Η Βαλμύρα είναι κωφή και βρίσκεται στις τελευταίες τάξεις του σχολείου. Τη συναντάμε τη στιγμή που αναγκάζεται, λόγω οικονομικών και οικογενειακών δυσκολιών, να αφήσει την ασφάλεια της Αθήνας στο σχολείο των κωφών και να μετακομίσει σε ένα απομονωμένο ελληνικό νησί, για να ζήσει με τον πατέρα της και τη νέα του οικογένεια. Φοβάται να ακούσει τα λόγια των «άλλων», αρνούμενη έντονα να φορέσει ένα ειδικό ακουστικό. Δεν την ενδιαφέρει να προσαρμοστεί. Θέλει απλώς να επιστρέψει πίσω, εκεί όπου ένιωθε ορατή.
Αυτός είναι ο πυρήνας της ταινίας «Ακουσέ με», της Μαρίας Ντούζα, πάνω στον οποίο χτίζεται μια ολόκληρη αφήγηση για την έλλειψη ουσιαστικής και βαθιάς επικοινωνίας, χρησιμοποιώντας την κώφωση της νεαρής πρωταγωνίστριας ως μεταφορά. Η ταινία, που πριν από λίγες ημέρες κυκλοφόρησε στο Ertflix και ήδη έχει σημειώσει σημαντική πορεία σε φεστιβάλ του εξωτερικού και της Ελλάδας, έρχεται να θέσει ένα ερώτημα: Μπορούμε να ακούσουμε πραγματικά τον «άλλον»;
«Σκοπός μου ήταν να δείξω μέσα από την ταινία ότι ενώ τα μέσα υπάρχουν, η πρόθεση πολλές φορές λείπει. Στη συγκεκριμένη ιστορία, η αδυναμία αυτή δεν αποτυπώνεται μόνο μεταφορικά μέσω της αναπηρίας, αλλά και μέσα από τη συμπεριφορά των υπόλοιπων χαρακτήρων, οι οποίοι είναι συναισθηματικά και επικοινωνιακά κωφοί», λέει η κ. Ντούζα για τους συμμαθητές της ηρωίδας, οι οποίοι ακολουθούν την παραβατική συμπεριφορά της πλειοψηφίας.
Καταλύτης στην εξέλιξη της ιστορίας είναι η λευχαιμία ενός συμμαθητή της Βαλμύρας, ο οποίος μέχρι πρότινος ασκούσε μπούλινγκ στην έφηβη κοπέλα. Το σοκ και η ευαλωτότητα που προκαλεί η ασθένεια ανατρέπει τις δυναμικές μέσα στην τάξη και φέρνει τους χαρακτήρες αντιμέτωπους με τον εαυτό τους και τον «άλλον».
«Η ασυνεννοησία μεταξύ των χαρακτήρων δεν λύνεται με κάποιο εύκολο τέχνασμα, αλλά μέσα από την ενσυναίσθηση, που μπορεί να ακούγεται κλισέ, αλλά δεν είναι καθόλου αυτονόητη», παρατηρεί η κ. Ντούζα και συνεχίζει: «Ηθελα να κάνω μια ταινία για το καλό. Ισως κάποτε να υπήρχε πιο έντονα σαν θεματική στο σινεμά, αλλά πλέον τείνει να εξαφανιστεί, καθώς κυριαρχεί ο λόγος για το πόσο φρικτοί, σκληροί ή αδιάφοροι μπορούμε να γίνουμε. Το κοινό, όμως, ίσως έχει ανάγκη να δει και να νιώσει το αντίθετο, τη δυνατότητα του ανθρώπου να συνδεθεί, να καταλάβει και εντέλει να αποδεχθεί».

