καθώς κλήθηκε να τον αξιολογήσει επιστημονικά στο πλαίσιο της δίκης. Εδώ δεσπόζει η μορφή του Ράσελ Κρόου, ο οποίος πλάθει έναν Γκέρινγκ κάπου ανάμεσα στην ευφυΐα και στην παράνοια, υπέρβαρο στην όψη και ακόμη πιο υπερτροφικό ως προς το «εγώ» του χαρακτήρα του. Μέσα στο δικαστήριο πετάει τον τίτλο του (στρατάρχης του Ράιχ) περιφρονητικά προς τους εισαγγελείς και τους δικαστές, ενώ όταν ένας από αυτούς (Μάικλ Σάνον) τον στριμώχνει, δεν διστάζει να δηλώσει ότι θα στήριζε τον Αδόλφο Χίτλερ ακόμη και έχοντας δει όσα συνέβαιναν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η αναφορά δεν είναι τυχαία, αφού μία από τις βασικές κορυφώσεις του φιλμ –αλλά και της πραγματικής δίκης– έρχεται όταν στο δικαστήριο προβάλλονται οι σκηνές φρίκης που γυρίστηκαν κατά την απελευθέρωση των στρατοπέδων από τις συμμαχικές δυνάμεις. Ειδικά σε εκείνη την πρώτη διαδικασία του 1945, όταν δικάστηκαν ο Γκέρινγκ, ο Ρούντολφ Ες και άλλοι υψηλόβαθμοι ναζί, ήταν συγκλονιστικός ο αντίκτυπος αυτών των κινηματογραφικών ντοκουμέντων, γυρισμένων μάλιστα από θρυλικούς σκηνοθέτες, όπως ο Τζον Φορντ και ο Σαμ Φούλερ που υπηρετούσαν τότε στον στρατό – ήταν σαν η ίδια η Ιστορία να σήκωσε ένα παραπέτασμα για να αποκαλυφθούν τα ειδεχθή εγκλήματα της τελευταίας δεκαετίας. Από την άλλη, εκείνο που ελάχιστα βλέπουμε στο φιλμ του Βάντερμπιλντ είναι το κομμάτι που σχετίζεται με τον γερμανικό λαό, τους απλούς ανθρώπους δηλαδή που στήριξαν τη ναζιστική ηγεσία και συγκεντρώνονταν κατά χιλιάδες στην ίδια τη Νυρεμβέργη για τις ετήσιες παρελάσεις του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος. Αντιθέτως, αυτή η προσέγγιση βρίσκεται στο επίκεντρο της «Δίκης της Νυρεμβέργης» του Στάνλεϊ Κράμερ. Γυρισμένο το 1961, με αστεράτο καστ που περιελάμβανε μεταξύ άλλων τους Σπένσερ Τρέισι, Μοντγκόμερι Κλιφτ, Μπαρτ Λάνκαστερ και Μαρλέν Ντίτριχ, το κλασικό σήμερα φιλμ εστιάζει στην τρίτη κατά σειρά δίκη του 1948, η οποία αφορούσε τους Γερμανούς ανώτατους δικαστικούς του Τρίτου Ράιχ.


Η περιστροφική κίνηση της κάμερας, τα δραματικά γκρο πλαν και η γενικότερη αισθητική συνθέτουν ένα υπόδειγμα για το είδος του δικαστικού δράματος-θρίλερ, ωστόσο ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχει ο κατοπτρισμός της γερμανικής κοινωνίας μέσα στη δικαστική αίθουσα. Με το επιχείρημα (της υπεράσπισης) ότι στο όνομα των δικαστικών δικάζεται ολόκληρος ο γερμανικός λαός, τίθεται το διαρκές και επαναλαμβανόμενο ανά τις δεκαετίες ερώτημα: Πόσα και σε πόσους ήταν γνωστά όσα αποτρόπαια διαπράττονταν στη διάρκεια της ναζιστικής κυριαρχίας; «θα πρέπει να ξεχάσουμε, αν είναι να συνεχίσουμε να ζούμε», αναφέρει σε κάποια αποστροφή της η Ντίτριχ, η οποία ερμηνεύει τη χήρα ενός υψηλόβαθμου στρατιωτικού. Για εκείνον, ορκίζεται ότι δεν γνώριζε τίποτα περί μαζικών εξολοθρεύσεων, κάτι που επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά από μάρτυρες της δίκης, μέχρι που ο πρόεδρος του δικαστηρίου (Τρέισι) ξεσπάει: «Τελικά, σε αυτή τη χώρα κανείς δεν ήξερε τι γινόταν;».
Βασικός χαρακτήρας της ταινίας είναι αυτός του Μπαρτ Λάνκαστερ, ανώτατος δικαστικός και πρώην υπουργός Δικαιοσύνης, ο οποίος μοιάζει εξαρχής αδιαπέραστος όσο και συντετριμμένος. Παρ’ όλα αυτά, είναι ο μόνος που έχει την εντιμότητα να αναλάβει την ευθύνη των πράξεων και των παραλείψεών του, και να καταστεί τελικά έως και συμπαθής στο κοινό. Η συγκεκριμένη στάση της ταινίας μπορεί εν μέρει να εξηγηθεί από την πολιτική συγκυρία την εποχή της κυκλοφορίας της (το Τείχος του Βερολίνου βρίσκεται στα… μπετά), όμως θα ήταν μάλλον άδικο να μιλήσουμε για «ξέπλυμα» των Γερμανών, αναφορικά με ένα φιλμ τέτοιου δραματικού βάθους. Με τα χρόνια άλλωστε τόσο η ιστορική όσο και η κινηματογραφική προσέγγιση του συγκεκριμένου θέματος μεταβλήθηκε, με πιο πρόσφατο παράδειγμα την υπέροχη «Ζώνη ενδιαφέροντος» του Τζόναθαν Γκλέιζερ. Εκεί πια μοιάζει αρκετά ξεκάθαρο ότι οι περισσότεροι κάτι ήξεραν…

