«Ολα ξεκίνησαν στον ύπνο μου. Ονειρεύτηκα ότι με παίρνει τηλέφωνο ένας συνεργάτης και μου λέει “θα σταματήσω να κάνω σινεμά”. Στην προσπάθειά μου να πείσω αυτό το άτομο να παραμείνει, αρχίζω να του αφηγούμαι την αρχική ιδέα της ταινίας, λέγοντάς του ότι δεν μπορεί να φύγει τώρα που έχουμε να δουλέψουμε πάνω σε αυτό», λέει στην «Κ» ο μεγάλος νικητής του 48ου Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας, ο σκηνοθέτης Νεριτάν Ζιντζιρία, για τη ταινία «Noi».
Η ιστορία ενός έφηβου αγοριού που καλείται να επιλέξει ανάμεσα στην εκδίκηση και στη συγχώρεση χάρισε για δεύτερη φορά στον σκηνοθέτη τον Χρυσό Διόνυσο (η πρώτη ήταν με το «Χαμομήλι» το 2012), με τη μικρού μήκους ταινία να προκρίνεται αυτομάτως στη διαδικασία επιλογής για τα Οσκαρ, μαζί με το «Correct Me If I’m Wrong», του Κινέζου Χάο Τζόου, που απέσπασε το βραβείο Grand Prix του Διεθνούς Διαγωνιστικού.

Η υπόθεση εκτυλίσσεται σε ένα χωριό στο Μέτσοβο, με φόντο ένα χιονισμένο τοπίο, στο οποίο ξεπροβάλλει ένα κοπάδι με επιβλητικά άγρια άλογα. Oταν ο μεγαλύτερος αδελφός του νεαρού πρωταγωνιστή σκοτώνεται από το αγαπημένο του άλογο, εκείνος πρέπει να αποφασίσει –μέσα από εφιάλτες και οράματα– αν θα θανατώσει το ζώο ή θα το συγχωρέσει. «Oλα τα στοιχεία της ταινίας ήταν εκεί από νωρίς», λέει ο σκηνοθέτης, ο οποίος πέρασε ένα μεγάλο διάστημα στο Μέτσοβο, στην κοινότητα των Βλάχων που ζουν εκεί, μερικοί από τους οποίους παίζουν στην ταινία. «Σε όλα μου τα έργα εμπνέομαι από την παράδοση, προφορική και μη. Τα λαογραφικά στοιχεία λειτουργούν υπερβατικά – μας δίνουν πάντα με τον καλύτερο τρόπο ένα μεγαλύτερο αφήγημα, που δεν χωράει εξηγήσεις. Ποτέ δεν αναρωτιέσαι όταν ακούς ένα δημοτικό τραγούδι γιατί βγήκε, για παράδειγμα, ο νεκρός αδερφός στη γη. Απλώς το δέχεσαι», μας εξηγεί ο κ. Ζιντζιρία.
Οι ταινίες που έχει παρουσιάσει έχουν κοινό πυρήνα που ξεκινάει με μία απώλεια και μέσα από αυτή χτίζεται ένα λυρικό τοπίο, με θεμέλιους λίθους τη φύση και την παράδοση. «Το κομμάτι της λαογραφίας για μένα ακουμπάει κυρίως στον κόσμο της αρχαίας τραγωδίας, από την άποψη ότι οι νεκροί ποτέ δεν πεθαίνουν. Διαβάζοντας την αρχαία τραγωδία οργανικά συνδέθηκα με τα δημοτικά τραγούδια, που έχουν τους δικούς τους κώδικες, οι οποίοι μπορεί να είναι και εξωτερικοί», υπογραμμίζει ο σκηνοθέτης, μιλώντας για την εντυπωσιακή φιγούρα της νύφης που εμφανίζεται στα οράματα του παιδιού και σηματοδοτεί το πένθος – τον γάμο με τον αδελφό του, που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ.
«Σε όλα μου τα έργα εμπνέομαι από την παράδοση. Τα λαογραφικά στοιχεία λειτουργούν υπερβατικά – μας δίνουν πάντα με τον καλύτερο τρόπο ένα μεγαλύτερο αφήγημα», μας λέει ο σκηνοθέτης Νεριτάν Ζιντζιρία.
«Είμαι φύσει αισιόδοξος άνθρωπος», απαντάει προς έκπληξίν μας όταν τον ρωτάμε γιατί τελικά ο ήρωας αποφασίζει να μην πάρει εκδίκηση. «Με ενδιέφερε να επαληθεύσω την ανθρώπινη υπόσταση υπό την έννοια της ευαισθησίας. Οσο άγριος και να είναι ο κόσμος, έχεις τα ζώα τα οποία μπορούν να σου υποδείξουν από μόνα τους ότι υπάρχει φύσει καλό. Με τον τρόπο τους, με τις ορμές και τα ένστικτά τους, μπορούν να επαληθεύσουν τη συνύπαρξη», καταλήγει.

Την περασμένη εβδομάδα στη Δράμα ο κινηματογράφος δεν υπήρχε μόνο μέσα στην αίθουσα του Ολύμπια και στην αυλή του Σινέ Αλέξανδρος, αλλά σε κάθε γωνιά της πόλης. Σινεφίλ και δημιουργοί του φεστιβάλ συζητούσαν με πάθος για τις ταινίες που τους άγγιξαν, αλλά και για αυτές που βρήκαν «αδιάφορες».
Από τις ταινίες του ελληνικού διαγωνιστικού, τον πήχυ έθεσε ψηλά το φιλμ «Οι λύκοι επιστρέφουν» του Στέλιου Μωραϊτίδη – μια ιστορία που ξετυλίγεται στη χιονισμένη Βλάστη, κοντά στην Πτολεμαΐδα, με την ατμόσφαιρα να βαραίνει από ένα μυστικό που η τοπική αρχή αποσιωπά. Καθώς ξεκινούν έργα για έναν νέο δρόμο, η αλήθεια βρίσκεται μέσα στα χώματα, στα οποία υπάρχουν ανθρώπινα οστά, υπαινιγμός ενός ομαδικού τάφου, που ποτέ δεν μαθαίνουμε τι κρύβει. «Η Ιστορία εγγράφεται πάντα στο τοπίο. Ο καθένας εδώ μπορεί να κάνει τη δική του ανάγνωση. Μερικοί σκέφτονται τους ομαδικούς τάφους του Εμφυλίου που ανακαλύφθηκαν έξω από το Γεντί Κουλέ, πέρυσι, ενώ άλλοι μιλούν για τα Τέμπη», μας λέει ο σκηνοθέτης για το φιλμ που απέσπασε, μεταξύ άλλων, το βραβείο της Πανελλήνιας Ενωσης Κριτικών Κινηματογράφου.
Από τις βραβευμένες ταινίες ξεχωρίσαμε τα «Αυτός που κάποτε υπήρχε» του Κωστή Θεοδοσόπουλου, που απέσπασε συνολικά τέσσερα βραβεία, μεταξύ των οποίων το βραβείο σκηνοθεσίας «Τώνια Μαρκετάκη», «Μαγκνταλένα Χάουζεν: Παγωμένος χρόνος» του Γιάννη Καρπούζη, αλλά και το «Μικρό σώμα» των Γιάννη Συμβώνη και Γιώργου Αγγέλκου, το οποίο έλαβε το βραβείο καλύτερου σεναρίου.
Το βραβείο FIPRESCI δόθηκε στο «When You Were Young You Were Afraid of the Moon» της Φίμπι Κόταμ, μια ταινία για μια νεαρή Παλαιστίνια και τις αδελφές της, η οποία φεύγει από τη Δυτική Οχθη, όπου ζει με την Ισραηλινή μητέρα της. Η σκιά της Γάζας σκέπασε την τελετή λήξης της περασμένης Κυριακής, με τους δημιουργούς να ανεβαίνουν στη σκηνή κρατώντας μια παλαιστινιακή σημαία. Κατά τη διάρκεια της τελετής οι τόνοι ανέβηκαν και επικράτησε ένταση μεταξύ δημιουργών, μελών της κριτικής επιτροπής και του υφυπουργού Πολιτισμού Ιάσονα Φωτήλα σχετικά με την οικονομική στήριξη του κινηματογράφου από το υπουργείο Πολιτισμού.

