«Προβολή του “Babylon”, σε συνοικιακό σινεμά στο κέντρο της Αθήνας. Μπροστά μας κάθεται ένα ζευγάρι, μεταξύ 20-30 ετών και με προφίλ που θα έκανε κάποιον να τους κατατάξει στους “φασαίους”. Στο πρώτο μισάωρο της ταινίας, εκείνος δεν σταμάτησε ούτε λεπτό να κάνει διάλεξη για την ιστορία του σινεμά, “κοσκινίζοντας” την ιστορική ακρίβεια κάθε σκηνής. Σε κάποια στιγμή λέει στην κοπέλα πως ο ήρωας του Μπραντ Πιτ βασίζεται στην πραγματικότητα στον Κερκ Ντάγκλας. Του είπα ευγενικά “Μάλλον εννοείς τον Κλαρκ Γκέιμπλ”. Και ευτυχώς δεν ξαναμίλησε».
Ο 28χρονος Αντρέας μπορεί να το έριξε στην πλάκα για να κάνει τους ενοχλητικούς μπροστινούς του να σωπάσουν και να τα κατάφερε. Δεν είναι βέβαια πάντα τόσο ρόδινα τα πράγματα όταν οι ομιλίες πυκνώνουν και ανεβαίνουν σε ένταση μέσα στην κινηματογραφική αίθουσα. Ισως το «σσσσσ» να είναι διαχρονικά το πιο συχνό επιφώνημα που έχει ακουστεί σε κινηματογραφική αίθουσα, στήνοντας κάθε φορά ένα παράλληλο «δράμα» έξω από το πανί.
Πρόσφατα κόντεψε να στηθεί… και ταινία καταδίωξης, όταν σε σινεμά στου Ρέντη, η παρατήρηση που έκανε ένα ζευγάρι σε νεαρούς που μιλούσαν δυνατά, οδήγησε σε καυγά που παραλίγο να βγει και εκτός αίθουσας. Το εν λόγω περιστατικό μπορεί να ανοίγει μια άλλη ευρύτερη και σοβαρότερη κουβέντα περί ορίων και επιθετικότητας. Δεν παύει όμως η «μάστιγα» των ομιλιών στην αίθουσα να οδηγεί ουκ ολίγους θεατές να ακροβατήσουν στη λεπτή γραμμή μεταξύ εκνευρισμού και γέλιου, με τα διάφορα θορυβώδη περιστατικά που αρχίζουν όταν τα φώτα σβήνουν.
Ξεχασμένα κινητά στην τσάντα, «παιδικό πάρτι» μπροστά από την οθόνη
Για να μην παρεξηγούμαστε: η αίθουσα δεν είναι «εκκλησία». Πηγαίνουμε στο σινεμά αποδεχόμενοι πως θα δούμε ταινίες μαζί με άλλους. Eπιδιώκουμε δηλαδή εκ των πραγμάτων μια «συνομιλία» από γέλια, αντιδράσεις, ακόμα και τον ασύγχρονο «ενοχλητικό» ήχο του μασουλήματος του ποπ κορν που συναπαρτίζουν τον «ambient» ήχο της εμπειρίας της αίθουσας. Το πρόβλημα αρχίζει όταν η ταινία παύει να είναι και αυτή συνομιλητής.
Ομοίως και όταν κάποιοι από τους θεατές δεν μπορούν να «διαβάσουν» καθόλου το κλίμα της ταινίας. «Είχα πάει να δω το “The Brutalist” σε “ευρείας κατανάλωσης” αίθουσα. Η προβολή δεν είχε πολύ κόσμο, αλλά αρκούσε ένα ζευγάρι μπροστά μου για να κάνει τη ζημιά. Τρεισήμισι ώρες ταινία, να πασχίζει ο σκηνοθέτης Μπρέιντι Κόρμπετ να χτίσει το έπος του σύγχρονου κόσμου και να έχουμε στις μπροστινές θέσεις δύο άτομα που κυριολεκτικά δεν σταματούσαν να μιλούν και να κάνουν επουσιώδη σχόλια του τύπου “πωπω, δες ένα κτίριο” ή “α, είδες, αυτός είναι ο ξάδερφος που έλεγε πριν”. Το εντυπωσιακό είναι ότι όσες παρατηρήσεις και αν τους έγιναν, έμοιαζαν λες και όντως δεν αντιλαμβάνονταν ότι απευθυνόμαστε σε αυτούς. Οι τίτλοι τέλους ήταν μια ανακούφιση από πολλές απόψεις», αφηγείται γελώντας η τριαντάχρονη Μελίνα, που δεν θυμάται να έχει εκνευριστεί τόσο έντονα ξανά σε κινηματογραφική αίθουσα.

Καλώς ή κακώς, το είδος της αίθουσας και της ταινίας αποτελούν μια πρώτη ένδειξη για το πόσο ανήσυχο ενδέχεται να είναι το κοινό. «Κατά γενική ομολογία θα ακούσεις περισσότερο τον κόσμο να μιλάει σε blockbuster ταινίες από ό,τι σε arthouse. Ομοίως οι θερινές αίθουσες “τραβάνε” περισσότερο τέτοια σκηνικά γιατί υπάρχει μεγαλύτερο κλίμα χαλαρότητας στην προβολή. Στην κλειστή αίθουσα υπάρχει συνήθως ένας κοινός σκοπός που είναι η ταινία, στο θερινό πολύς κόσμος έρχεται για τη συνολική εμπειρία», επιβεβαιώνει ο Γιάννης, 32 ετών, που έχει εργαστεί σε πολλές αίθουσες και σε θερινό έχει δει κόσμο να τσακώνεται… για να πιάσει θέση που βλέπει Ακρόπολη.
Ο εργαζόμενος έχει δει πολλές φορές επίσης κόσμο να έρχεται να παραπονεθεί για θόρυβο και ενοχλητική συμπεριφορά μέσα στην αίθουσα. «Αν ο άλλος κάνει θόρυβο και έρχεται κόσμος ενοχλημένος, θα του κάνεις μια παρατήρηση. Είχε τύχει πάντως μια φορά να έρθει κάποιος να μου παραπονεθεί πως η μπροστινή του είναι συνεχώς στο κινητό και βγάζει selfies και δεν μπορεί να συγκεντρωθεί στην ταινία. Δεν μπορείς να απαγορεύσεις σε κάποιον να έχει το κινητό του. Είναι και θέμα του θεατή να αντιλαμβάνεται ποια συμπεριφορά είναι κοινωνικά αποδεκτή μέσα σε μια αίθουσα σινεμά», καταλήγει ο Γιάννης.

Υπάρχουν βέβαια και εκείνα τα σκηνικά που γίνονται τόσο αστεία και «σουρεάλ» που ξεχνά κανείς τις παρατηρήσεις ή την ταινία που τελικά έχασε και τις κρατά για να τις αφηγείται. Ο Αντρέας θυμάται: «Πριν κάμποσα χρόνια είχα πάει να δω τους “Τρεις Σωματοφύλακες” σε μια αποτυχημένη εκδοχή. Πήγαινα σχολείο ακόμα, το ίδιο και οι περισσότεροι θεατές μέσα στην αίθουσα. Κάποια στιγμή έχουν κατέβει 20-25 πιτσιρίκια όρθια μπροστά από την οθόνη και μιλάνε δυνατά, βγάζουν φωτογραφίες, συμπεριφέρονται γενικά σαν να είναι στο προαύλιο του σχολείου ή σε πάρτι συμμαθητή. Οι 3-4 ενήλικες που ήταν στην αίθουσα δεν άντεξαν και εγκατέλειψαν… βρίζοντας πριν το τέλος της ταινίας».
Σε άλλη περίπτωση η παρατήρηση… γύρισε μπούμερανγκ. Η 40χρονη Ρένα θυμάται: «Είχαμε πάει με τη μαμά μου στο σινεμά και κατά τη διάρκεια της ταινίας άρχισε να χτυπάει ένα τηλέφωνο ξανά και ξανά. Η μητέρα μου άρχισε να παραπονιέται δυνατά να το κλείσουν. Μετά από λίγη ώρα κατάλαβε ότι ήταν το ασύρματο σταθερό που είχε βάλει κατά λάθος στην τσάντα της».

