Νταϊάν Κίτον (1946-2025) : Mούσα του Γούντι, σύμβολο της Νέας Υόρκης των ’70s

Νταϊάν Κίτον (1946-2025) : Mούσα του Γούντι, σύμβολο της Νέας Υόρκης των ’70s

Η πολυσχιδής και πολυβραβευμένη Νταϊάν Κίτον δημιούργησε ένα σύμβολο: αυτό της πνευματώδους, νευρωτικής και ακαταμάχητα γοητευτικής διανοούμενης, καθιερώνοντας παράλληλα ένα εμβληματικό ανδρόγυνο στυλ

4' 44" χρόνος ανάγνωσης
Φόρτωση Text-to-Speech...

Η καμπαρντίνα της φούσκωνε ελαφρώς καθώς περπατούσε. Η κίνησή της δεν ήταν ακριβώς βάδισμα, αλλά ένα είδος στοχαστικής περιπλάνησης μέσα στην πόλη της Νέας Υόρκης. Ενα πλατύγυρο καπέλο επισκίαζε τα μάτια της, που, ακόμη και πίσω από τα υπερμεγέθη γυαλιά της, έλαμπαν με έναν ηλεκτρισμένο συνδυασμό ευφυΐας και… νευρωτισμού. Μιλούσε με έναν καταιγιστικό ρυθμό παρατηρήσεων, ανησυχιών και συνειρμών, που έμοιαζε λιγότερο με διάλογο και περισσότερο με μια ζωντανή, αμοντάριστη ροή συνείδησης, ένα λεκτικό τζαζ σόλο.

Στους φίλους του κινηματογράφου, η παραπάνω αφήγηση φέρνει αμέσως στον νου την Νταϊάν Κίτον ως Ανι Χολ, να μπερδεύει τα όρια μεταξύ ρόλου και πραγματικότητας στον «Νευρικό εραστή» του Γούντι Αλεν (1977) – μια ερμηνεία που όχι μόνο της χάρισε το Οσκαρ Α΄ γυναικείου ρόλου, αλλά δημιούργησε ένα σύμβολο: αυτό της πνευματώδους, νευρωτικής και ακαταμάχητα γοητευτικής διανοούμενης της Νέας Υόρκης των ’70s, καθιερώνοντας παράλληλα ένα εμβληματικό ανδρόγυνο στυλ.

Γεννημένη ως Νταϊάν Χολ στο Λος Αντζελες στις 5 Ιανουαρίου 1946, από την Ντόροθι Ντιν Κίτον, ερασιτέχνιδα φωτογράφο, και τον Τζακ Νιούτον Χολ, πολιτικό μηχανικό. Η μητέρα της, το πατρικό όνομα της οποίας θα υιοθετούσε αργότερα επαγγελματικά, καλλιέργησε το ανερχόμενο ενδιαφέρον της Νταϊάν για την τέχνη της ερμηνείας, ενθαρρύνοντας τη συμμετοχή της σε σχολικές παραστάσεις. Αφού αποφοίτησε από το λύκειο της Σάντα Ανα, φοίτησε για λίγο στο Santa Ana College πριν μεταγραφεί στο Orange Coast College, όπου σπούδασε υποκριτική.

Η πορεία της προς τη Νέα Υόρκη και την ανήσυχη off-Broadway σκηνή στα τέλη της δεκαετίας του ’60 ήταν αναπόφευκτη. Εκεί, μέσα στον πειραματικό πυρετό της εποχής, τελειοποίησε την τέχνη της, αναπτύσσοντας το αυτοσχεδιαστικό ύφος και τον χαρακτηριστικό ρυθμό του λόγου της. Η μεγάλη επιτυχία της ήρθε με την παραγωγή του «Hair» στο Μπρόντγουεϊ το 1968, αν και ήταν η συνεργασία της με τον Γούντι Αλεν, ξεκινώντας με το θεατρικό «Play It Again, Sam», που την εκτόξευσε στη σφαίρα του κινηματογραφικού μύθου. Η παράσταση έγραψε Ιστορία: έκανε πρεμιέρα στις 12 Φεβρουαρίου 1969 στο Broadhurst Theatre της Νέας Υόρκης και ολοκλήρωσε στις 14 Μαρτίου 1970, έπειτα από 453 παραστάσεις. Επίσης, ήταν η αφορμή για το ξεκίνημα μιας ερωτικής σχέσης, που κράτησε πέντε χρόνια.

Πέρα από τον «Νευρικό εραστή», οι συνεργασίες της με τον Γούντι απέφεραν εμβληματικές ερμηνείες σε ταινίες όπως «Ο υπναράς» (1973), «Ειρηνοποιός» (1975) και «Μανχάταν» (1979), μια ελεγειακή ωδή στη Νέα Υόρκη. Πρωταγωνίστησε ακόμη στα επικά «Νονός» (1972) και «Νονός II» (1974) του Φράνσις Φορντ Κόπολα, ερμηνεύοντας τον ρόλο της Κέι Ανταμς-Κορλεόνε, μιας γυναίκας παγιδευμένης στην ασφυκτική αγκαλιά μιας εγκληματικής αυτοκρατορίας. Μεταγενέστεροι θρίαμβοι περιελάμβαναν τους «Κόκκινους» (1981), όπου υποδύθηκε τη φλογερή δημοσιογράφο Λουίζ Μπράιαντ, κερδίζοντας άλλη μία υποψηφιότητα για Οσκαρ, και την αισθηματική κομεντί «Κάλλιο αργά παρά αργότερα» (2003), μια εκλεπτυσμένη απεικόνιση μιας γυναίκας που ανακαλύπτει τον έρωτα σε μεγάλη ηλικία. Το κωμικό ταλέντο της έλαμψε στον «Μπαμπά της νύφης» (1991) και στο «Κλαμπ των χωρισμένων γυναικών» (1996).

Από τη σχέση της με τον Γούντι Αλεν γεννήθηκε μια καλλιτεχνική σύμπραξη που καθόρισε μια ολόκληρη εποχή του αμερικανικού κινηματογράφου. Υπήρξε αναμφίβολα η μούσα του, αλλά ο όρος από μόνος του είναι ανεπαρκής για να περιγράψει τη δυναμική τους. Ο Αλεν δεν έγραφε απλώς ρόλους για την Κίτον, αλλά την ίδια την Κίτον, αποτυπώνοντας τον ιδιότυπο ρυθμό της ομιλίας της, τη νευρωτική ευφυΐα της, την αυτοσαρκαστική αμηχανία της και την πηγαία σοφία της. Εκείνη, με τη σειρά της, έδινε σάρκα και οστά στους χαρακτήρες του με έναν τρόπο τόσο αυθεντικό, που συχνά ήταν αδύνατο να διακρίνει κανείς πού τελείωνε το σενάριο και πού ξεκινούσε ο αυτοσχεδιασμός.

Το απόγειο αυτής της δημιουργικής ώσμωσης ήταν, φυσικά, ο «Νευρικός εραστής», μια ταινία όπου τα όρια μεταξύ της κινηματογραφικής Ανι και της πραγματικής Νταϊάν κατέρρευσαν συνειδητά, με το ανδρόγυνο στυλ της ηθοποιού να μετατρέπεται σε παγκόσμια μόδα και να συμβολίζει μια διά βίου απόρριψη των παραδοσιακών γυναικείων ρόλων. Οταν ένας συμμαθητής της στο λύκειο της είπε ότι μια μέρα θα γινόταν «καλή σύζυγος», εκείνη απάντησε, «όχι, δεν θέλω να γίνω σύζυγος» – η φιλοσοφία αυτή συνοψίζεται σε ένα απόσπασμα από το βιβλίο της «Let’s Just Say It Wasn’t Pretty» (2014), όπου επικαλείται δύο ρητά του ειδώλου της, Κάρι Γκραντ: «Τα ρούχα φτιάχνουν τον άνδρα» και «προσποιήθηκα ότι ήμουν κάποιος που ήθελα να γίνω και τελικά έγινα αυτό το άτομο».

Η Κίτον υιοθέτησε αυτή την αρχή, χρησιμοποιώντας τα ρούχα για να αρχιτεκτονήσει τη δική της περσόνα, μέχρι η προσποίηση να γίνει πραγματικότητα. Τα ρούχα της λειτουργούσαν επίσης ως «πανοπλία». Τα καπέλα και οι ψηλοί γιακάδες, όπως έχει παραδεχθεί, ήταν ένας τρόπος προστασίας, τόσο κυριολεκτικά, από τον καρκίνο του δέρματος με τον οποίο είχε διαγνωστεί, όσο και μεταφορικά, δημιουργώντας ένα ψυχολογικό όριο που της επέτρεπε να διατηρεί την ιδιωτικότητά της σε έναν κόσμο που απαιτεί συνεχή έκθεση.

Πέρα από την οθόνη, οι δημιουργικές ανησυχίες της διοχετεύθηκαν σε πλειάδα εκφραστικών μέσων: υπήρξε δεινή φωτογράφος, καταγράφοντας μεθοδικά τα πάντα, από ξεθωριασμένα μπανγκαλόου του Χόλιγουντ μέχρι την τετριμμένη ομορφιά των καθημερινών αντικειμένων. Το έργο της εκτέθηκε σε γκαλερί και παρουσιάστηκε σε αναγνωρισμένα λευκώματα. Επιχείρησε επίσης να σκηνοθετήσει, να κάνει παραγωγές και έγραψε αυτοβιογραφικά βιβλία γεμάτα με το αυτοσαρκαστικό χιούμορ που χαρακτήριζαν τις ερμηνείες της. Επιπλέον, το πάθος της για την αρχιτεκτονική και τον σχεδιασμό την οδήγησε στην αναπαλαίωση και πώληση πολυάριθμων κατοικιών, με κάθε έργο να αποτελεί προϊόν αγάπης, τεκμηριωμένο στα βιβλία της.

Η συνεισφορά της στον κινηματογράφο και στον πολιτισμό αναγνωρίστηκε ευρέως: εκτός από το Οσκαρ Α΄ γυναικείου ρόλου έλαβε δύο Χρυσές Σφαίρες και ένα βραβείο BAFTA και το 2017 τιμήθηκε με το βραβείο Συνολικής Προσφοράς του Αμερικανικού Ινστιτούτου Κινηματογράφου (AFI). Από το εξαιρετικό αυτοβιογραφικό βιβλίο της «Then Again» (2017), όπου συνυφαίνει συγκινητικά τα απομνημονεύματα της μητέρας της με τις δικές της αναμνήσεις, διαλέγουμε το εξής απόσπασμα: «Ολη αυτή η υπόθεση του να ζεις αυτή τη ζωή είναι βαριά. Είναι μια ζωή πολλή, αλλά όχι αρκετή. Είναι μισοάδεια, και μισογεμάτη».

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT