«Ας πεθάνεις φαλιρισμένος, αν έχεις φτιάξει κάτι που θεωρείς υπέροχο»

«Ας πεθάνεις φαλιρισμένος, αν έχεις φτιάξει κάτι που θεωρείς υπέροχο»

Το ντοκιμαντέρ «Megadoc» του Μάικ Φίγκις αποκαλύπτει την άγνωστη ιστορία πίσω από το «Megalopolis», το χαοτικό, magnum opus, του Φράνσις Φορντ Κόπολα

ας-πεθάνεις-φαλιρισμένος-αν-έχεις-φτ-563813530 [Photo by Andreea Alexandru/Invision/AP]
[Photo by Andreea Alexandru/Invision/AP]

Ο Φράνσις Φόρντ Κόπολα, ανά στιγμές ενώ βρισκόταν στα γυρίσματα του «Megalopolis», φοβόταν. «Δεν ήξερα τι πρέπει να κάνω», εξομολογείται στο νέο ντοκιμαντέρ του Μάικ Φίγκις το οποίο κατέγραψε όσα συνέβησαν στα γυρίσματα  του -για κάποιους καταστροφικού- magnum opus του σπουδαίου σκηνοθέτη. 

Επένδυσε δικά του χρήματα. Αναγκάστηκε να ξεπουλήσει το οινοποιείο του. Ρίσκαρε ένα μεγάλο οικονομικό και εμπορικό φιάσκο για να γυρίσει, σε ηλικία 83 ετών, μια ταινία που οραματιζόταν για περισσότερες από τρεις δεκαετίες.

Για κάποιους η ιστορία δημιουργίας του «Megalopolis» είναι σπουδαιότερη από την ίδια την ταινία. Ισως και ο Κόπολα να το γνώριζε και γι’ αυτό να φρόντισε να μοιραστεί την περιπέτεια των γυρισμάτων με το κοινό. Κάπως έτσι προέκυψε το ντοκιμαντέρ «Megadoc» του Μάικ Φίγκις, το οποίο καταγράφει ακριβώς αυτή την περιπέτεια, με τον Φίγκις να συνομιλεί με τους πρωταγωνιστές της ταινίας και φυσικά με τον μεγάλο εμπνευστή της, τον ίδιο τον Κόπολα. 

Δημοσίευμα του New Yorker το οποίο αναλύει τη δουλειά του Φίγκις στέκεται σε ένα μέρος της on camera εξομολόγησης του Κόπολα. Ο δημιουργός του «Νονού» και του «Αποκάλυψη Τώρα», συγκρίνει το τεράστιο εγχείρημα να χρηματοδοτήσει το κινηματογραφικό του σχέδιο με κάτι ανάλογο που είχε επιχειρήσει ο Ζακ Τατί, ο οποίος είχε οδηγηθεί στη χρεοκοπία για να γυρίσει το αριστουργηματικό «Playtime» στη δύση της καριέρας του. «Ποιος νοιάζεται αν πεθάνεις φαλιρισμένος, αν πιο πριν έχεις φτιάξει κάτι που θεωρείς υπέροχο;» ρωτάει ρητορικά.

Το ντοκιμαντέρ του Φίγκις, εκτός των τετ α τετ με τον Κόπολα, «εισβάλλει» και στη δημιουργική διαδικασία του «Megalopolis». Εκεί, παρά το βάρος της ταραχώδους προεργασίας του φιλμ, ο Κόπολα φαίνεται να κινείται με οδηγό την ανάγκη «να διασκεδάσει», όπως λέει. Συνομιλεί με τους ηθοποιούς, τούς «προθερμαίνει», προτείνει ασκήσεις πριν το γύρισμα, συζητά μαζί τους ιδέες για ενδεχόμενους αυτοσχεδιασμούς.

O Φίγκις παίρνει συνεντεύξεις από τους πρωταγωνιστές της ταινίας -ο Ανταμ Ντράιβερ εμφανίζεται πιο ολιγόλογος- αλλά και από τεχνικούς, ενώ με voice over παρατηρήσεις, μοιράζεται τις δικές του σκέψεις για «τον αντισυμβατικό τρόπο με τον οποίο γυρίστηκε μια αντισυμβατική ταινία», όπως σχολιάζει ο New Yorker. 

Το «Megadoc» είναι μια ιστορία απελευθέρωσης, συνεχίζει ο Ρίτσαρντ Μπροντι του New Yorker στην ανάλυσή του· μια ταινία που γεννήθηκε από το πάθος, ίσως και από την εμμονή του Κόπολα με μια ιδέα που τόν βασάνισε για περίπου σαράντα χρόνια και που τελικά πραγματώθηκε σε άλλη εποχή, άλλο πλαίσιο, άλλες τεχνολογικές συνθήκες και κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον, από όταν «συνελήφθη» ως ιδέα. 

Ο Φίγκις, αφηγούμενος την ιστορία της ταινίας, δίνει ιδιαίτερη έμφαση στη μεταχείριση των ηθοποιών από τον Κόπολα. Χαρακτηρίζει την προσέγγιση του «ενστικτώδη» σαν να σκηνοθετεί περισσότερο ως «μουσικός της τζαζ» παρά ως κινηματογραφιστής. Ο Γιον Βόιτ, ο οποίος παίζει στην ταινία, εξομολογείται ότι «δεν έχει δουλέψει με πιο ελεύθερο τρόπο». Ο Ντάστιν Χόφμαν θεωρεί πως ο Κόπολα, κατά έναν τρόπο, «προβάρει και γυρίζει» την ίδια στιγμή, ενώ ο Ντράιβερ σημειώνει πως «ο Κόπολα δίνει χώρο στους ηθοποιούς του να επινοήσουν κάτι το οποίο ο ίδιος πιο πριν δεν είχε σκεφτεί». 

Το σκηνικό του «Megalopolis» μοιάζει με ένα θεματικό πάρκο. Οπως παραδέχεται ο ίδιος ο Κόπολα, το στήσιμό του ήταν ίσως πιο δύσκολο ακόμη και σε σύγκριση με το «Αποκάλυψη Τώρα». Κι όμως, δεν λειτούργησε ως κομμάτι ενός αυστηρού καλλιτεχνικού πλαισίου, αλλά σαν φόντο ενός πειραματισμού του ίδιου του σκηνοθέτη σχετικά με το πώς θα τοποθετήσει τη δράση και τους ήρωές του σε αυτό το θεματικό πάρκο. Αλλωστε, όπως λέει, «η δημιουργία μιας ταινίας δεν είναι δουλειά, αλλά παιχνίδι». 

Στο πλαίσιο αυτού του παιχνιδιού αρνήθηκε να περιγράψει στον διευθυντή φωτογραφίας το πως οραματίζεται να μοντάρει μια σκηνή. Ζήτησε απλώς να κάνει το καλύτερο ώστε να δημιουργήσει υπέροχες εικόνες. Για τον Κόπολα το σύγχρονο σινεμά μοιάζει υποταγμένο σε φόρμες και τεχνικά όρια. Θεωρεί ότι έτσι «σκοτώνεται» η ζωντάνια της τέχνης και ο ίδιος στο «Megalopolis» επιχείρησε να επαναφέρει αυτή τη ζωντάνια, την αυθορμησία και την αγριότητα. 

Το «Megadoc» μοιάζει τελικά να αφηγείται την ιστορία μιας χαοτικής κινηματογραφικής περιπέτειας στην οποία είναι ασαφές αν ο Κόπολα αγκαλιάζει ή τελικά τιθασεύει και ελέγχει αυτό το χάος. Στο ντοκιμαντέρ παρουσιάζονται στιγμές έντασης αλλά και σύγκρουσης στο περιθώριο των γυρισμάτων. Μετά το τέλος των γυρισμάτων, υπήρξαν επιπλέον, και καταγγελίες κατά του δημιουργού για ανάρμοστη συμπεριφορά σε γυναίκες μέλη του καστ, τις οποίες ο ίδιος αρνήθηκε. Σαν το «χάος» του Κόπολα να «δραπέτευσε» από το αμιγώς κινηματογραφικό κομμάτι και το «Megalopolis» να μετατράπηκε εκτός από ένα μεγάλο καλλιτεχνικό πείραμα, και σε κάτι πιο ανθρώπινο ή κοινωνικό· σε ένα ερώτημα για τον βαθμό που η ελευθερία στη σκέψη, στην ευρηματικότητα και στην πρακτική ενός ανθρώπου μπορούν τελικά να συμβαδίσουν με τις αντίστοιχες ελευθερίες των άλλων ανθρώπων: σε ένα πλατό ή στην πραγματική ζωή.


Με πληροφορίες από The New Yorker

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT