Ο Τατσούγια Νακάνταϊ, εμβληματικός ηθοποιός που συνεργάστηκε με τους περισσότερους από τους πιο καταξιωμένους σκηνοθέτες της Ιαπωνίας και έγινε ένα από τα μεγαλύτερα αστέρια του ιαπωνικού κινηματογράφου, άφησε την τελευταία του πνοή από πνευμονία το Σάββατο, στο Τόκιο, σε ηλικία 92 ετών.
Με τα έντονα εκφραστικά του μάτια ως σήμα κατατεθέν, ο Νακάνταϊ εμφανίστηκε σε περισσότερες από 100 ταινίες στη διάρκεια μιας καριέρας που διήρκεσε επτά δεκαετίες. Είχε τη δυνατότητα να ελίσσεται ερμηνευτικά ανάμεσα στον ρεαλισμό, στην τραχύτητα που απαιτούσαν κάποιοι ρόλοι, αλλά και στο πιο λυρικό, θεατρικό ύφος.
Εκτός Ιαπωνίας είναι περισσότερο γνωστός για τον ρόλο του στην ταινία «Ran» (1985) του Ακίρα Κουροσάβα, μια απόδοση του «Βασιλιά Ληρ» του Σαίξπηρ. Εντονα μακιγιαρισμένος για να υποδυθεί τον 80χρονο βασιλιά –ο Νακάνταϊ ήταν τότε μόλις 50 ετών– παρέδωσε μια αξέχαστη ερμηνεία που παρέπεμπε στις ρίζες του παραδοσιακού ιαπωνικού θεάτρου Kabuki.
Ο Νακάνταϊ συνεργάστηκε επίσης με άλλους σημαντικούς σκηνοθέτες της Ιαπωνίας, όπως οι Μικίο Ναρούσε, Μασάκι Κομπαγιάσι, Κιχάτσι Οκαμότο και Κον Ιτσικάουα. Εμφανίστηκε επίσης στην τηλεόραση, σε ρόλους μεγάλους και μικρούς, και σε αρκετά θεατρικά έργα.
Στην αρχή της καριέρας του συνεργάστηκε πολλάκις με τον Τοσίρο Μιφούνε, έναν από τους πιο γνωστούς Ιάπωνες ηθοποιούς διεθνώς. Οι δύο τους ήταν εντελώς διαφορετικοί: ο Μιφούνε ορμητικός, με έντονη ενέργεια, συχνά τραχύς, σωματικά εκφραστικός. Ο Νακάνταϊ, από την άλλη, υποδυόταν πιο χαμηλότονους χαρακτήρες με λεπτοδουλεμένο υπόστρωμα.
Συνήθως υποδύονταν αντιπάλους. Στις ταινίες «Yojimbo» (1961), «Sanjuro» (1962) και «Samurai Rebellion» (1967), οι χαρακτήρες τους συναντιόνταν σε μονομαχίες, με τον χαρακτήρα του Μιφούνε να κερδίζει κάθε φορά.
Αργότερα, ο Νακάνταϊ πρωταγωνίστησε στα «Ran» και «Kagemusha», ταινίες του Κουροσάβα, αναλαμβάνοντας ρόλους που θα μπορούσαν να είχαν πάει στον Μιφούνε. Δεν πήγαν, όμως, λόγω της κόντρας που είχε αναπτυχθεί ανάμεσα στον σκηνοθέτη και τον ηθοποιό.
Ο Τατσούγια Νακάνταϊ γεννήθηκε στο Τόκιο στις 13 Δεκεμβρίου 1932. Εγινε θεατρικός ηθοποιός μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλαίσιο του κινήματος «Shingeki» («Νέο Θέατρο»), το οποίο προωθούσε μια πιο ρεαλιστική προσέγγιση αντί των παραδοσιακών μορφών που κυριαρχούσαν έως τότε στο ιαπωνικό θέατρο.
Στη δεκαετία του 1950 έκανε το κινηματογραφικό του ντεμπούτο με την ταινία «The Thick Walled Room». Στη δεύτερη εμφάνισή του στο σινεμά, συμμετείχε στην εμβληματική ταινία του Κουροσάβα «Seven Samurai» (1954). Στο εν λόγω φιλμ εμφανίζεται για μόλις τρία δευτερόλεπτα ως ένας ανώνυμος σαμουράι που περπατά στον δρόμο ενός χωριού. Ο Νακάνταϊ θα δήλωνε πάντα ευγνώμων για τη συνεισφορά του Κουροσάβα στην ανάδειξή του στο σινεμά.
Πάντως, αν και εμφανίστηκε σε άλλες τρεις ταινίες του, έγινε περισσότερο γνωστός για τη συνεργασία του με τον Κομπαγιάσι, πρωταγωνιστώντας στην τριλογία «The Human Condition» (1959–1961) και σε άλλες ταινίες του.
Καθώς μεγάλωνε, ο Νακάνταϊ εμφανιζόταν λιγότερο, συμμετέχοντας σε τηλεοπτικές εκπομπές και σε ταινίες που δεν κυκλοφόρησαν εκτός Ιαπωνίας. Περισσότερο από τον χρόνο του αφιέρωνε στη Mumeijuku, τη θεατρική του εταιρεία και σχολή υποκριτικής.
Ο κινηματογραφικός κριτικός Τσακ Στέφενς, σε άρθρο του το 2009 για τη Criterion Collection, η οποία τότε είχε κυκλοφορήσει πολλές ταινίες του Νακάνταϊ σε DVD και Blu-ray, ανέφερε ότι ο ηθοποιός ήταν τόσο σημαντικός για το σινεμά της Ιαπωνίας του 20ού αιώνα που του αξίζει ο τίτλος: «Ο όγδοος σαμουράι».
Με πληροφορίες από New York Times

