Υπήρξε μια περίοδος που ήταν λες και το ιταλικό σινεμά έπλασε τις τέλειες γυναίκες από την αρχή. Γυναίκες αληθινά και όχι υπολογισμένα θελκτικές, που έσφυζαν από υγεία με τις καμπύλες τους, με χαμόγελα γενναιόδωρα και βλέμματα που απέπνεαν έρωτα και κίνδυνο την ίδια στιγμή. Πλάσματα που έκοβαν την ανάσα, γιατί δεν ήξερες αν υπερτερούσαν ως «άγια» ή ως απόλυτα θνητά.
Μια τέτοια γυναίκα ήταν και η ηθοποιός Κλαούντια Καρντινάλε, που τα πελώρια καστανά της μάτια μάς κοιτούν πλέον από αλλού. Για τον ηθοποιό Ντέιβιντ Νίβεν ήταν «η σπουδαιότερη ιταλική “εφεύρεση” μαζί με τα σπαγγέτι». Ακόμα και αν η μικρή Κλαούντια, της σικελιανής καταγωγής, γεννήθηκε στο γαλλικό προτεκτοράτο της Τυνησίας, μιλώντας γαλλικά και τη διάλεκτο της Σικελίας. Ιταλικά έμαθε μόνο όταν βρέθηκε μπροστά από την κάμερα, και αυτά όχι αρκετά πειστικά ώστε να γλιτώσει αρχικά το ντουμπλάρισμα, που ούτως ή άλλως συνηθιζόταν εκείνη την εποχή.
Στα 18 της κέρδισε τον τίτλο της «Ομορφότερης Ιταλίδας της Τυνησίας», σε τοπικό διαγωνισμό που αποδείχθηκε για την ίδια καθοριστικότερος από τον κολακευτικό χαρακτηρισμό που της χάρισε. Ηταν και το εισιτήριο για ένα ταξίδι στην Ιταλία και στο Φεστιβάλ της Βενετίας, στο οποίο άδραξε την ευκαιρία να υπογράψει τα πρώτα της κινηματογραφικά συμβόλαια. Η πόρτα της Τσινετσιτά προς την κινηματογραφική αιωνιότητα μόλις είχε ανοίξει για την Κλαούντια Καρντινάλε.
Το «μαγικό» 1963

Ανάμεσα σε μικρορόλους δίπλα σε ονόματα όπως ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι και με μια κρυφή εγκυμοσύνη που προέκυψε από βιασμό, όπως αποκάλυψε χρόνια αργότερα, η νεαρή Κλαούντια Καρντινάλε άρχισε να θεωρείται «η αγαπημένη της Ιταλίας». Και ευτυχώς, για την έβδομη τέχνη, και η αγαπημένη των σπουδαίων auteur του ιταλικού σινεμά που ήταν έτοιμοι να τη συμπεριλάβουν στα αριστουργήματά τους.
Το 1963 ήταν η χρονιά της. Ο Φεντερίκο Φελίνι, που έπαθε το σπουδαιότερο «writer’s block» στην ιστορία του σινεμά με το «8 1/2», είδε στο πρόσωπο της Καρντινάλε την ιδεατή γυναίκα. Και η Καρντινάλε απέδωσε μυθικά σχεδόν κάθε έκφανσή της. Ηταν η εκπάγλου καλλονής γυναίκα που φανερώθηκε στον Μαστρογιάνι για να τον ξεδιψάσει. Η «μαντόνα» που τύλιγε ένα μαντίλι στο κεφάλι της, μόνο για να το απαρνηθεί την επόμενη στιγμή και να αφήσει τα ανακατεμένα μαλλιά της να επιτρέψουν νοητά όσα το «φωτοστέφανο» απαγόρευε. Και ήταν τελικά η απόλυτη πρωταγωνίστρια που σαν παγώνι που κρυβόταν και φανερωνόταν στον σκηνοθέτη της, τον Γκουίντο της ταινίας, σε μια γωνιά της Ρώμης, «άδειαζε» με άγνοια κινδύνου το όραμα του δημιουργού που τολμούσε να παραδεχτεί πως δεν πολυκαταλαβαίνει.
Για τον Λουκίνο Βισκόντι ήταν μια παρουσία αριστοκρατική. Γι’ αυτό και την ίδια χρονιά μπήκε στα παλάτια του «Γατόπαρδου», υπό το άγρυπνο βλέμμα του «παππού» της Μπαρτ Λάνκαστερ και γοητευμένη (φυσικά!) από τον Αλέν Ντελόν. Σε ένα ακόμα αριστούργημα από αυτά που σε κάνουν να αναρωτιέσαι πόση ομορφιά μπορεί να χωρέσει σε μια οθόνη, η Καρντινάλε επιδόθηκε σε ένα παίξιμο πιο «κλασικά» θεατρικό, επικυρώνοντας για δεύτερη φορά σε ελάχιστο χρονικό διάστημα ότι η στόφα της ανήκει στο σινεμά των σπουδαίων.
Ο «Γατόπαρδος» αποδείχθηκε καθοριστικός για τον τρόπο που την είδαν έπειτα και άλλοι σκηνοθέτες. Ο Μπλέικ Εντουαρντς, για τις ανάγκες του πρώτου «Ροζ Πάνθηρα» (και αυτό του 1963), τη μεταμόρφωσε στην πριγκίπισσα που είχε το πολυπόθητο διαμάντι που o Φαντομάς ήθελε να κλέψει. Ο «τίτλος» της βέβαια δεν την εμπόδισε σε τίποτα να μοιάζει σε σκηνές σαν την παρακάτω σαν ένα σκανδαλώδες μα κωμικό «Bond girl».
Ο δε Βέρνερ Χέρτζογκ, αρκετά χρόνια αργότερα, έγραψε πάνω της τον ρόλο της Μόλι, για το τρικυμιώδες «Fitzcarraldo» (1982). Της πρώτης κυρίας ενός πορνείου, με «κ» κεφαλαίο βέβαια αν κρίνουμε, από την όψη της, κάτω από τα μεγάλα καπέλα που φορούσε – για χάρη της, το πλοίο της ταινίας βαφτίστηκε Μόλι. Οπως είχε πει και ο ίδιος ο Χέρτζογκ, η Κλαούντια Καρντινάλε ήταν μία από τις ελάχιστες παρουσίες που μπορούσε «να φέρει στα λογικά του» τον εντελώς παλαβό και sui generis Κλάους Κίνσκι και μία από τις ακόμα πιο λίγες γυναίκες συμπρωταγωνίστριες που ο ηθοποιός σεβόταν. Μάλλον στην περίπτωσή του το κάλλος δεν τον αποσυντόνιζε, αλλά κολλούσε τα κομμάτια του.
Η αιώνια ομορφιά
Παρά την «τέλεια ομορφιά» της, η Καρντινάλε δεν έγινε ποτέ η εύθραυστη κουκλίτσα που θα συμπλήρωνε με λίγη ομορφιά το κάδρο, αλλά ήταν ένα αντάξιο θηλυκό αντίβαρο στον αρσενικό κόσμο που την περιέβαλε ή αντιπαρετίθεντο απέναντί της. Γι’ αυτό και ο Σέρτζιο Λεόνε της εμπιστεύτηκε τον ρόλο της Τζιλ στο «Once Upon a Time in the West» (1968), ως της μόνης δυνατής γυναίκας απέναντι σε σκληροτράχηλες γουέστερν φιγούρες όπως αυτή του Χένρι Φόντα, τις οποίες «έριχνε κάτω» με μια ματιά της.
Θα μπορούσε, όπως η επίσης «θεϊκή» Μπριζίτ Μπαρντό, να τελειώσει την καριέρα της αρκετά νωρίς και να μη χάσει ούτε λίγο από τον μύθο της. Αντ’ αυτού η Κλαούντια Καρντινάλε μέτρησε κοντά 150 συμμετοχές σε ταινίες αλλά και στην τηλεόραση, κάνοντας μεταξύ άλλων και τη Μοιχαλίδα στον «Ιησού από τη Ναζαρέτ» του Φράνκο Τζεφιρέλι. Ηταν αεικίνητη και έως το τέλος ήθελε να συνεχίσει να ενσαρκώνει τις χίλιες και μία γυναίκες που έκρυβε μέσα της, όπως έλεγε στις συνεντεύξεις της.
Υπάρχει το σινεμά που τσαλακώνει ό,τι είναι όμορφο και εκείνο που παραδίδεται στα ξόρκια της ομορφιάς. Και η Κλαούντια Καρντινάλε ανήκε οπωσδήποτε στο δεύτερο. Με ένα κάλλος που ήταν εκεί και άλλες τόσες εκδοχές του που το βλέμμα της άφηνε στη φαντασία.

